Η Καλλιόπη στάθηκε μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο κι έκλεισε τα μάτια της. Ο αέρας εισχωρούσε μες στο μυαλό της, μα τρόμαζε μ’ αυτά που έβλεπε κι έβγαινε όπως είχε μπει. Ήταν αδύνατον να καθαρίσει τη σκέψη της. Ήταν αδύνατον να καθαρίσει την –μολυσμένη πια– ψυχή της.
Είχαν περάσει έξι μήνες απ’ την ημέρα που συνάντησε τον Ηλία και που, χωρίς κανέναν οίκτο, συνέτριψε την πεποίθησή της πως την αγαπούσε και πως θα άφηνε τη γυναίκα του για να ‘ναι ξανά μαζί της.
Η Καλλιόπη προσβλήθηκε βαθιά ύστερα απ’ την απόρριψή του κι η προσβολή που δέχτηκε, δεν καταλάγιαζε, όπως θα περίμενε κανείς, με το πέρασμα των ημερών. Αντιθέτως, δυνάμωνε κι απλωνόταν μέσα της ολοένα και περισσότερο κυριεύοντας τις αισθήσεις της και κάνοντάς την να μη σκέφτεται τίποτα άλλο, εκτός απ’ το υποτιμητικό ύφος του Ηλία, όταν της έλεγε πως όσα πίστευε δεν ίσχυαν.
Η προσβολή κραταιωνόταν ακόμη πιο πολύ κι απ’ τον φθόνο της Καλλιόπης για τη γυναίκα του Ηλία. «Όχι», μονολογούσε κάθε μέρα το ίδιο βιολί, «Ζήσατε τη ζωή σας μαζί. Δε θα ζήσετε και τον θάνατό σας». Και της φαινόταν όλο και πιο άδικο που της στερούσαν τη δυνατότητα να περάσει έστω και τον θάνατό της με τον άντρα που αγαπούσε.
Φυσικά, της Καλλιόπης δεν της περνούσε απ’ το μυαλό, πως πρώτη αυτή διέπραξε τη φρικτότερη αδικία, κοροϊδεύοντας τόσα χρόνια τον άντρα της πως τον αγαπούσε και μένοντας μαζί του στο χωριό των ενωμένων ψυχών, απλώς και μόνο για να ‘ναι δίπλα σε κάποιον άλλον. Κι ούτε, βέβαια, σκοτιζόταν καθόλου για την ψυχή του, που νόμιζε πως την έκλεισε μια για πάντα στο υπνοδωμάτιο και που, τόσο αδιάντροπα, αρνήθηκε να την συνοδεύσει στον θάνατο.
Όπως και να ‘χει, η προσβολή κι ο φθόνος που αισθανόταν η Καλλιόπη έριξαν φαρμάκι στην καρδιά της και την έκαναν να σκέφτεται άσχημα πράγματα, που, μέσα της, βέβαια, παρουσιάζονταν ως σωστά και πίστευε, μάλιστα, πως είχε κάθε δικαίωμα να προχωρήσει σ’ αυτά και να σκοτώσει τον Ηλία.
«Αρκεί, απλώς, μετά την κηδεία του, να κρύψω τη γυναίκα του στο υπόγειό μου για να μην μπορεί να την βρει στο σπίτι τους, όταν θα επιστρέψει για να την πάρει μαζί του στον θάνατο» σκεφτόταν, καθώς ήταν η μόνη ζωντανή που είχε δει με τα ίδια της τα μάτια και που ήξερε το μυστήριο του θανάτου στο χωριό των ενωμένων ψυχών. «Τότε, θα πάω στο σπίτι τους κι όταν θα εμφανιστεί η σκιά του Ηλία, θα πιάσω το χέρι του και θα τον συνοδεύσω εγώ στον θάνατο» αποφάσισε, τελικά, κι όλη της η ύπαρξη αναθάρρεψε, ύστερα απ’ το σχέδιο που ‘χε μηχανευτεί.
Κι έτσι, λοιπόν, η Καλλιόπη πείστηκε ολότελα πως το σχέδιό της δε θα μπορούσε ν’ αποτύχει κι απόδιωχνε με αποστροφή τις σκέψεις που της υποδείκνυαν πως αυτό που σκεφτόταν, ίσως και να μην μπορούσε να πραγματοποιηθεί, γιατί, ποια ήταν αυτή, που θα μπορούσε να ξεγελάσει –και τόσο εύκολα, μάλιστα– τον θάνατο;
Παρ’ όλα αυτά, ο Ηλίας πέθανε στο αυτοκίνητό του, σε μιαν άκαρπη προσπάθειά του να πατήσει τα φρένα. Στην κηδεία του, η Καλλιόπη υποβάσταζε τη γυναίκα του και σκούπιζε με ψεύτικη τρυφεράδα τα δάκρυα, που ξεχύνονταν δειλά απ’ τα μάτια της.
«Φοβάμαι, Καλλιόπη. Εσύ δε συνόδευσες τον άντρα σου στον θάνατο. Αν έσπασε πραγματικά η κατάρα του χωριού κι αν ούτε εγώ πεθάνω μετά τον Ηλία;» ρωτούσε απαρηγόρητη η Μαρίνα κι η Καλλιόπη την καθησύχαζε, τάχα, λέγοντάς της πως η κατάρα δεν έσπασε, αφού πριν λίγες εβδομάδες ένα άλλο ζευγάρι έφυγε με διαφορά δύο ημερών για τον θάνατο.
«Έλα στο σπίτι μου» της πρότεινε στο τέλος η Καλλιόπη. «Θα σου φτιάξω ένα τσάι να ηρεμήσεις» επέμενε, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά κι η καρδιά της Μαρίνας δεν μπορούσε να μην κατακτηθεί απ’ τη στοργή που της έδειχνε.
Η Καλλιόπη, αφού κατάφερε να πάρει τη Μαρίνα στο σπίτι της, δε δυσκολεύτηκε καθόλου να την πείσει να ξαπλώσει σ’ ένα ντιβάνι, που ‘χε στρωμένο στο υπόγειο και την άφησε εκεί μέσα κλεισμένη, να νιώθει ακόμη ευγνωμοσύνη για τη συμπαράσταση που δεχόταν.
«Δεν ξέρεις πόσο θέλω να βρω ξανά τον Ηλία μου» της είχε εκμυστηρευτεί πρωτύτερα, κάνοντας την Καλλιόπη να εξοργιστεί ακόμη περισσότερο, μα αναγκάζοντάς την, φυσικά, να κρύψει περίτεχνα τον φθόνο της πίσω από άλλο ένα ευπροσήγορο χαμόγελο.
Η Καλλιόπη, λοιπόν, αφού τα ‘χε όλα τακτοποιήσει καταπώς ήθελε, κίνησε για το σπίτι της Μαρίνας και του Ηλία. «Πέθανε πριν δύο μέρες, άρα η ψυχή του σήμερα θα εμφανιστεί» συλλογιζόταν κι επιτάχυνε όλο και περισσότερο το βήμα της, για να φτάσει στο σπίτι του το γρηγορότερο.
Μα εκείνη την ημέρα, αντίθετα με τις υποθέσεις της Καλλιόπης, η σκιά του Ηλία δεν είχε φανεί. Την επόμενη και τρίτη ημέρα απ’ τον θάνατό του, η Καλλιόπη περίμενε, πάλι άδικα, στο σπίτι του. Την τέταρτη ημέρα δεν είχε ακόμη εμφανιστεί η σκιά του νεκρού κι η Καλλιόπη δεν μπορούσε να βαστάξει άλλο την αγωνία της.
Η αμφιβολία, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να της χτυπά όλο και πιο επιτακτικά την πόρτα και στο τέλος κατάφερε να μπει στο μυαλό της: «Λες να βρήκε τη Μαρίνα στο υπόγειό μου;» σκέφτηκε, λοιπόν, έντρομη κι έτρεξε στο σπίτι της.
Όταν κατέβηκε στο υπόγειό της, βρήκε τη Μαρίνα να κείτεται ήδη νεκρή. Χαμογελούσε κι είχε την παλάμη του δεξιού χεριού της σφιγμένη, όπως συνέβαινε με όλους όσοι ακολουθούσαν τους αγαπημένους τους στον θάνατο, στο χωριό των ενωμένων ψυχών. Ο Ηλίας την είχε βρει και θα την έβρισκε όπου κι αν ήταν, κι η Μαρίνα είχε συνοδεύσει τον Ηλία στον θάνατο, όσο η Καλλιόπη τον περίμενε στο σπίτι του.
Η Καλλιόπη έσυρε σπαρακτικά τη φωνή της κι έπεσε κάτω. Χτυπούσε δυνατά τις γροθιές τις στο πάτωμα μέχρι που μάτωσαν τα χέρια της. Όσο πιο πολύ μάτωναν, τα χτυπούσε με ακόμη περισσότερο μένος κι ήταν σαν να ‘θελε να πονέσει το σώμα της, γιατί μόνον έτσι θα ξαλάφρωνε η ψυχή της. Μα, ξαφνικά, μία σκέψη την σταμάτησε.
Σηκώθηκε κι έτρεξε εκεί όπου έτρεχε πάντα, όταν οι παλιές θύμισες έπεφταν σαν βαρύς πέλεκυς και κομμάτιαζαν την καρδιά της στα δύο: Πήγε στο υπνοδωμάτιο, στο ίδιο που είχε κλειστό για εφτά ολόκληρους μήνες και που, μες στην ταραχή της, δεν κατάφερε να σκεφτεί όταν το κλείδωνε πως μια σφραγισμένη πόρτα δε θα μπορούσε να εμποδίσει την ψυχή του Αντώνη να φύγει, αν το ήθελε. Μόνο τότε κατάλαβε πως μπορεί και να μην τον έβρισκε εκεί.
Άνοιξε φοβισμένα την πόρτα, λοιπόν, μα η σκιά του νεκρού συζύγου της καθόταν εκεί μέσα, με σκυμμένο κεφάλι και την περίμενε ακόμη με τεντωμένο το χέρι, εφτά μήνες μετά τον θάνατό του κι ύστερα απ’ όλα όσα άκουσε. «Με περιμένεις ακόμη;» κατάφερε να ψελλίσει άναυδη η Καλλιόπη. «Ακόμη;» επαναλάμβανε κλαίγοντας. «Ακόμη;»
Εκείνη την ώρα, δεν ξέρουμε αν τον αγάπησε, πάντως του άπλωσε το χέρι και τον συνόδευσε στον θάνατο. Κι από τότε, η ευχή-κατάρα του χωριού των ενωμένων ψυχών, δε λειτούργησε ποτέ ξανά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη