Η Ανατολή μετά το χωρισμό τους, είχε χάσει το βηματισμό της. Και αν στην αρχή θεώρησε πως όλα μπορούν να διορθωθούν και να ξαναγυρίσει στο σημείο μηδέν της ζωής της πριν τον Αλέξανδρο, τώρα καταλάβαινε πως αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Ένιωθε δυστυχισμένη.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε πολλές επιλογές. Είχε μια στρωμένη ζωή που δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα όρια της. Του έλειπε η καθημερινή επαφή με την Ανατολή. Η ανάγκη του να μοιράζεται κομμάτια του μαζί της, τον άκουγε με ευλάβεια και εκείνος ένιωθε πόσο τον καταλάβαινε όταν της μιλούσε, άλλωστε με τα λόγια της αισθανόταν καλύτερα. Η Ανατολή ημέρευε τις σκέψεις του. Ήθελε να της στείλει, να μάθει τα νέα της, να της μιλήσει, αλλά δίσταζε. Δεν ήξερε πως ένιωθε εκείνη και πολύ περισσότερο δεν θα άντεχε την απόρριψη της.
Εκείνη πάλι είχε διαφορετική άποψη από τον Αλέξανδρο. Όταν θέλουμε κάτι το μολογούμε. Δεν κρυβόμαστε από τον εαυτό μας. Και πια ένιωθε έντονη την ανάγκη μετά από τόσες μέρες χώρια του, να του μιλήσει. Αποφάσισε να του στείλει ένα μήνυμα.
«Εμείς οι δυο πέρα από το ερωτικό μας στοιχείο σ’ αυτή τη σχέση, είχαμε αναπτύξει, δουλέψει και πετύχει να ήμασταν πάνω και απ’ όλα, οικογένεια και μέρος της καθημερινότητας ο ένας του άλλου. Το άλλο μας μισό, που με θάρρος, άνεση και ειλικρίνεια εξομολογούμασταν, γελάγαμε και αυτοσαρκαζόμασταν για όσα μας συνέβαιναν. Εγώ να δέχομαι την άποψη σου, να ακούω τη συμβουλή σου, παρόλο που κάποιες φορές σε θύμωνε που δεν την ακολουθούσα ακόμη και αν την ασπαζόμουν και συ να μου εξομολογείσαι και να μου αναλύεις όλα εκείνα τα πνευματώδη που σκεφτόσουν και ήξερες πως είχες την άνεση να κάνεις μαζί μου. Αυτή την επαφή μας τη δουλέψαμε πέρα από κάθε άλλη μορφή που δώσαμε στη σχέση μας. Μας έλειπε και τους δυο από τη ζωή μας. Τώρα; Έτσι πρέπει να γίνονται οι άνθρωποι όταν χωρίζουν; Δυο ξένοι; Το ήμαστε εδώ ο ένας για τον άλλον και η εμπιστοσύνη που μας έχουμε είναι η μεγαλύτερη αξία της σχέσης μας. Μην το αφήσουμε να φύγει. Μην καταντήσουμε δυο άγνωστοι. Δε μας αξίζει.».
Είχε γαληνέψει τη σκέψη της, ξέροντας πως ήταν το καλύτερο που είχε να κάνει. Και αυτό δεν ήταν κανένα πισωγύρισμα, κανένα παρακαλητό επιστροφής, αλλά η ανάγκη της να πορεύεται με την ασφάλεια που της δημιουργούσε η παρουσία του Αλέξανδρου.
«Δεν μπορούμε να ήμαστε ξένοι. Εγώ ήμουν εκείνος που σου είχα πει πως όπου και να πηγαίνω, ό,τι και να κάνω, θα έρχομαι πάντα σε σένα για να γλυκάνω το μέσα μου, για να ξεδιψάσω από την αγάπη σου, να κάνω πραγματικότητα τις φαντασιώσεις μου, να επιβεβαιώνω πως δεν είσαι φαντασία, πως η ζωή στα αλήθεια σε έφερε στο δρόμο μου.», η απάντησή του στο μήνυμά της.
Κανόνισαν την πρώτη τους έξοδο μετά το χωρισμό τους. Αγαπημένη τους συνήθεια το φαγητό. Και δεν ήταν καθόλου η ανάγκη να ικανοποιήσουν την αίσθηση της πείνας τους, αλλά για τον Αλέξανδρο και την Ανατολή η διαδικασία του φαγητού ήταν μέρος όλων αυτών που τους ένωναν. Ήταν μικρές απανωτές γευστικές απολαύσεις που τους ευχαριστούσαν. Απολάμβαναν από το να διαβάζουν τον κατάλογο μαζί, να παραγγέλνουν πολλά πιάτα και να αναλύουν τις γεύσεις προτείνοντας αλλαγές, μέχρι να τρώνε ο ένας από το πιάτο του άλλου. Και μπορεί να μην έλεγαν τίποτα άλλο παρά να κοιτάζονταν στα μάτια τσουγκρίζοντας τα ποτήρια ή να της χαμογελούσε εκείνος και να της έλεγε πως περνάει υπέροχα μαζί της, ενώ τρελαινόταν να τη βλέπει που έγλειφε τα δάχτυά της σαν παιδί. Και όλο αυτό έκρυβε μέσα του τη γλύκα της φροντίδας που προσέφερε ο ένας στον άλλον. Έτσι και τώρα. Ευχαριστήθηκαν τη συνάντησή τους, εκείνη του είπε πόσο δύσκολα είναι χωρίς εκείνον και εκείνος της απάντησε πόσο του έλειπε η αγάπη της. Δεν επιζητούσαν κάτι παραπάνω. Τους αρκούσε το μαζί αυτής της στιγμής.
Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις και έτσι χωρίς να το επιδιώξουν ξαναμπήκαν ο ένας στη ζωή του άλλου, με μια επικοινωνία διαφορετική, τόση όση χρειαζόταν για να δηλώσουν την παρουσία τους. Με κάποιες μικρές εξομολογητικές στιγμές που τις αφήνανε και οι δυο να περάσουν για να μην ταράξουν την ισορροπία της νέας τους σχέσης.
«Δε θα φύγεις ποτέ εσύ απ’ τη ζωή μου», την πείραζε ο Αλέξανδρος. «Μ΄ αγαπάς τώρα λιγάκι;» τον ρωτούσε η Ανατολή. «Πάντα θα σ’ αγαπάω ρε!» της απαντούσε εκείνος.
Με διάφορους τρόπους, η ζωή τους έφερνε κοντά. Η Ανατολή συνέχιζε πάντα να του δείχνει την αγάπη της.
«Δεν με εκπλήσσει η τόση φροντίδα σου. Αυτό είναι το κορίτσι μου. Και νιώθω ασφάλεια και μια ανεξήγητη ευδαιμονία δίπλα σου.» της έλεγε. «Δεν μπορεί να σ’ αγαπάω τόσο πολύ. Θέλω να θυμάσαι πάντα πως πέρασαν και άλλες γυναίκες που σ’ αγάπησαν από τη ζωή σου και να καμάρωνες γι’ αυτό και να έρθουν και άλλες στην πορεία, αλλά κάποια στιγμή αναπόφευκτα και μετά από πολλά χρόνια θα λες, πως υπήρχε μια γυναίκα που σ’ αγάπησε τόσο πολύ, με όλες τις δηλωμένες επιθυμίες σου και ένιωσες στο απόλυτο τον έρωτά της. Και αυτόν τον έρωτα για σένα τον έκανε ιστορία και στη χάρισε. Όλο αυτό λοιπόν αγάπη μου δεν θα το ξαναβρείς ποτέ. Σε καμία μορφή και ένταση. Και μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά είναι το ίδιο εγωιστικό όσο ξέρεις μέσα σου πως το κορίτσι σου έχει δίκιο.» «Δεν αμφέβαλλα και δε θα αμφιβάλλω ποτέ για τίποτα από αυτά που λες», της απαντούσε.
Και ήταν μέρες δύσκολες και για τους δυο στη ζωή τους, γεμάτες ένταση και πολλές ώρες δουλειάς που μπορεί να χάνονταν, αλλά κάποια στιγμή, οι ανταλλαγές μηνυμάτων έφερναν φωτεινά χαμόγελα στα πρόσωπά τους. «Όταν με σκέφτεσαι το νιώθω, να το ξέρεις. Είμαι πολύ κουρασμένη τον τελευταίο καιρό.» του έγραφε η Ανατολή. «Φαντάσου πως κάποιο αγαπημένο σου μάτι σε καμαρώνει και πάρε δύναμη. Σου χαμογελώ.» της απαντούσε ο Αλέξανδρος.
Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν πως η Ανατολή ήταν ένα κομμάτι της ζωής του. Και ίσως γι’ αυτό να μην του έφευγε ποτέ. Και ήταν ακόμη και σήμερα πάντα εκεί και δίπλα του. Αλλά αυτός; Τι ένιωθε; Τι είχε απομείνει από εκείνη την παλιά σχέση που τάραξε τη ζωή του και λάτρεψε αυτό το κορίτσι; Τι ήθελε μαζί της; Μπερδευόταν κάποιες φορές και ο ίδιος. Σκεφτόταν πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια επικοινωνία που και οι δυο αισθάνονται καλύτερα έχοντας ο ένας τον άλλον στη ζωή τους. Ήταν όμως η Ανατολή η συνέχεια του στη ζωή του; Δεν ήξερε. Και κάποιες φορές εγωιστικά έπιανε τον εαυτό του να τη ρισκάρει, να τη δοκιμάζει για να δει αν την έχει ακόμη. Για να νιώθει την αγάπη της σε ‘κείνες τις δικές του ιδιαίτερες στιγμές που μόνο εκείνη μπορούσε να ηρεμήσει τη σκέψη του. Ήταν σίγουρος. Ήθελε την αγάπη της. Ήθελε τη σκέψη της. Και τότε γιατί δεν ήθελε τον έρωτα της; Και αν ήθελε και αυτόν, γιατί την άφηνε μετέωρη;
Και εκείνη όσο περνούσαν οι μέρες ξεκαθάριζε τα πράγματα μέσα της. Όσο και να λαχταρούσε η ψυχή της την ένωσή τους, είχε ήδη αρχίσει να αμφιβάλλει για τον Αλέξανδρο. Και στην αγάπη της ήθελε να είναι σίγουρη. Γελούσε όταν σκεφτόταν πως αν μπορούν να τον έχουν όλες, τι να τον κάνει αυτή. Δεν ήθελε κάτι, τα ήθελε όλα. Γιατί ο έρωτας είναι απόλυτος, κατακτητικός, διεκδικητικός, σαρωτικός. Και στον έρωτά της δε θα έκανε σκόντο. Ο Σαραμάγκου είχε πει πως ο έρωτας είναι το πεπρωμένο. Αυτό ήθελε να ήταν οι δυο τους. Το πεπρωμένο ο ένας του άλλου. Μετριότητες είχε χορτάσει στη ζωή της.
Εκείνος κρατούσε άσσους στο μανίκι του για την Ανατολή. Και ήξερε το κορίτσι του και υπήρχαν στιγμές που ένιωθε πως την ήθελε σαν τρελός και άλλες πάλι που το μυαλό του την ξεχνούσε. Σιχαινόταν τις μπερδεμένες καταστάσεις. Σκεφτόταν πως εκείνη ήταν αυτή που κάθε φορά που λαχταρούσε να τον δει τού το ζητούσε. Και μπορεί να πήγαινε, αλλά ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ κάτι ανάλογο. Δεν ήθελε; Δεν του έλειπε; Και αν δεν ήξερε τι ήθελε από ‘κείνη, γιατί δεν την άφηνε; Πόσες σκέψεις! Πόσα αναπάντητα ερωτήματα!
Αν ο έρωτας της Ανατολής διχαζόταν για τον Αλέξανδρο, θα τελείωνε. Ήταν το μόνο που της είχε απομείνει. Το ήξερε αυτό! Δε θα ήταν ποτέ φίλος της. Δεν είχε την ανάγκη να τον έχει φίλο της. Δε θα έφτανε ποτέ της να παρακαλάει για την αγάπη του. Αν ήθελε να την δώσει ήξερε πως τον περίμενε. Όταν είσαι χάρισμα και ευλογία με αυτά που προσφέρεις, το να σε κάνει ο άλλος να νιώθεις μοναδική είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει. Κι αν ήθελε να τη δει όπως εκείνη όλες τις στιγμές που ήθελε να τον δει, θα το ζητούσε. Και ίσως εκείνος να μη γύριζε τον κόσμο ανάποδα, αλλά και μόνο η επιθυμία του θα ήταν αρκετή για να την κάνει να φέρει τον δικό της κόσμο άνω κάτω. Για την Ανατολή η στιγμή που ο «Θεός» της θα γινόταν γήινος στα μάτια της, θα ήταν και η στιγμή της απομυθοποίησής του. Και τότε όλα θα είχαν τελειώσει μέσα της. Πόσες σκέψεις! Πόσα αναπάντητα ερωτήματα! Το πρωινό μήνυμα στο τηλέφωνο της, τη βγάζει από τις σκέψεις της. «Καλημέρα. Πώς πέρασες χθες;» Χαμογελά και ετοιμάζεται να του απαντήσει.
Ο έρωτας της Ανατολής και του Αλέξανδρου δεν είχε αιτίες και αφορμές. Δε χωρούσε μικροπρέπειες. Ξέρετε υπάρχουν κι εκείνοι οι έρωτες που δεν έχουν τέλος. Γιατί το τέλος δεν έρχεται στην πράξη, αλλά όταν αποφασίζουμε πως έχει τελειώσει μέσα μας. Και κάθε έρωτας είναι ένα παραμύθι. Το δικό μου, το δικό σας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.