Η μυρωδιά του ιωδίου της θάλασσας κυριαρχούσε παντού κι ο ήλιος έκαιγε τα σώματα των παιδιών που ξεκουραζόντουσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού. Πιτσιρίκια χωρίς ευθύνες, χωρίς καμιά αίσθηση του φόβου. Πλάσματα που ζούσαν μέσα σε ένα δικό τους «τώρα». Μέσα σε ένα «τώρα» που έσφυζε από όνειρα κι ελπίδες. Κι ονειρευόντουσαν κάτω από έναν μπλε ουρανό. Έναν μπλε ουρανό με πολύχρωμες πινελιές από βουκαμβίλιες. Βουκαμβίλιες που έκλεβαν τόσο την παλέτα των χρωμάτων όσο και την παλέτα των αισθήσεων.
Η βαβούρα της σαββατιάτικης αγορά έσπαγε την απόκοσμη ησυχία. «Εδώ τα φρέσκα ψάρια», φωνή πάνω από φωνή κυριαρχούσε, κι ο αγώνας επιβίωσης είχε ήδη αρχίσει. Με τα πράσινά του μάτια έκανε εξωκοινοτικούς έλεγχους στον περίγυρο. Καμένος απ’ τον ήλιο. Σαν να μην ήταν γεννημένος σε νησί. Με απίστευτα λευκό δέρμα. Σαν να μην είχε ξοδέψει μια ζωή αναπνέοντας κάτω απ’ το νερό. Με κατάξανθα μαλλιά, σαν να μην είχε περάσει μια ζωή σε ένα ψαροκάικο. Πέρναγε άλλο ένα βαρετό απόγευμα. Φωνάζοντας για την ποιότητα των ψαριών του, προσπαθώντας να εξασφαλίσει όλο και περισσότερες πωλήσεις.
Σε μια χώρα που πολιορκούταν σοβαρά στην πρωτεύουσα, η καταστροφή ήταν θέμα χρόνου. Αν κι η αντίσταση ήταν δεδομένη. Η πνοή της ελευθερίας κυλά τόσο δυνατά στις φλέβες κάθε νησιώτη, που ο θάνατος μπροστά στην κατοχή φαινόταν λογική λύση. Κι έτσι, ο κάθε φτωχός κι η κάθε “κατώτερη” κοινωνική τάξη έπρεπε να δώσουν έναν παραπάνω αγώνα. Κι ενώ θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει αυτός ο αγώνας, ενώ θα έπρεπε στο μυαλό του να υπολογίζει κάθε δραχμή, αυτός δεν είχε κανένα πλέον ενδιαφέρον για την επιβίωσή του.
Σαν να είχε πουλήσει και την ελευθέρια του. Και σαν το νόμισμα γι’ αυτόν να είχε πλέον μονάχα μία όψη. Κι ουσιαστικά είχε. Γιατί μεγαλύτερη καταδίκη από αυτή του ανεκπλήρωτου έρωτα υπάρχει; Γι’ αυτόν πλέον δεν υπήρχαν πολλές εναλλακτικές –σαν και να υπήρξαν ποτέ;– πέρα του να την παρακολουθεί από μακριά και να αναπολεί αυτές τις λίγες στιγμές που πέρασε μαζί της. Κάτω από το φως του φεγγαριού να την έχει απέναντί του και να της μιλάει. Να μοιράζονται σκέψεις κι όνειρα.
Δεν είναι κάπως ειρωνικά μαγικό; Πώς δυο τόσο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις έχουν τόσα κοινά όνειρα; Πώς ένας ψαράς έχει τον ίδιο γνώμονα στον χάρτη της ζωής μαζί με ένα άτομο μεγαλωμένο με γαλλικά, πιάνο και “καθώς πρέπει” αξίες; Πώς μπορούν δυο τέτοιοι άνθρωποι να χαζεύουν το κύμα και να απολαμβάνουν τον ίδιο ουρανό μαζί; Πλέον αυτό τους είχε απομείνει, ένας κοινός ουρανός. Γιατί, τελικά, δε γίνεται. Κι όταν αυτό το κάτι τους πήρε μια φωτιά, το ξερίζωσαν αυτόματα, το σκότωσαν και το έδιωξαν.
Τα μάτια του είχαν καιρό να πέσουν πάνω της. Απλά κάθε φόρα την έψαχνε όλο και περισσότερο. Κι όσο την είχε χάσει, ενώ ευχόταν ο πόθος του να σβήνει, τη σκεφτόταν όλο και περισσότερο. Κι αυτό που τον βασάνιζε ήταν αν υπάρχει αυτό το αμοιβαίο. Αν την έκαιγε μέσα της. Αν πέρναγε για μια τυχαία βόλτα, μόνο και μόνο για να τον δει, αν τον σκεφτόταν.
Και κάθε βράδυ κατέληγε πως θέλει να πάει να τη βρει. Να ανέβει στα κρυφά απ’ το παράθυρό της και να της φωνάξει πόσο του λείπει. Αλλά κάθε βράδυ έλεγε πως ήταν πλέον καιρός να μπει αυτό το τέλος. Μόνο που πλέον δεν είχε πολλά περιθώρια. Είχε ανακοινωθεί στα ραδιόφωνα η εισβολή και μέρα με τη μέρα ερχόντουσαν πιο κοντά στον πόλεμο. Μέρα με τη μέρα πλησίαζαν σε μια φυλακή. Μια φυλακή όχι μόνο συναισθηματική, αυτή που ίσως κι οικειοθελώς να βάζουμε τον εαυτό μας, εκεί που οι μόνες μας αλυσίδες είναι ο εγωισμός κι ο φόβος.
Μια φυλακή σωματική. Που τα χιλιόμετρα είναι μια αυστηρή καταδίκη. Που όσο κι αν προσπαθείς, δεν μπορείς να φύγεις, που όσο κι αν θέλεις, δεν μπορείς να τρέξεις. Έχεις ένα εμπόδιο να σε βαραίνει, να σε τραβάει πίσω. Κι έτσι σήμερα θα έκανε τα πάντα. Θα έκανε τα πάντα για λίγο απ’ το βλέμμα της. Για να ακούσει τη φωνή της.
Και καθώς ο ήλιος εμπόδιζε την ορατότητά του, καθώς πλέον για τον ίδιο έμοιαζε μονάχα ένα όνειρο, την είδε μπροστά του. Με το σοκολατί της δέρμα. Τα μελί μάτια της. Και τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Μέσα στο πλήθος, να περιπλανιέται χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, λες και δεν είχε γίνει ποτέ τίποτα. Λες και δεν υπήρχε στον χώρο. Και ξεκίνησε να φωνάζει, προσπαθώντας με τη φωνή του να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Και μέσα στις βουκαμβίλιες, την είδε να ξεπροβάλλει. Και το ύφος του αυτομάτως άλλαξε. Την είδε να κρατά σφιχτά το χέρι ενός άλλου. Ίσως ενός κάποιου που έχουν κάποια κοινή αρχή, έναν κοινό γνώμονα. Και δεν κατάφερε να διαβάσει τα μάτια της. Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί αν κρύβεται κάτι αληθινό πίσω απ’ όλο αυτό.
Και μέσα στις φωνές, μέσα στο πλήθος, τα μάτια του έπεσαν πάνω στα δικά της. Τα πράσινα μάτια του, γεμάτα λαχτάρα, συνάντησαν τα γλυκά μελί της. Κι ένιωσε. Ένιωσε τόσο βαθιά, κι ευχήθηκε απλά για την αμοιβαιότητα. Αλλά τώρα δε θα έμενε πλέον στα «αν»…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη