Και αν για μια μέρα αξίζει να ζήσουμε μια ολόκληρη ζωή προσμένοντάς την, για τον Αλέξανδρο και την Ανατολή εκείνη η μέρα είχε φτάσει. Ανάμεικτα συναισθήματα και στους δύο. Θέλανε τόσο πολύ να πετύχει το «μαζί». Θέλανε να συμπληρώσουν την ευτυχία τους. Κι ήταν πιο σίγουροι από ποτέ για αυτή τους τη συνάντηση.
Εκείνος φορτωμένος με το πρόγραμμα της καθημερινότητάς του, τα άφησε όλα πάνω της. Άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Η Ανατολή από τη μέρα που μπήκε στη ζωή του, ήταν μέρος, κομμάτι και σχεδιασμός της ίδιας του της ζωής. Ένιωθε πως ήταν δίπλα του συνεχώς. Τον έντυνε και τον στόλιζε με τα λόγια της. Τον φρόντιζε. Τον είχε πρώτη προτεραιότητα στη σκέψη της κι αυτό το εισέπραττε κάθε στιγμή. Και ήταν πάντα εκεί. Δίπλα του. Και δεν παραπονέθηκε ποτέ της. Ένιωθε πως γεννήθηκε για να τον νοιάζεται και να τον αγαπά. Και δεν ένιωσε ποτέ του πιεσμένος. Του άρεσε να εισπράττει την αγάπη της.
«Νιώθω να σε κυριεύω. Μου δίνεσαι. Μου παραδίνεσαι. Με κάνει να σε νιώθω ολοκληρωτικά. Μπαίνω στα κύτταρά σου».
«Δικός μου;»
«Απόλυτα δικός σου. Μαζί για πάντα. Έχω την αγάπη σου για φυλαχτό μου».
Και για την Ανατολή οι μέρες της ήταν τόσο γεμάτες, αλλά ο Αλέξανδρος ήταν χάραμα και δειλινό η πρώτη της προτεραιότητα. Και δεν υπήρχε καμία στιγμή που να μην ήταν εκεί παρούσα, καμία στιγμή που να την αναζητούσε και να μην τον περίμενε. Η ζωή δε σου χαρίζεται τόσο απλόχερα πάντα. Και στη δική της ζωή ήθελε να ζήσει τη μια και μοναδική ευκαιρία της ευτυχίας που επέλεξε η ίδια να ορίσει. Κι αυτή η στιγμή της ήταν τώρα. Και δε θα επέτρεπε σε κανέναν να της το στερήσει αυτό. Είχε μάθει τον Αλέξανδρο πολύ καλά. Και δεν ήταν προβλέψιμος. Ήταν μια ήρεμη δύναμη που οι οριογραμμές του ήταν αυστηρά προδιαγεγραμμένες.
Ήξερε τις λεπτές ισορροπίες της ζωής του. Κι έμαθε να αγαπάει και να σέβεται αυτόν και οτιδήποτε ήταν γύρω από αυτόν. Και ήταν η ανάγκη της να περιποιείται τον έρωτά της, η επιθυμία της να τον κάνει να χαμογελά και να μην αφήνει κανέναν να τον ταράζει. Ήξερε πως δε θα είναι ποτέ δίπλα του να τον καμαρώνει. Λίγο την ένοιαζε αυτό. Γιατί το δικό τους «μαζί» όπως το είχαν οι ίδιοι δουλέψει στη σχέση τους, μπορούσε να καλύψει όλα τα κενά της φυσικής τους απουσίας. Και δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα λιγότερο από αυτά που του άξιζαν. Και στον Αλέξανδρο άξιζαν όλα τα σ΄ αγαπώ και όλοι πιθανοί και απίθανοι συνδυασμοί και μαθηματικοί τύποι ευτυχίας.
Υπήρχαν φορές που εκείνος τρόμαζε. Ήξερε πως το κορίτσι του δεν είχε φρένο. Της έλεγε πως ήταν αιθεροβάμων και κείνη γελούσε, αλλά της είχε όμως απόλυτη εμπιστοσύνη. Και την εμπιστοσύνη του, την έχτισε και την κέρδισε η ίδια με τον τρόπο και τις πράξεις της. Αισθανόταν απόλυτα ασφαλής στη δική της τοποθεσία.
«Αγαπάω μια τρελή.»
«Ναι είμαι τρελή για σένα.»
«Μ΄ αγαπάς με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτο.», της έλεγε.
Και κείνη παραπονιόταν, γιατί της έλειπε όλες τις στιγμές που ήταν μακριά της.
«Άσε να φεύγει αυτόν που γυρίζει πάντα με λαχτάρα σε σένα κορίτσι μου.»
Συναντήθηκαν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Και δε χρειάστηκαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά. Το μυαλό τους κλείδωσε όλες τις σκέψεις τους και ο εγκέφαλος και η καρδιά έδωσαν τις δικές τους λειτουργίες. Η έκσταση των αισθήσεων. Αφή, όσφρηση, γεύση, ακοή. Γιατί αυτό ήταν η ένωσή τους. Μια απόλυτη έκρηξη.
Τα λόγια που είχαν υποσχεθεί, οι λέξεις που περίμεναν να ελευθερωθούν, τα σώματά τους που χόρευαν έχοντας κάνει χιλιάδες πρόβες. Ο πόθος που είχε φυλακιστεί και περίμενε να δραπετεύσει. Και με μάτια ανοιχτά και χέρια πλεγμένα, τον άφησαν να ξεχυθεί. Εκείνος είχε κρατήσει το πρόσωπό της στα χέρια του και χάθηκε μέσα στα μάτια της. Αυτό περίμενε. Να τη διαβάσει. Να πάρει τις αλήθειες της. Και το μόνο που έβλεπε ήταν η επιβεβαίωση πως όλα όσα του είχε πει καθρεφτίζονταν στα μάτια της. Στο βλέμμα της. Μπλεγμένοι, ιδρωμένοι, εξερευνούσαν ο ένας τον άλλον. Ο χρόνος είχε σταματήσει σε εκείνες τις στιγμές. Και για ‘κείνον, ήταν η επιβεβαίωση πως όλα ήταν αληθινά της. Και για ‘κείνη ήταν επιβεβαίωση της αγάπης του. Πού ήταν τόσο καιρό; Πώς ζούσαν;
Αδημονούσαν ο ένας για τον άλλον. Και ήταν ανάγκη και ικεσία και ευλογία. Ανάσες στον λαιμό τους. Σπασμοί που έφερναν τη λύτρωση. Έπαιζαν με τις παύσεις τους και το χρώμα της φωνής τους που άλλαζε με τον έρωτά τους. Και όσο τα λόγια μαρτυρούσαν την ένωσή τους και τα σώματα χόρευαν, οι ψυχές τους είχαν γίνει ένα. Και ‘κείνος την έβαλε να καθίσει στο θρόνο της να ξαποστάσει κι έμεινε δίπλα της στεγνός και γεμάτος. Γεμάτος από την αγάπη της. Η γιορτή των κορμιών τους. Και είχε μια γλύκα ο αποχωρισμός τους. Και μια υπόσχεση πως τα καλύτερα έρχονται. Άλλωστε θέλει απόδειξη το θέσφατο;
«Με τρελαίνουν οι κουβέντες μας. Θέλω να σου γράφω λέξεις να τις διαβάζεις και να νιώθεις παντού πεταλούδες. Να σε ξαφνιάζουν αυτά που σου λέω», της έλεγε.
Ήταν η έμπνευσή της. Είχε γεμίσει χαρτάκια παντού γράφοντας οτιδήποτε της ερχόταν στο μυαλό της για να μην ξεχνά τι ήθελε να του πει. Γιατί ήθελε να του μιλά για όλα. Οτιδήποτε συνέβαινε στη ζωή της. Να του τραγουδά, να του στέλνει νεύματα αγάπης. Την τρέλανε το γέλιο του. Το αναζητούσε.
«Ξέρεις ότι λατρεύω το χαμόγελό σου. Να μου χαμογελάς πάντα.»
«Κρατάω ό, τι μου γράφεις. Θέλω να τα διαβάζω όποτε θέλω. Όταν πέφτω ψυχολογικά, όταν κοιμάσαι, όταν νιώθω μόνος, όταν στεναχωριέμαι, όταν είμαι αγχωμένος, όταν πίνω, όταν…. Όποτε θέλω ρε… μπας σε καλό σου!»
Αν ήταν νύχτα ο έρωτάς τους, θα ήταν ένα βράδυ του Ιούλη χωρίς φεγγάρι. Πολλά αστέρια και οι δυο τους ξαπλωμένοι στην παραλία χωρίς ρολόγια και ένα ξημέρωμα μαζί.
«Μ’ αγαπάς λιγάκι;»
«Δεν είσαι για λίγο εσύ κορίτσι μου.»
Και αυτό ήταν το ωραιότερο που είχε ακούσει στη ζωή της.
«Μάζεψα μέσα μου αξόδευτα αποθέματα αγάπης για σένα Αλέξανδρε».
«Δε θέλω να είμαι ο τυχερός σου. Θέλω να τα αξίζω όλα για σένα, να τα κερδίζω.»
Και η Ανατολή ένιωθε το μέγεθος της αγάπης του από το τρόπο που μοιράζονταν μαζί της, το χρόνο, τις σκέψεις, τις έννοιες του, τη ζωή του.
«Όταν νιώσω πως θα αισθανθείς ότι πνίγεσαι από την αγάπη μου, γιατί δε μετριάζεται ή νιώσω πως περισσεύω στη ζωή σου, θα φύγω αθόρυβα.» του είπε.
Τρόμαξε και η ίδια με τα λόγια της. Ποτέ της δεν περίμενε πως θα το έλεγε αυτό. Μετρούσαν μαζί τις μέρες, τις εποχές και τους μήνες που θα ζούσαν τη σχέση τους και ξαφνικά εκείνη δήλωνε πως θα φύγει αν νιώσει περιττή;
Γιατί άραγε; Γιατί για την Ανατολή η αγάπη εμπεριέχει μια μικρή μαγική δύναμη που σε κάνει να τρυπώνεις και να διαβάζεις το μυαλό και τις σκέψεις του άλλου. Και στον Αλέξανδρο είχε ήδη αποκτήσει το δικαίωμα να τρυπώνει στο μυαλό του.
Και κείνη το έκανε. Και τρόμαξε.
Ο Αλέξανδρος προετοίμαζε με τη σιωπή του το τέλος τους. Κι αν ακόμη δε θα άντεχε να της το μαρτυρήσει ποτέ του, χανόταν ήδη στις σκέψεις του. Και η σιωπή του έκανε τόσο θόρυβο που της τρυπούσε τα αυτιά. Κι αυτή την εκκωφαντική του σιωπή, δεν άντεχε να τον αφήνει να την τυλίγει. Τον αγαπούσε πολύ για να τον κάνει να χάνεται έτσι τις σκέψεις του.
Είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται πως θα τον ελευθερώσει.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου