Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

Τα δυο κορίτσια έδωσαν ραντεβού εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα σε ένα αγαπημένο κουτούκι της Ελβίρας, πλάι στο κύμα. Η συνάντηση απαιτούσε αλκοόλ για να μπορέσουν οι αλήθειες να κυλήσουν πιο εύκολα.

«Θα μου πεις τι έγινε;» είπε η Ελβίρα με αγωνία.

«Καταρχάς θέλω να απολογηθώ που σε έφερα μέχρι εδώ άρον-άρον. Δουλεύουμε μαζί τόσες πολλές ώρες και μου είναι πιο εύκολο να μοιραστώ μαζί σου αυτό που με τρώει. Έμπλεξα με έναν άνθρωπο που αλλιώς ήταν κι αλλιώς μου βγήκε, μα πρέπει να το τελειώσω. Δεν μπορώ να χάνω χρόνο σε καταστάσεις που ξέρω πως δε θα βγάλουν πουθενά» είπε η Μαρία.

«Τι έγινε;»

«Δεν ανέχομαι να συγχωρώ τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Φεύγοντας από εδώ θα πάω στο σπίτι να μαζέψω τα πράγματα μου και τέλος» είπε αποφασισμένη η Μαρία.

Η Ελβίρα κι Μαρία στο τέταρτο ποτήρι με κρασί μιλούσαν σαν να ήξεραν η μια την άλλη χρόνια. Σαν σε μια προηγούμενη ζωή να πέρασαν τα τυπικά και τα χίλια μύρια και να ξαναβρέθηκαν εδώ να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Της έβγαζε ένα απίστευτο δυναμισμό η Μαρία και κατάλαβε πως πίσω απ’ την απλησίαστη μάσκα που φορούσε κρυβόταν ένα κορίτσι σαν αυτή. Με την ίδια μοναξιά στα μάτια, ίδια βιώματα με άλλους πρωταγωνιστές.

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σε εκείνο το κουτούκι, η Ελβίρα κατάλαβε πως η Μαρία θα είναι στη ζωή της για πολλά ακόμα χρόνια. Ως σύμμαχος, ως κριτής, ως ο άνθρωπος που θα μπορέσει να δει τις πληγές τις και να τις δεχτεί χωρίς να τις φοβηθεί.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε με δισταγμό η Μαρία.

«Ό,τι θες!» είπε γεμάτη χαρά η Ελβίρα.

«Γιατί δεν παντρευτήκατε ακόμη με τον Μάνο μετά από τόσα χρόνια;»

Η Ελβίρα χαμογέλασε μιας κι είχε ακούσει αυτή την ερώτηση εκατό φορές.

«Θες αλήθεια ή διπλωματική απάντηση;»

«Έχω την κρίση και το μυαλό να καταλάβω και τα δυο» είπε αποστομώνοντας την Ελβίρα.

«Τι διαφορά κάνει ένα απλό χαρτί στο «μαζί» δυο ανθρώπων, αλήθεια; Μια μέρα που δε θα θυμάσαι απ’ την κούραση να επισφραγίσει νομικά το μέσα μας; Δεν πιστεύω στο γάμο στο σήμερα που ζούμε. Ένας στους δυο καταλήγει μια αποτυχία γιατί χάνεται η ουσία. Κι έπειτα φοβάμαι αυτά τα σημάδια που έχω ακόμη μέσα μου μεγαλώνοντας. Φοβάμαι το «για πάντα». Ίσως να αλλάξω γνώμη μα πιστεύουμε το ίδιο με τον Μάνο. Ξέρουμε εμείς τι νιώθουμε. Δε μας φοβίζει ένας μικρός χαλκάς στο χέρι» απάντησε η Ελβίρα χαμηλώνοντας το κεφάλι.

 

«Το σέβομαι αυτό που λες, μα…»

«Μα τι;» απαντά η Ελβίρα διακόπτοντας τη Μαρία.

«Δεν αλλάζει τίποτα ένας χαλκάς, όπως λες. Μια μέρα κούρασης. Το άγνωστο του για πάντα. Αλλά σέβομαι την άποψή σου».

Τα δυο κορίτσια έγιναν αχώριστα από εκείνη τη μέρα με την Ελβίρα και τον κλειστό της χαρακτήρα να σπάνε τα νεύρα αρκετές φορές στη Μαρία. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να ανοίξει την καρδιά της σε αυτήν, μα κάθε φορά φοβόταν. Ίσως σκεφτόταν πως οι αλήθειες που ξεστομίζουμε μπροστά σε ένα άλλο άνθρωπο από σκόρπιες σκέψεις να γίνονται γεγονός. Κι αυτό τη φόβιζε ακόμη περισσότερο.

Η Μαρία βοήθησε την Ελβίρα να δει τη ζωή με έναν τρόπο που δεν είχε φανταστεί ποτέ. Την έκανε καλύτερο άνθρωπο κι ήταν πάντα δίπλα της σε κάθε χαρά και λύπη όσο τα χρόνια περνούσαν. Και την αγάπησε πάρα πολύ που ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να την διαβάσει χωρίς πολλά-πολλά. Όσο κι αν την τρόμαζε πολλές φορές αυτό. Αλλά το κενό της εκεί.

Ο Μάνος είχε αφοσιωθεί στη δουλειά του όλο και περισσότερο. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα δούλευε κι ας μην το είχε ανάγκη. Η Ελβίρα όσο και να καβγάδιζε μαζί του, άλλο τόσο δεν μπορούσε χωρίς αυτόν. Και το ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να σπάσει ποτέ αυτό που τους ένωνε. Του έστηνε καρτέρι και τον έπαιρνε εκδρομές. Κι έβλεπε εκείνα τα μάτια του που τόσο αγάπησε. Του έκλεινε κινητό και του έσκαγε φιλιά σαν εκείνα τον πρώτο καιρό. Που ήταν δυο ευτυχισμένα μπατιράκια, μα είχαν αυτό που όλα τα χρήματα του κόσμου δε θα μπορούσαν ποτέ να αγοράσουν.

Η υπομονή είχε όμως και τα όριά της.

«Δεν αντέχω άλλο Μάνο. Δεν είναι ευτυχία αυτό που ζούμε».

«Άρχισες πάλι την γκρίνια;»

«Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς».

«Για πού με το μυαλό σου αυτή τη φορά;»

«Κάπου που δε θα υπάρχουν αναβολές στο τώρα που ζούμε. Σ’ αγαπώ κι επειδή σ’ αγαπώ, πονάω που έγινες αυτό που μισούσαμε. Που δε μιλάμε. Που δε μου δείχνεις πια με το χέρι σου τα αστέρια να μου λες από τι είναι φτιαγμένα. Γιατί όσες φορές και να το πες, ακόμα δεν κατάλαβα» είπε μέσα σε κλάματα η Ελβίρα.

Ο Μάνος έτρεξε να την αγκαλιάσει όταν ξεκίνησε να τον σπρώχνει και να κλαίει φωνάζοντάς του:

«Ήταν γραφτό μας εγώ κι εσύ να ευτυχίσουμε. Να ασπρίσουν τα μαλλιά μας μαζί, να έχουμε ένα σκύλο κι ένα χοντρό γάτο και μια αυλή με κάνα-δυο κουτσούβελα να τα κυνηγάμε. Και τα βράδια παρέα να βλέπαμε τον ουρανό εκεί ψηλά, στην αγκαλιά ο ένας του άλλου κι εγώ να σε κοιτώ σαν χαζή. Όπως εκείνη την πρώτη φορά. Δε θέλαμε πολλά. Είχαμε τα πάντα και δεν αγοράζονταν. Τώρα…» την διέκοψε ο Μάνος περνώντας τα χέρια του στο πρόσωπό της και κοιτάζοντάς την στα μάτια της ψιθυρίζει:

«Σ’ αγαπώ. Σ’ αγάπησα απ’ τη πρώτη εκείνη στιγμή που σε είδα να περπατάς μετρώντας από μέσα σου μην έπεφτες απ’ τα ψηλοτάκουνα που φόραγες. Σ’ αγάπησα για όλες τις φορές που χαμήλωνες το βλέμμα όταν ντρεπόσουν να νιώσεις την ευτυχία μας, όταν νόμιζες πως δεν την αξίζεις και δε θα κρατήσει. Ό,τι κάνω, όσες ώρες κι αν έχασα απ’ το «μαζί» μας, για σένα τα έκανα όλα. Για μας, το σκύλο, τη γάτα κι αυτά τα κουτσούβελα που θα ‘ρθουν. Δεν ξέρω να αγαπώ άλλη εκτός από σένα. Δε θέλω. Αν και θα φωνάζει λιγότερο και θα γκρινιάζει λιγότερο σε θέλω εδώ. Πλάι μου».

Τα δυο παιδιά έμειναν σφιχταγκαλιασμένα καθώς τη σήκωσε στα χέρια του ο Μάνος και ξάπλωσε πλάι της. Χωρίς να μιλούν. Χωρίς να έχουν λόγια να πουν αποκοιμήθηκαν ο ένας πλάι στον άλλο.

Το επόμενο πρωί ο Μάνος βρήκε ένα σημείωμα στη θέση της Ελβίρας.

«Θα αντάλλαζα μια αιωνιότητα για εκείνα τα μάτια που είδα 10 χρόνια πριν, για εκείνο το χαμόγελό σου, για τον ήχο που έκανε η καρδιά σου κάθε που με άγγιζες, το βλέμμα σου πο γέμιζε τις μοναξιές μου. Μόνο για να έπαιρνα το χρόνο πίσω και να τον κρατούσα κλειδωμένο σε εκείνο το χώρο που ένιωσα πως ήταν γραφτό να σε συναντήσω. Το ζήσαμε. Και μέχρι να κλείσω τα μάτια μου θα έχω όλα μας τα «μαζί» να μου κρατούν συντροφιά. Εγώ κι εσύ θα ξαναβρεθούμε. Αν ήταν όντως γραφτό, θα ξαναβρεθούμε. Τίποτα δεν τελείωσε. Το οφείλουμε σε μας να του βάλουμε μια μικρή άνω τελεία. Μέχρι τη συνέχεια να μας την γράψει η ζωή».

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη