Γέμισε τύψεις κι ενοχές για όσα είχε κάνει και τη λάθος διαχείριση που αποφάσισε ν’ ακολουθήσει. Θα έχανε μια για πάντα τον άνθρωπο που είχε νιώσει τόσα πολλά για εκείνον. Γιατί; Γιατί έδειξε αδυναμία σε κάτι περασμένο. Γιατί άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από την έπαρση που τον διακατείχε. Πόσο προσβλητικό και για τους δύο. Πόσο ανάρμοστο και τιποτένιο όλο αυτό. Δεν είχε τη δύναμη να της απαντήσει. Η σιωπή θα ήθελε να ήταν η απάντησή του, αλλά δε γινόταν. Έπρεπε να δώσει τις εξηγήσεις που ζητούσε. Και πού ξέρεις; Μπορεί να έβλεπε πως το μετάνιωσε και να ήθελε να του δώσει μια ακόμα ευκαιρία.
Όσο περνούσε η ώρα, έπρεπε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να ξεκινήσει την εξήγησή του. Έπρεπε να της δώσει να καταλάβει πως το είχε μετανιώσει. Πως ήθελε μια ακόμα ευκαιρία για να διορθώσει την καταστροφή που έφερε. Θα το έκανε. Για όλη του τη ζωή, θα το έκανε. Για να της αποδείξει τη μεταμέλειά του. Οπότε, ξεκίνησε κάπως έτσι:
«Ήταν λάθος μου να σε αφήσω στην άγνοια. Δεν ήθελα να τη βάλω ανάμεσά μας, αν και κατάφερα το αντίθετο. Χθες το βράδυ, πέρασα από το γραφείο. Ήμουν τόσο συγχυσμένος το μεσημέρι, που ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί. Την πέτυχα στην έξοδο. Δεν της έδωσα πολύ σημασία. Με ακολούθησε μέχρι το γραφείο μου κι εκεί έγινε ότι έγινε. Ξεκίνησε να μου μιλάει για τα παλιά. Την εποχή που περνούσα καλά. Την εποχή που δε με ένοιαζαν και πολλά. Της εξήγησα πως πλέον έχουν αλλάξει πολλά. Έχω περισσότερες ευθύνες κι έχω βάλει τη ζωή μου σε μια σειρά, που δε θέλω να χαλάσω. Είμαι μ’ έναν εξαιρετικό άνθρωπο που μου δίνει ζωή. Που με κάνει καλύτερο, δίνοντάς μου θάρρος και τρόπους για να καταφέρω τα πάντα. Με κάνει να νιώθω άτρωτος και δυνατός. Τα συναισθήματά μου για πρώτη φορά είναι ξεκάθαρα. Θέλω να πάω ένα βήμα παραπέρα με αυτόν τον άνθρωπο.
Δεν της άρεσαν όλα όσα άκουγε. Το έβλεπα στο βλέμμα της, αλλά δεν με ενδιέφερε κιόλας. Είπε πως θα έπρεπε να ξεχάσουμε τα παλιά και να ξεκινήσουμε μια νέα συνεργασία, κάνοντας την αρχή από εκείνο το βράδυ. Πήγαμε σε ένα μπαράκι για να πιούμε ένα ποτό. Μιλώντας για τις παλιές παρέες, παλιούς φίλους και γενικά τα παλιά, το ένα ποτό έφερε το άλλο. Κάπως έτσι, βρεθήκαμε στην τουαλέτα του μαγαζιού να φιλιόμαστε.
Όταν κατάλαβα τι είχα κάνει, σταμάτησα, την παράτησα και έφυγα. Γύρισα σπίτι. Σήμερα το πρωί, ήρθε από το διαμέρισμά μου, για να μου ζητήσει εξηγήσεις. Την απομάκρυνα, γιατί δεν ήθελα να τη δεις. Πήγαμε στο απέναντι μαγαζί και γύρισα όταν με πέτυχες. Της είπα πως δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να μπει στη ζωή μας κι έτσι κόβω κάθε επαφή. Επίσης, έχω έτοιμη την αναφορά μου για την ένσταση την οποία θέλω να δώσω στον γενικό διευθυντή της εταιρίας για την απομάκρυνσή της. Σε περίπτωση που δε δεχτεί, έχω ετοιμάσει και την παραίτησή μου από την εταιρία. Για να σε προλάβω, δεν είναι μόνο προσωπικοί οι λόγοι, αλλά κι επαγγελματικοί. Ξέρω πώς δουλεύει και στην παρούσα φάση, δεν είναι ικανή. Αυτά είναι όλα.»
Είχε μείνει σιωπηλή. Σηκώνεται αργά από τον καναπέ για να φύγει. Τη σταμάτησε. Την ήθελε κοντά του εκείνη την ώρα. Άμα την άφηνε να φύγει, ποιος ξέρει πότε θα την έβλεπε ξανά. Μπορεί να έφευγε, μπορεί να κλειδωνόταν μέσα και να μην μπορεί να τη δει. Προσπαθούσε να την κρατήσει κοντά του, λέγοντάς της πόσο την αγαπούσε. Μα ήταν μάταιο. Τελικά μπόρεσε να φύγει και να κλειδωθεί στο διαμέρισμά της.
Ξενύχτησε στην πόρτα της. Δεν ήθελε να φύγει από εκεί. Μέχρι το άλλο πρωί.
Από την επόμενη μέρα και για ένα μήνα κοντά, όλα κυλούσαν λες και δεν έγινε τίποτα. Φαινομενικά. Για τα μάτια της εταιρίας. Γιατί για εκείνους ήταν αλλιώς. Έσπασαν. Χώρισαν. Μπορεί για μερικούς να ήταν ελαφρά προδοσία, αλλά για εκείνη ήταν προδοσία. Τελικά η ένσταση που έκανε ο Μανώλης για την Ιοκάστη, έγινε δεκτή. Έτσι, δε χρειάστηκε να φύγει από την εταιρία. Της έκλεισε κάθε πόρτα επικοινωνίας μαζί του και γενικά με ό, τι τον απαρτίζει.
Μετά το μήνα υποδέχτηκαν όλοι την καλοκαιρινή άδεια, που τόσο πολύ περίμεναν. Άδειασαν τα γραφεία από τα προσωπικά τους είδη που ήθελαν να πάρουν μαζί τους.
Εκείνη καθόταν στο δικό της γραφείο κι έφτιαχνε κάτι τελευταία έγγραφα για να τα παραδώσει στον Μανώλη. Πηγαίνοντας στο γραφείο του, παρατήρησε την άσχημη διάθεσή του. Χτυπώντας την πόρτα και βλέποντας τη λάμψη στο πρόσωπό του, ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
«Μπορώ να περάσω;»
«Ναι, βέβαια. Κάθισε.»
Κάθισε κοντά της.
«Ήθελα να σου παραδώσω αυτές τις τελευταίες αναφορές, καθώς και την παραίτησή μου.»
Άσπρισε.
«Γιατί παραίτηση; Δε θέλεις να είσαι κοντά μας, μετά το καλοκαίρι;»
Με δέχτηκαν σε μια εταιρία στο Λουξεμβούργο. Καλή θέση, πολύ καλή αμοιβή. Δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία.
Του είπε με ελαφρώς αυστηρή φωνή.
Άσπρισε ακόμα περισσότερο. Την είχε χάσει μια για πάντα. Έβαλε τα χέρια του μέσα στις παλάμες του. Δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τα μάτια του άρχιζαν να κοκκινίζουν.
Η Άννα τον άφησε σ’ αυτήν την κατάσταση, χαϊδεύοντάς τον στην πλάτη.
Τους επόμενους μήνες η μετακόμιση ήταν η κύρια προτεραιότητά της. Πολλές φορές τον παρατηρούσε που την κοίταζε από την πόρτα του. Πολλές φορές προσφερόταν να βοηθήσει να μαζέψει τα πράγματά της.
Η τελευταία τους μέρα έφτασε.
Μετά την προδοσία του, δεν είχαν έρθει ποτέ ξανά τόσο κοντά, όσο εκείνη τη μέρα. Έφαγαν μαζί βραδινό κι αποφάσισαν να πουν όσα δεν είπαν. Δεν είχαν αλλάξει ούτε στο ελάχιστο τα αισθήματά του. Εκείνη αποφάσισε να πει πως δεν είχε αλλάξει κάτι από τα δικά της για εκείνον. Χάθηκε η εμπιστοσύνη. Ήταν προτιμότερο να παραμείνουν έτσι, αφού το συμβάν αυτό πάντα θα πίκραινε τη σχέση τους. Κοιμήθηκαν μαζί, κάνοντας για τελευταία φορά έρωτα.
Την επόμενη μέρα την πήγε στο αεροδρόμιο, αποχαιρετώντας την με κλάματα.
4 χρόνια μετά…
Μετά, λοιπόν, από 4 χρόνια η μοίρα τους επιφύλασσε να ξανασυναντηθούν στο Παρίσι, για ένα συνέδριο εταιριών των τομέων τους. Τα μάτια αμέσως συναντήθηκαν. Η φλόγα αναζωπυρώθηκε. Ήρθαν κοντά ο ένας με τον άλλον για τα τυπικά των εταιριών τους. Οι λάμψεις στα πρόσωπά τους ήταν ολοφάνερη. Η μοίρα, μάλλον, τους ήθελε μαζί. Άραγε θα το άφηναν έτσι ή θα άρχιζαν ξανά από την αρχή; Ποιος ξέρει, άλλωστε στον έρωτα, ποτέ δεν είναι βέβαιο ένα τέλος. Μια αρχή πάντα περιμένει.
The end.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου