Η Ελβίρα είχε από πάντα κάτι το διαφορετικό -πάνω της, μα κυρίως μέσα της. Ήταν σαν να γεννήθηκε για να μην ταιριάζει σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Είχε κι αυτά τα μάτια από μωρό, που στη λάμψη τους μπορούσες να διακρίνεις απέραντη θλίψη.
Κάθε φορά που έκλαιγε άλλαζαν χρώμα, γίνονταν καταπράσινα. Ποσό παράδοξο είναι απ’ τη θλίψη να γεννιούνται τόσο χαρούμενα χρώματα. Αυτές τις φωτεινές αποχρώσεις αναζητούσε κι εκείνη. Είχε από πάντα αδυναμία στον ουρανό. Την μάγευε η πιθανότητα του απείρου που έβλεπε σε αυτόν.
Το βράδυ, όμως, ο ουρανός για την Ελβίρα ήταν ένας απέραντος χάρτης. Κοίταγε τα αστέρια με προσοχή προσπαθώντας να καταλάβει τι σχηματίζουν. Άραγε, η ζωή να της τα έχει έτσι γραμμένα;
Σαν να ήξερε από παιδί πως η μοίρα θα της έκρυβε όλη την αγάπη και την πίκρα του κόσμου. Σαν σε εκείνη τη σκονισμένη ταράτσα να περίμενε να δει το μέλλον. Κι αυτό το έμαθε καλά απ’ τη γιαγιά Ελένη, που της χάιδευε τα μαλλιά και της έλεγε:
-«Το πεπρωμένο μας είναι γραμμένο πολύ πριν έρθουμε σ ’αυτή τη Γη. Όλα είναι γραμμένα, παιδί μου».
Την κοιτούσε με την αθωότητα ενός μικρού παιδιού κι έλεγε:
-«Τι είναι το πεπρωμένο, γιαγιά; Τι είναι γραφτό για μας;»
-«Η ιστορία μας, μικρό μου», απαντούσε με χαμόγελο. «Οι άνθρωποι που θα έρθουν και θα σου γνωρίσουν τον έρωτα και τον πόνο. Οι άνθρωποι κι οι στιγμές που θα σε σημαδέψουν για πάντα».
Κι οι ημέρες και τα χρόνια περνούσαν. Κι η Ελβίρα περίμενε καρτερικά το πεπρωμένο της. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που η αγάπη δεν έλειψε ποτέ απ’ τους γονείς της. Μα μόνο ρόδινα δεν ήταν τα πράγματα, καθώς από παιδί έμαθε να είναι ένας μικρός ενήλικας. Κι ας ήταν μικρότερη απ’ τα αδέρφια της πάντα έτρεχε, αφού οι γονείς της έλειπαν ώρες απ’ το σπίτι, δουλεύοντας για να μη λείψει τίποτα στην οικογένειά τους.
Παιδιά κακομαθημένα κι αχόρταγα, εκτός από εκείνη. Έβλεπε πως οι απαιτήσεις τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες που είχαν ως οικογένεια, μα οι γονείς δεν μπορούσαν να τους στερήσουν τίποτα. Και την ενοχλούσε πολύ αυτό το «όχι» που ποτέ δεν υποστήριζαν. Σε κάθε καβγά έφευγε. Πήγαινε όσο πιο μακριά μπορούσε, σε απόσταση από εντάσεις και φωνές. Της άρεσε να τρέχει στη θάλασσα και να χαζεύει τους περαστικούς με τις ώρες.
Προσπαθούσε να καταλάβει τι σκοτούρες είχαν, τι έκρυβαν στο μυαλό τους. Γιατί χαμογελούν, γιατί σκοτεινιάζουν. Γιατί τόσες ψυχές προσπερνούσαν η μια την άλλη χωρίς να βγάζουν μιλιά. «Παράξενοι που είναι, αλήθεια, οι άνθρωποι», μουρμουρούσε στον εαυτό της.
Κι υποσχέθηκε να φεύγει όσο πιο μακριά γίνεται απ’ ό,τι την πνίγει. Από ό,τι την τρομάζει και την σκοτεινιάζει. Γιατί η μοίρα της, ό,τι κι αν γίνει, έχει ήδη γραφτεί.
Κοντά στα 17 ανάμεσα σε όλο το χαμό που ζούσε στο σπίτι, ξεκίνησε να διαβάζει τα βράδια που ήταν πιο ήσυχα, με εκείνο το μικρό της λαμπατέρ και να πεισμώνει ακόμα πιο πολύ.
«Θα φύγω από εδώ. Θα πάω για σπουδές σε άλλη χώρα και δε θα γυρίσω ποτέ ξανά εδώ». Κι αυτός της ο πόθος ολοένα και φούντωνε μέσα της. Ούτε για έρωτες είχε χρόνο όπως όλες οι φίλες της, μα ούτε και για χάσιμο. Και κάπως έτσι ο καιρός πέρασε, ήρθε καλοκαιράκι και κλείσανε τα σχολεία.
Ένας ακριβώς χρόνος είχε απομείνει για να κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Ψάχνοντας για καλοκαιρινή δουλειά, βρήκε αγγελία σε μια πιτσαρία στη γειτονιά. Είχε το μικρόβιο μέσα της, δεν μπορούσε να καθίσει σε ησυχία, ούτε ντρεπόταν τη δουλειά! Και θα έβγαζε και τα εξτραδάκια της χωρίς να ζητάει από κανένα να της δίνει χρήματα.
Κι ενώ οι μέρες περνούσαν, με δουλειά, διάβασμα και βόλτες στη θάλασσα, κάπου στα μέσα Ιούλη βρίσκει μια κλήση στο κινητό της από ένα άγνωστο νούμερο. Δεν έδωσε σημασία, άσε που ποτέ δεν είχε και κάρτα κιόλας. Το νούμερο αυτό καλούσε επίμονα, μέχρι που αναγκάστηκε να βγει έξω να απαντήσει:
-«Ποιος είναι;», απάντησε με εκνευρισμό η Ελβίρα.
-«Ο Μάνος είμαι, εσύ ποια είσαι;», στην άλλη άκρη του ακουστικού μια βαριά φωνή.
-«Μας δουλεύεις, ρε φίλε; Με πήρες 100 τηλέφωνα για να ρωτήσεις ποια είμαι;», αμάν πια με όλους τους τρελούς σκέφτηκε.
Το βράδυ επιστρέφοντας σπίτι μετά τη δουλειά, λαμβάνει ένα απολογητικό μήνυμα από τον ενοχλητικό Μάνο που έλεγε:
-«Ελπίζω να μη θύμωσες, έκανα λάθος στο νούμερο και πάλι απολογούμαι. Μάνος».
Χαμογέλασε όταν είδε το μήνυμά του και πήγε να του απαντήσει, μα κλασικά δεν είχε μονάδες! Αφού πετάχτηκε στο περίπτερο, του απάντησε: «Δεκτή η συγγνώμη, επίμονε Μάνο. Καληνύχτα απ’ τη λίγο θυμωμένη Ελβίρα».
Τα μηνύματα εκείνο βράδυ δε σταματούσαν να πηγαινοέρχονται. Κι εκείνη, κάπου ανάμεσα στη στρατιωτική πια ρουτίνα που έχτισε στον εαυτό της, θυμήθηκε ξανά εκείνο το κορίτσι που κοιτούσε τον ουρανό και έψαχνε να βρει το γραφτό του.
Μήπως αυτή η συνάντηση δεν ήταν καθόλου τυχαία, σκέφτηκε για μια στιγμή από μέσα της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη