Στέκεται έτοιμη για μια νέα περιπέτεια, τα μάτια της λάμπουν και το χαμόγελό της έχει επιτέλους επιστρέψει. Μετακομίζοντας για μια καινούρια ζωή, τις βαλίτσες γεμάτες όνειρα και προσδοκίες, η Άννα άλλαζε επιτέλους σελίδα μετά από μια πραγματικά μεγάλη της ήττα. Απογοητευμένη από το παρελθόν κι αισιόδοξη για το μέλλον, αποφασίζει να κατοικίσει στο Μαρούσι, σε ένα γραφικό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου.
Στην απέναντι πόρτα από το διαμέρισμά της, έμενε εκείνος. Αρρενωπός, πειθαρχημένος, με εκφραστικά μάτια και υπέροχο χαμόγελο. Μανώλη τον έλεγαν. Με το χαμόγελο που δημιουργούσε πανικό, την καλημέρισε ευγενικά, βλέποντάς την να ξεκλειδώνει το καινούριο της διαμέρισμα. Η ωριμότητα του χαρακτήρα του μπορούσε άνετα να φανεί από τη σταθερή, μπάσα φωνή του. Ανταπόδωσε τον χαιρετισμό. Η ιστορία τους μόλις ξεκίνησε.
Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, καθώς η Άννα τακτοποιούσε την καινούρια της ζωή. Σιωπή υπήρχε στο τηλέφωνο και στη καρδιά της. Η σκέψη της ήταν άστατη, ταξίδευε στα παλιά και στα καινούρια, καθώς τραβούσε την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο της. Καθόταν στη βεράντα εκείνη την ήσυχη νύχτα, κοιτώντας το άπειρο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο βυθιζόταν στις σκέψεις της.
Μπορούσε άραγε ένα χαμόγελο να κάνει τόσο μεγάλη ζημιά; Από μια ματιά, χωρίς υποσχέσεις, να γίνει τόσο μεγάλο χάος στο μυαλό της;
Πρωί με το πρωί, τον έβλεπε καθημερινά. Μια νότα οικειότητας πλανιόταν στον αέρα, χωρίς ίχνος γνωριμίας. Διαφορετικές ζωές, διαφορετικές καθημερινότητες. Μέχρι να συμβεί το αναπάντεχο.
Πρωί Κυριακής, χτυπά το κουδούνι. Οι σκέψεις στο μυαλό της, έτρεχαν σαν τρελές Δεν περιμένω κανέναν. Κανείς δεν ξέρει πως μετακόμισα εδώ. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε τον πόθο της. Με μάτια λαμπερά, που ξεχειλίζουν από ευγένεια και γλυκύτητα, επαναλαμβάνει με την ίδια χροιά στη φωνή: «Να κεράσω καφέ;»
Δεχόμενη την πρόσκληση, πήγε στο διαμέρισμά του. Ήταν κομψό και λιτό. Με μια βιβλιοθήκη που μπορούσε να καλύψει ακόμα και τον πιο απαιτητικό βιβλιοφάγο, αποφάσισαν να καθίσουν στο δερμάτινο καθιστικό. Οι κλασικές ερωτήσεις γνωριμιών είχαν πέσει στο τραπέζι. Η ερώτηση κλειδί στην όλη διαδικασία ήταν μία:« Πού δουλεύεις Άννα;» Η απάντησή της, ακούστηκε με δισταγμό: «Σε δύο βδομάδες ξεκινάω καινούρια δουλειά σε μια εταιρία. Εσύ;». Ο Αντώνης, με αμηχανία, απάντησε: «Κι εγώ σε μια εταιρία δουλεύω. Διευθυντής. Άσε, πολλές ευθύνες.»
Μη δίνοντας άλλες πληροφορίες και τελειώνοντας τον καφέ τους με έναν χαιρετισμό ευγενείας, ο καθένας αποφάσισε να συνεχίσει τη μέρα του.
Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επισκέψεις γινόντουσαν πιο συχνές. Βρίσκοντας κοινά και διαφορές που φαινόταν πως δεν είχαν, ήρθε η πρόταση που η Άννα περίμενε καιρό. «Θέλεις να πάμε να δούμε καμιά ταινία αυτό το Σάββατο;»
Πώς ήταν δυνατόν να αρνηθεί;
Και πήγαν. Ταινία δεν πολυπαρακολούθησαν, αφού οι σκέψεις του καθενός του τρώγανε το μυαλό για το αν θα γίνει κίνηση, πότε θα γίνει, αν και πώς θα εξελιχθεί η βραδιά. Η γλυκιά αμηχανία των πρώτων ραντεβού, εδώ είχε την τιμητική της.
Γελώντας μέχρι δακρύων, η βραδιά τελείωσε, βρίσκοντας τον καθένα τους έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Στο κρύο και μισοσκότεινο χολ της πολυκατοικίας, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Τους συνεπήρε το πάθος. Δεν μπορούσαν ν’ αποχαιρετήσουν τόσο άκαρδα ο ένας τον άλλον. Λέγοντας καληνύχτα, ο καθένας έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματός του.
Εκείνη αποφάσισε να καθίσει πάλι στη βεράντα, μέσα στην ηρεμία της άγριας νύχτας. Το ένα τσιγάρο ακολουθούσε το άλλο, όσο σκεφτόταν την εμπειρία που είχε ζήσει. Εμπειρία, γιατί ένιωθε διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά. Μπορεί να ήταν περίεργη μια τέτοια σκέψη, αλλά δεν μπορούσε να βρει ακριβείς λέξεις που να περιγράψουν αυτό που ένιωθε, ατόφιο. Οι συνηθισμένες λέξεις δεν το αντιπροσώπευαν.
Το επόμενο απόγευμα ήρθε η κεραμίδα που φοβόταν. Άλλωστε η ιστορία της είχε αποδείξει πως δεν μπορεί ποτέ να είναι όλα τόσο τέλεια. Εκείνος μιλούσε σε μια γυναίκα, οργισμένος. Δεν της είχε αναφέρει ποτέ κάποια γυναίκα που να μπορεί να τον φέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Είτε παλιά αγαπημένη, είτε συνεργάτη. Ξέκλεψε δυο ματιές από το ματάκι της πόρτας όταν τον άκουσε να ανεβαίνει προς το σπίτι του. Το βλέμμα του ήταν συννεφιασμένο και μελαγχολικό. Λύπη σκέπασε την καρδιά της. Έκλεισε την πόρτα με δύναμη στο πέρασμά του.
Βρήκε το θάρρος τελικά, δυο ώρες αργότερα και χτύπησε το κουδούνι του. Ανοίγοντας απότομα, παρατήρησε την αγωνία της, λέγοντας: «Μια επίσκεψη από τα παλιά ήταν.»
Τελικά την είχε προσέξει.
Της έκανε νόημα να περάσει προς τα μέσα. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, την άρπαξε και τη φίλησε με πάθος. Κόπηκαν οι ανάσες. Με ήρεμη, γλυκιά και σταθερή φωνή της φώναξε: «Εσένα θέλω». «Δε θα αφήσω κανέναν να μας το χαλάσει», της ψιθύρισε στο αφτί. Παραδόθηκε στην αγκαλιά του, παρακαλώντας αυτή η στιγμή να μην τελειώσει ποτέ.
Φτάνοντας μια ημέρα πριν την έναρξη της εργασιακής της καριέρας, πανικός διαπέρασε και τους δύο. Ο Μανώλης κατάφερνε με επιτυχία να κρύψει την αγωνία του. Προσπαθώντας να την ηρεμήσει, περνούσαν από το νου του διάφορες ιδέες κι εκδοχές. Αισθανόντουσαν και οι δύο πως κάτι θα συμβεί. Προσπαθούσαν να ευχαριστηθούν την ημέρα που περνούσε, χωρίς να σκέφτονται το κακό. Η νύχτα τους βρήκε αγκαλιά.
Η επόμενη μέρα ήταν βασανιστική. Συναντήθηκαν στις πόρτες τους, δίνοντας το φιλί της «καλής επιτυχίας». Ο ένας με το αυτοκίνητο κι η άλλη με το λεωφορείο, τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
Φτάνοντας στην νέα της εργασία, συνάντησε τον προϊστάμενο του τμήματός της. Την καλωσόρισε με θέρμη. Συστήνοντας τους συναδέλφους της, ήρθε η ώρα για το χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Από πίσω της περνούσε ο Διευθυντής. Ο προϊστάμενος θεώρησε σωστό να συστήσει τη νέα εργαζόμενη στο διευθυντή του τμήματος αυτού.
Γυρνώντας αργά την πλάτη της για να τον αντικρίσει, είδε πως ήταν ο Μανώλης. Βλέποντάς τον, έμεινε στήλη άλατος. Μαρμάρωσε, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει ή να πει κάτι. Εκείνος ατάραχος την καλωσόρισε, χαρίζοντάς της το χαμόγελο που τη σαγήνευσε, κοιτώντας την επίμονα.
Ήταν λάθος τελικά; Αυτό ήταν όλο; Αυτός που ένιωθε ότι τον γνώριζε χρόνια, έπρεπε να πάψει να είναι ο αγαπημένος της;
Το μυαλό της δεν έβγαλε λεπτό το σκασμό. Της ξεριζώθηκαν τα σωθικά και μόνο στην ιδέα. Φτάνοντας στο τέλος της πιο κουραστικής εργασιακής ημέρας, επέστρεψε στο σπίτι. Μην προλαβαίνοντας να ηρεμήσει, χτυπά η πόρτα.
«Θέλω να μιλήσουμε.», της είπε.
«Το γνώριζα. Όταν μου είπες πως πρόκειται να δουλέψεις σε μια εταιρία, δίνοντάς μου τα στοιχεία σου, το έψαξα. Θυμόμουν πως είχε περάσει μια έγκριση εργασίας από τα χέρια μου, με το δικό σου όνομα, αλλά δεν περίμενα πως θα σε γνώριζα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Πως θα με έκανες να αισθανθώ όπως δεν το έχει κάνει καμιά μέχρι τώρα. Δε θέλω να σε χάσω.»
Η Άννα άσπριζε όλο και πιο πολύ, καθώς άκουγε τα λόγια του. Μία ερώτηση περνούσε ξανά και ξανά από το κεφάλι της, που κόντευε να σπάσει.
Και τώρα;
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου