Το βράδυ βρήκε την Ελβίρα και το Μάνο να μιλούν ο ένας με τον άλλο ασταμάτητα. Παρ’ όλη τη βαριά φωνή που ακούστηκε όταν απάντησε το τηλέφωνο, ο Μάνος θα τελείωνε το στρατιωτικό του το καλοκαίρι και θα σπούδαζε οικονομολόγος στη Θεσσαλονίκη. Είχαν μόλις 3,5 χρόνια διαφορά ηλικιακά.
Η Ελβίρα εκείνο το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που έγειρε το κεφάλι στο παράθυρό της κοιτώντας τον ουρανό. Κάπου εκεί άκουσε ξανά τη φωνή της γιαγιάς Ελένης να λέει: «Το πεπρωμένο μας είναι γραμμένο πολύ πριν έρθουμε σ ’αυτή τη Γη. Όλα είναι γραμμένα, παιδί μου».
Οι μέρες κυλούσαν με τα δύο παιδιά να μιλάνε για όλα. Μα η Ελβίρα, απαγόρεψε στο Μάνο να την παίρνει τηλέφωνο. Ήθελε να μείνουν στα μηνύματα κι όταν βρεθούν από κοντά, να χορτάσει ο ένας τη φωνή του αλλού. Πίστευε πως γραπτά οι άνθρωποι, προσπαθούν διπλά να δείξουν το χαρακτήρα τους. Πίστευε σε εκείνες τις παλιές εποχές που οι άνθρωποι αλληλογραφούσαν ο ένας στον άλλο. Ήθελε να ζήσει τη μαγεία που έκρυβαν οι ερωτικές επιστολές των παλιών χρόνων.
Η Ελβίρα ξεκίνησε να συνειδητοποιεί πως ερωτεύτηκε τον άνθρωπο πίσω απ’ τη μικρή ασπρόμαυρη οθόνη του κινητού της. Ναι, τον είχε ερωτευτεί μέσα από όσα κομμάτια της έδειξε απ’ τον εαυτό του. Ήθελε εκείνη η βαριά φωνή, να πάρει σάρκα κι οστά. Κι ο Μάνος το ίδιο ήθελε.
-«Πότε θα σε δω από κοντά;» της έστειλε. «Θέλω να σε δω. Θέλω να ξανακούσω εκείνη την εξαγριωμένη φωνή».
-«Δε μου είπες πώς είσαι εξωτερικά ποτέ!», απάντησε η Ελβίρα.
-«1.85, μελαχρινός, 90 κιλά. Πέρασα το τεστ;»
«1,85;», μουρμούρησε η Ελβίρα από μέσα της. «Χριστέ μου, θα με περνά 2 κεφάλια!». Μεγάλοι οι προβληματισμοί. Ξεκίνησε άμεσα συνέλευση με τα κορίτσια για να βρουν λύση στο πρόβλημα πριν απ’ τη μεγάλη συνάντηση, που ήταν αδύνατο πια να αποφευχθεί!
-«Θα βάλεις τακούνια!», απάντησε η κολλητή της Ελβίρας. «Θα πεις είσαι 1.65!»/
-«Ωχ, Παναγία μου! Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Δεν αποχωρίζομαι τα σταράκια μου, βρε. Θα το πάρω απόφαση πως θα πεθάνω μόνη με 40 γάτες!», είπε η Ελβίρα κι έσκασε στα γέλια. Παίρνει κινητό στο χέρι κι απαντά: «Είμαι 1.65 αν στέκεσαι στο πιο κάτω σκαλάκι από μένα!».
Το ραντεβού είχε οριστεί. Πέμπτη η ώρα 7:30 στην καφετέρια της γειτονιάς της που λεγόταν «Confused». Σκέφτηκε, πως ο Μάνος μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήθελε να ήταν στα δικά της λημέρια κι επίσης, θα μπορούσε να πάει εκεί με τα πόδια και να το έσκαγε απ’ σπίτι μια-δυο ώρες.
«Πέμπτη σήμερα,» μονολογούσε όλη μέρα η Ελβίρα. Το ήξερε πως αυτή τη μέρα θα την θυμόταν για πολλά χρόνια. Ένιωθε τόσο παράξενα όμορφα για έναν άγνωστο που της έκλεψε την καρδιά μέσα σε κάτι αράδες μηνύματα. Παίρνει το κινητό στο χέρι και του γράφει πως ξεκινά για το ραντεβού τους. Στο δρόμο είχε ήδη αρχίζει να σκοτεινιάζει κι όσο πλησίαζε όλο κι ανέβαζε παλμούς. Φόρεσε ψηλά κάτω από μια μακριά φούστα, μη φανεί τόσο κοντούλα στα μάτια του κι αυτό από μόνο του ήταν ένα τεράστιο πρόβλημα αφού δεν ήταν συνηθισμένη κα μετά βίας μπορούσε να περπατήσει.
«Είμαι εδώ, μπαίνω», του στέλνει. Το μαγαζί γεμάτο κόσμο, βαβούρα, γέλια και κουβέντες απ’ τις παρέες δεξιά-αριστερά. Μα το βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω του. Κι οι ματιές τους εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάβασαν κάτι τόσο γνώριμο η μια στην άλλη. «Όμορφος!» ψιθύρισε στον εαυτό της καθώς πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά. Κι όσο πιο κοντά του έφτανε, τόσο σίγαζε η βαβούρα γύρω της. Λες και σε όλο το μαγαζί ήταν μόνο αυτοί οι δύο.
Το χαμόγελό του· αθώο και παιδικό. Τόσο ντόμπρο. Δεν είδε πονηριά στα μάτια του. Και τον ερωτεύτηκε απ’ το πρώτο εκείνο λεπτό. Ήταν σαν τίποτα να μην είχε νόημα γι’ αυτήν πριν από εκείνη την τυχαία συνάντηση.
Οι στιγμές πέρασαν απροσδόκητα ευχάριστα και τα δύο παιδιά αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στην παραλία. Κάτω από εκείνο τον ουρανό που τόσο αγαπούσε.
-«Τι όμορφος που είναι αλήθεια απόψε ο ουρανός», είπε η Ελβίρα
-«Ξέρεις από τι είναι φτιαγμένος ο ουρανός και τα αστέρια;», απάντησε γεμάτος χαρά ο Μάνος δείχνοντας με το χέρι του ψηλά.
Η Ελβίρα έμεινε απορημένη να τον κοιτά να μιλά με τόσο ενθουσιασμό για τη σύσταση του ηλιακού συστήματος κι από μέσα τις να σταυροκοπιέται για όλες τις πληροφορίες που της περιέγραφε με τόσο ενθουσιασμό. Αμέσως κατάλαβε την αγάπη του για την αστρονομία. Όλα τα ήξερε και σε όλα ήταν σωστός. Δεν ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους. Ήταν τόσο παράξενα χαρισματικός.
Η βραδιά για τους δυο τους κύλησε αβίαστα όμορφα, αλλά η ώρα ήταν περασμένη κι η Ελβίρα έπρεπε να επιστρέψει σπίτι. Ο Μάνος προσφέρθηκε να την πάει με το αμάξι του, αλλά του είχε θέσει όρο να την αφήσει πιο κάτω μην την δει κάνα μάτι. Στην άκρη της γειτονιάς ο Μάνος έσβησε τη μηχανή και της είπε:
-«Πέρασα πολύ όμορφα σήμερα κι επίσης κατάλαβα το μυστικό σου», είπε χαμογελώντας.
-«Ποιο μυστικό;» απάντησε αμέσως η Ελβίρα.
-«Ότι δεν είσαι 1,65» κι έσκασε στα γέλια εκνευρίζοντας την τάχα θιγμένη Ελβίρα.
-«Είσαι χαζός, καληνύχτα!» αναφώνησε δήθεν θυμωμένη ανοίγοντας την πόρτα του αμαξιού. Κι ένιωσε το χέρι του να την τραβά με δύναμη κοντά του. Αυτό το χαμόγελό του κι αυτό το πείσμα της!
-«Άσε με!» του λέει θυμωμένα, «Πρέπει να φύγω.» Και βγαίνοντας απ’ το αμάξι, άνοιξε και πάλι την πόρτα δίνοντάς του το πρώτο τους φιλί. Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ξερόλα! Καληνύχτα!».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το ήξεραν κι δύο πως κάτι σπουδαίο μόλις άρχισε. Κάτι που ποτέ ξανά δε θα τους άφηνε ίδιους. Δε θα τους άφηνε πια μόνους. Ναι. Ήταν γραφτό να βρεθούν. Και πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος που ο Μάνος έφυγε για σπουδές κι Ελβίρα πέρασε Κομοτηνή. Όσο πιο κοντά μπορούσε σε αυτόν.
Άραγε, τα δυο παιδιά θα νικήσουν την απόσταση που αρχινά;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη