Μυστήριος ο έρωτας. Σαν να ‘ναι εχθρός κι όχι σύμμαχος του ερωτευμένου. Σαν να ‘ναι ο πιο σκληρός τιμωρός. Εκεί που σε πνίγει ο εγωισμός, εκεί που δε θέλεις να τον αφήσεις να ανθίσει, καίει, ολότελα, από μέσα προς τα έξω. Και σε βασανίζει, μέρα με τη νύχτα. Νύχτα με τη μέρα. Ενώ εσύ προσπαθείς, όλο και πιο πολύ να τον κάψεις. Και σαν να συνωμοτεί με το σύμπαν εναντίον σου. Και να σου δίνει κάθε έναυσμα για να ανθίσει αυτό το κάτι που εσύ τάχα δε θέλεις. Σαν να μη φέρνει μόνο την ιδέα αυτού του κάποιου μπροστά σου, αλλά τον ίδιο το κάποιον. Σαν κάθε βήμα σου, κάθε κίνησή σου, να σε οδηγεί σε αυτόν τον κάποιο.
Ενώ όταν θα αποκτήσεις το θάρρος, όταν θα γεμίσεις τα πνευμόνια σου δύναμη και θα πεις «προχωρώ» σαν να καταρρίπτει τα «θέλω» σου. Σαν να σου κάνει ένα απότομο σταμάτημα. Σαν να πατάει φρένο με όλη του τη δύναμη, και να μη σε αφήνει. Να ψιθυρίζει στο σύμπαν «εδώ τον έχουμε» και να ετοιμάζει την καταδίκη σου. Και, μεταξύ μας, μας αξίζει. Τώρα το θυμηθήκαμε; Μάλλον κάπως έτσι σκέφτεται ο έρωτας κι είναι τόσο σκληρός μαζί μας. Και κάνει τα πάντα πλέον για να στρέψει το οτιδήποτε εναντίον μας. Πολεμάει, χτυπώντας μας, σαν να μας δοκιμάζει. Σαν να θέλει να δει, τελικά, πόσο θα πολεμήσουμε γι’ αυτόν τον έρωτα.
Και κάπως έτσι έκανε πολλές σκέψεις. Για το πώς θα τη βρει, για το πώς θα σκαρφάλωνε στο παράθυρό της με δυο κλεμμένα λουλούδια, και θα της μίλαγε. Τι θα της έλεγε. Τον βασάνιζε πολύ αυτό. Δεν ήταν μόνο τα «σ’ αγαπώ» που είχε πνίξει αλλά ένα ολόκληρο κομμάτι του. Γιατί κάπως έτσι είναι ο έρωτας. Θέλουμε να μοιραζόμαστε το «εγώ» μας με αυτό τον κάποιον. Κι ήθελε να μοιραστεί τα όνειρά του μαζί της, εκείνο το βράδυ. Ίσως μια πιο ελκυστική πρόταση απ’ το «έλα να περάσουμε μια βραδιά γεμάτη πάθος» να ‘ναι αυτή του «έλα να περάσουμε μια βραδιά που θα μοιράσουμε τα όνειρά μας». Κι αυτό θα έκανε.
Με ένα σάλτο έκανε τον γύρο της πλατείας, κλέβοντας ένα χρωματιστό κλωνάρι από βουκαμβίλια. Έτρεχε σαν τρελός αφήνοντας τόσο το αεράκι όσο και τα όνειρα να χτυπάνε δυνατά το πρόσωπό του. Μέχρι που έφτασε μπροστά απ’ το σπίτι της. Σκαλισμένο με πέτρα κι ολόλευκο. Πόσο καιρό είχε να βρεθεί μπροστά από αυτό. Για λίγο ένιωσε τον ίδρωτα να κυλάει πάνω του. Αλλά πριν προλάβει να το διπλοσκεφτεί, έβαλε το κλαδί απ’ το κλεμμένο λουλούδι στο στόμα του και ξεκίνησε να σκαρφαλώνει προς το μπαλκόνι της.
Εκείνη σαν άκουσε τα πετραδάκια στο παράθυρό της πετάχτηκε αμέσως. Είχε περάσει βράδια ολόκληρα ξύπνια αναμένοντας αυτόν τον ήχο. Κι απόψε, τώρα που οι ελπίδες της είχαν αρχίσει να σβήνουν, τον άκουσε ξανά. Έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Και τον είδε μπροστά της. Ψηλό, με το λευκό του δέρμα, να κρατάει ένα κλωνάρι με το αγαπημένο της φυτό. Έτοιμος πλέον να αναγγείλει το έρωτά του. Δεν υπήρχαν λέξεις, μονάχα μια μεγάλη σιωπή. Μια μεγάλη σιωπή μέχρι να χωθεί στην αγκαλιά του. Και να ξεκινήσει βουβά να κλαίει.
Με τα γδαρμένα απ’ τη δουλεία χέρια του, έπιασε τα δικά της, και της άφησε το λουλούδι στο χέρι της. Τα μάτια τους, για άλλη μια φορά, βουρκωμένα. Και τα χείλη τους σφράγισαν σε δευτερόλεπτα. Λες και δεν είχε περάσει λεπτό απ’ την τελευταία στιγμή που ο ένας είχε αγγίξει το δέρμα του άλλου. Λες και τα σώματά τους ήταν γεννημένα το ένα για το άλλο. Θυμόντουσαν κάθε λεπτομέρεια, και μάλλον αυτός ο έρωτας δεν είχε σβήσει ποτέ. Και, πράγματι, πέρασαν ένα βράδυ μαζί. Ένα βράδυ που προσπάθησαν να χωρέσουν τα πάντα. Κάθε λεπτομέρεια που είχαν ζήσει ξεχωριστά.
«Μη φύγεις ξανά, Σπύρο» υπήρξαν τα τελευταία λόγια που του ψέλλισε καθώς έτρεχε να φύγει, γιατί η πρώτη ακτίνα είχε κάνει την εμφάνισή της. Και δεν είχε σκοπό. Αλλά, όπως είπαμε, ο έρωτας είναι πολύ σκληρός. Και δε συγχωρεί εύκολα. Και συνωμοτεί με το σύμπαν το ίδιο για να κάνει αυτό το παιχνίδι δύσκολο.
Κι εκείνο το ξημέρωμα οι καμπάνες ξεκίνησαν να βουίζουν σε όλο το χωριό. Οι σειρήνες να ηχούν στα κύτταρα κάθε ανθρώπου. Κι οι πρώτοι κιόλας Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήταν ορατοί. Η έφοδος για την υποταγή της Κρήτης απ’ τους Γερμανούς είχε ξεκινήσει. Κι η Κρήτη δε θα επέτρεπε την υποταγή της. Κάθε άντρας θα έβγαινε να πολεμήσει με ό,τι όπλο κι αν είχε.
Και δεν ξέρω αν το αίμα βράζει πιο δυνατά στο όνομα του έρωτα ή στο όνομα της ελευθερίας, αλλά ο δικός της Σπύρος δε θα δοκίμαζε καμία νότα υποταγής. Κι έτσι θα έμπαινε πρώτος στη μάχη. Με φύλακες το οικογενειακό του όπλο και την ευχή της.
Κι έμεινε εκείνη κλεισμένη και τρομοκρατημένη. Ίσως να μην φοβόταν για τον εαυτό της. Άλλωστε, μια ζωή χωρίς έρωτα τι σημασία είχε; Φοβούμενη μονάχα για το αν θα αγγίξει ξανά αυτά τα χείλη. Για το αν αντικρίσει ξανά αυτά τα μάτια. Και για αν θα ‘χει ξανά την ευκαιρία να μιλήσει…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη