Η παράνοια του πολέμου είναι μυστήριο πράγμα. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, για εξυπηρέτηση σκοπών και συμφερόντων των λίγων, χώρες ολόκληρες κινούνται ενάντια άλλων, με τρόπο γεμάτο μίσος. Κι οι πολίτες παλεύουν για την ελευθερία, παλεύουν για τη ζωή. Κι όχι πάντα τη δική τους, ίσως αυτή να μην έχει πλέον τόση σημασία για αυτούς. Παλεύουν για τη ζωή όσων έχουν αφήσει πίσω. Για εκείνη τη μητέρα που τους μεγάλωσε. Για τον μικρό τους αδερφό, και τους φίλους τους, που κάθε απόγευμα μαζί με τις καλοκαιρινές μυρωδιές από γιασεμί γέμιζαν την πλατεία με φωνές. Για εκείνο το κοριτσάκι που μοίραζε χαμόγελα στην αγορά, καθώς βοηθούσε τον πατέρα του. Για εκείνο το γερασμένο, πλέον, γεμάτο ρυτίδες χαμόγελο που κάποτε τους γέμιζε τα πρωινά.
Κι είναι κάπως αληθινή αυτή η τόσο γνωστή φράση: Εκτιμάμε κάτι μόνο όταν το χάσουμε. Γιατί, πράγματι, ξεκινάμε να αντιλαμβανόμαστε τι θέλουμε να έχουμε, όταν πλέον αυτό το «κάτι» βρίσκεται σε κίνδυνο. Κι η καρδιά ενός ανθρώπου, τελικά, έχει πολλούς λόγους για να παλέψει. Πολλά «κάτι» για τα όποια θέλει να παλέψει. Και για πολλά από αυτά ελπίζει να παραμείνει εν ζωή. Κι ο έρωτας είναι σίγουρα ένα πολύ δυνατό κίνητρο. Πάνω στα σύννεφά του πόσοι αποκοιμηθήκαμε, λες και δε βρισκόμασταν στην καταστροφή;
Ο ιδρώτας κυλούσε στο μαύρο απ’ τη σκόνη πρόσωπό του. Χαμένος μέσα στη χαμηλή βλάστηση, με τα θυμάρια και τους θάμνους. Σερνόταν προσπαθώντας να βρει ένα ασφαλές καταφύγιο, ένα καλό μέρος επίθεσης. Λίγο πιο μπροστά του βρισκόταν ο φίλος του σε αυτό τα ταξίδια. Πόσα βράδια κρυμμένοι μοιραστήκαν μαζί, μιλώντας για τα όνειρά τους;
Στο μυαλό του δεν είχε χάσει μέρα. Τη σκεφτόταν συνέχεια. Τη φωνή της και τον σταθερό της τόνο. Να της μιλάει και να χαμογελάνε ο ένας στον άλλον. Πόσα «Μη φύγεις, ξανά» του είχε πει. Αλλά πάντα έφευγε. Κι άδικο δεν είχε. Το «μαζί» γι’ αυτούς είχε μια γκρίζα χροιά. Κι αν ήταν μαθηματική εξίσωση θα έβγαζε άτοπο. Όχι πως δε θέλανε. Πόσα βράδια την κυνήγαγε στη θάλασσα, μαγεμένος τόσο απ’ τη μορφή της, όσο και από την άλμη της αμμουδιάς, και στο τέλος την κλείδωνε βαθιά στην αγκαλιά του. Και καθόντουσαν εκεί, κάνοντας παρέα στην παλίρροια και γεμίζοντάς τη με τα λόγια σου.
Πόσα πολλά μπορείς να μοιραστείς με ένα άτομο. Άλλοτε με ώρες ατελείωτες γεμάτες κουβέντες κι άλλες φόρες απλά με μεγάλες σιωπές και μάτια που φωνάζουν. Και κάθε φόρα έφευγε. Γιατί κάθε φόρα ένιωθε πως έφτανε όλο και πιο κοντά στον έρωτα. Και, μεταξύ μας, τον φοβόταν τον έρωτα. Όχι πως έφταιγε κιόλας. Ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί κι ήξερε πως σε αυτόν τον αγώνα νικητής δε θα έβγαινε ποτέ. Αλλά εκείνη δεν είχε την ίδια σκέψη μάλλον.
Και κάθε φορά πήγαινε και τον έβρισκε. Του άφηνε ραβασάκια, μπερδεμένα με τα χρήματα στην αγορά. Πέρναγε, δήθεν τυχαία, με τα αέρινα λεύκα της φορέματα, και τον κοίταζε με βλέμμα αθώο και γεμάτο υποσχέσεις. Πάντα γυρνούσε, όσο κι αν την απομάκρυνε. Και τον γέμιζε με χρωματιστές νότες. Αν ήταν λουλούδι αυτή η κοπέλα θα ήταν βουκαμβίλια. Είχε ένα άρωμα από νησί κι από ελευθερία. Και πάντα ένιωθε τη σκέψη της πάνω του. Αλλά πλέον αυτό τον βασάνιζε. Γιατί εκείνη είχε εξαφανιστεί κι όταν αυτός είπε πως θα γυρίσει, ένα καλοκαιρινό βράδυ, η ζωή η ίδια τούς έδιωξε.
Κι έφυγε άλλη μια φόρα. Σύρθηκαν μέχρι να βρούνε καταφύγιο σε μια σπηλιά. Εφόσον φτάσανε στην είσοδο, μετά από ώρες κατάφεραν να ισορροπήσουν στα πόδια τους, και γέλασαν μεταξύ τους με ένα νικητήριο ύφος. Έτρεξαν κι οι δυο κάτω απ’ τους σταλακτίτες για να γευτούν νερό. Αν κι αλατισμένο, τα χείλη τους ήταν τόσο σκασμένα απ’ τη δίψα, που δεν του ένοιαζε. Άφησαν τα βαριά τους σώματα να κυλήσουν στο πάτωμα. Και κοιτάχτηκαν με ύφος γεμάτο μελαγχολία.
«Λες να γέννησε η Μαρία;» τον ρώτησε ο φίλος του.
«Θα γυρίσεις και θα γίνεις ο καλύτερος πατέρας του κόσμου, θα το μεγαλώσουμε και θα του μάθουμε τα πάντα, κι αν είναι κορίτσι, θα της χαρίσει η Μαρία την τσαχπινιά της, που τόσο σου έχει λείψει.»
Ακολούθησαν δυο αγνά χαμόγελα και μια μεγάλη σιωπή.
«Λες να με σκέφτεται;» σχεδόν ψιθύρισε βγάζοντας πολύ πόνο, κατά την ερώτηση.
«Αχ, Σπύρο μου, δεν ξέρω! Νιώθεις τη σκέψη της; Ψέματα να μη σου πω. Θα το ‘θελα να σε αγκαλιάζει με τον νου της. Να μπορούσες κι εσύ κάπως να γεμίσεις την καρδιά σου. Να τη γεμίσεις έρωτα. Αν πάλι δε σε σκέφτεται, όσο και να με στεναχωρεί, σου αξίζει. Δεν την έκλεψες, μαζί με την καρδιά της. Για να τη γεμίσεις και να γεμίσετε. Βλέπεις, ο δειλός πονά ζώντας σε ένα «αν». Ο τολμών, ακόμα κι αν πόνεσε, ξέρει τουλάχιστον πως έζησε.»
Και μέχρι το πρωί ακολούθησε μια ησυχία με μοναχή συνοδεία τις αναπνοές τους. Και ξεκίνησαν νωρίς-νωρίς. Με σκοπό να φτάσουν στον λόφο ψηλά, όπου θα είχαν ορατότητα. Θα έβρισκαν κι άλλους συμμάχους και θα έκαναν επίθεση. Κι όσο σερνόντουσαν με βαριές αναπνοές, ακούστηκε ένας δυνατός πυροβολισμός, μια δυνατή κραυγή, πουλιά ταραγμένα να πετάνε μακριά και μετά η απόλυτη σιωπή…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη