-Αμάν βρε Άρη, πόση ώρα έκανες να βρεις το σπίτι; Έχω τρελαθεί να σε περιμένω. Η Κατερίνα έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού της γεμίζοντάς τον με φιλιά.
-Σταμάτα, γκρινιάρα. Μου έλειψες, το ξέρεις;
-Κι εμένα, φάτσα μου. Πεινάω, τι μου έφερες; Άντε, άντε να φάμε και να ξαπλώσουμε, έχω πρωινό ξύπνημα αύριο.
-Ανυπόμονο πλάσμα. Μια ζωή εκμεταλλεύεσαι την αδυναμία μου. Και πώς το ήξερες ότι θα έχω μαζί μου φαγητό;
-Σιγά μη σε άφηνε η μαμά να φύγεις χωρίς προμήθειες.
Μετά το φαγητό έπεσαν κι οι δυο για ύπνο γιατί είχε περάσει η ώρα.
Η Ανθή ξύπνησε απ’ το θόρυβο που έκανε η πόρτα. Μέσα στη ζαλάδα της δεν καταλάβαινε. Νομίζοντας πως κάποιος προσπαθούσε να παραβιάσει την κλειδαριά, μαζεύτηκε πάνω στο κρεβάτι κι ο φόβος την ακινητοποίησε.
Ο σύρτης εμπόδιζε τον «επισκέπτη» να εισβάλλει…
-Ανθή, άνοιξέ μου.
Ήταν δυνατόν; Ο Γιώργος εδώ; Πετάχτηκε απ΄το κρεβάτι σαν να τη χτύπησε ρεύμα. Του άνοιξε κι εκείνος όρμηξε πάνω της κι άρχισε να τη φιλάει, αναζητώντας τη θέρμη της, αναζητώντας το φιλί της, το χάδι της.
-Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Μου είναι αδύνατον. Δεν αντέχω. Στη σκέψη πως δε θα σε ξαναδώ μου κόβεται η ανάσα. Πήρα την πρώτη πτήση κι ήρθα κοντά σου. Έπρεπε να σε είχα σταματήσει χθες.
Την κοιτούσε μέσα στα μάτια κι έδειχνε να εκλιπαρεί για μία της λέξη, για ένα «ναι», για ένα «κι εγώ έτσι νιώθω». Μα η απάντηση ήταν μόνο η σιωπή της. Τον κράτησε απ’ το χέρι και τον οδήγησε μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη της.
-Κράτα με, στάσου δίπλα μου και κοίταξε τα είδωλά μας στο κρύσταλλο. Πες μου τι βλέπεις; Περιέγραψέ μου τι σου μαρτυράει η εικόνα μας.
-Βλέπω δυο ανθρώπους που αγαπιούνται. Δυο ανθρώπους που δεν αντέχουν μακριά ο ένας από τον άλλον. Βλέπω δυο ανθρώπους που τους δένουν πολλά…
Τον διέκοψε απότομα…
-Πάψε. Βλέπεις ότι ξεκινάς λάθος; Ένα ψέμα είμαστε. Μια προχειρότητα, μια υπόθεση κι ένα «αλλά». Αν ίσχυαν όσα λες δε θα έβλεπες δύο ανθρώπους αλλά έναν. Έτσι αισθάνονται όσοι αγαπιούνται αληθινά. Ένα κι ένα να ισούται με μονάδα. Κι αν μας δένουν πολλά, άλλα τόσα μας χωρίζουν. Φύγε και μην ξαναβρεθείς στο δρόμο μου. Δεν αντέχω άλλες αναμονές και δε θέλω να φτάσω να σε μισώ ή να μισώ όσους βρίσκονται στη ζωή σου και δε σε αφήνουν να τη μοιραστείς με μένα. Φύγε. Άσε τα κλειδιά σε παρακαλώ και πήγαινε. Είναι πολύ αργά για εμάς, τελειώσαμε.
Ο Γιώργος δεν πίστευε όσα άκουγε. Ποτέ πριν δεν του είχε ξαναμιλήσει έτσι. Νόμιζε πως ήταν μια ακόμη κρίση. Νόμιζε πως βλέποντάς τον μπροστά της όλα θα άλλαζαν και θ’ άφηναν πίσω τους το χθεσινό αντίο. Όμως δεν έγινε τίποτε από όσα πίστευε, αντιθέτως άκουγε συνεχώς απ’ τα χείλη της ένα φύγε. Αυτά τα χείλη που τον φιλούσαν και δε χόρταιναν και του χαμογελούσαν συνεχώς, τώρα τον έδιωχναν με τόση σκληρότητα.
-Θα χωρίσω. Στο είπα. Δε σου λέω ψέματα. Κάνε λίγη υπομονή, σε παρακαλώ.
-Δε θέλω να χωρίσεις. Δε θέλω να κάνω υπομονή και γενικά δε σε θέλω στη ζωή μου. Φύγε η απόφασή μου είναι οριστική.
-Εντάξει λοιπόν, φεύγω. Όμως να ξέρεις πως δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο. Την τελευταία κουβέντα θα την πω εγώ.
Έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του, αφού πρώτα πέταξε με μανία τα κλειδιά στο πάτωμα. Η Ανθή δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Φοβόταν πως αν έκανε έστω κι ένα βήμα όλα όσα έζησε τα τελευταία λεπτά θα γυρνούσαν επάνω της να την πνίξουν. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος απ’ το ξυπνητήρι του κινητού της. Έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της κανονικότατα, έπρεπε να μάθει μια καινούρια πραγματικότητα, χωρίς την ύπαρξή του στη ζωή της.
Ο Άρης ξύπνησε αρκετά αργά για τα δεδομένα του. Κοίταξε γύρω του κι απ’ την υπερβολική ησυχία κατάλαβε πως σίγουρα ήταν μόνος του στο μικρό διαμέρισμα της αδερφής του. Πήγε στην κουζίνα, αναζητώντας καφέ κι είδε το σημείωμά της πάνω στο ψυγείο.
«Θ’ αργήσω σήμερα στο πανεπιστήμιο. Έχει καφέ στην καφετιέρα αλλά είναι χάλια σε προειδοποιώ. Σου αφήνω ένα χάρτη της πόλης πάνω στο τραπέζι, με σημειωμένα κάποια αξιοθέατα. Πήγαινε όπου θες ή μην πας πουθενά και θα πάμε παρεούλα από αύριο που θα μπορώ κι εγώ. Θα σε πάρω τηλέφωνο. Φιλιά, σ΄αγαπώ.»
Ντύθηκε και με το χάρτη στην τσέπη έφυγε για να βρει έναν καφέ της προκοπής και μετά να χαράξει πορεία ανάλογα με τη διάθεσή του. Καθόταν σ’ ένα καφέ κάπου στην πλατεία των Λιονταριών, όταν ξαφνικά την είδε να περνάει μπροστά του. Νόμιζε πως έκανε λάθος αλλά όσο την κοιτούσε τόσο σιγουρευόταν πως ήταν εκείνη. Χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να την ακολουθεί, αφήνοντας μια μικρή απόσταση ασφαλείας ανάμεσά τους για να μην τον αντιληφθεί. Την είδε να μπαίνει σε μια μικρή αγορά και να καλημερίζει ευγενικά δυο τρεις μαγαζάτορες που μόλις είχαν ανοίξει τα καταστήματά τους. Πίστεψε πως ίσως κάπου εδώ θα εργαζόταν για να τη γνωρίζουν. Όμως η Ανθή συνέχισε την πορεία της, ώσπου κάποια στιγμή μπήκε σ’ ένα κτίριο, το οποίο πλησιάζοντας η ταμπέλα απέξω έγραφε αρχαιολογικό μουσείο. Περίμενε για λίγο. Όταν είδε ότι δεν έβγαινε υπέθεσε πως η εργασία της μάλλον είχε να κάνει με το συγκεκριμένο χώρο. Έβγαλε ένα εισιτήριο στην είσοδο κι αποφάσισε να επισκεφτεί το μουσείο το οποίο ήταν κι απ’ τα αξιοθέατα στο χάρτη της αδερφής του.
Περιπλανιόταν από αίθουσα σε αίθουσα με μοναδικό ενδιαφέρον να τη βρει. Σε μια απ’ τις αίθουσες ήταν ένα γκρουπ από Κινέζους οι οποίοι είχαν περικυκλώσει την ξεναγό τους και την κοιτούσαν μαγεμένοι. Άκουσε τη φωνή της και πλησίασε. Τους χώριζαν μόνο μερικά σώματα, μερικά μέτρα έδαφος. Τα οποία όμως δε φαίνεται να ήταν αρκετά για να μην τον αντιληφθεί. Άλλωστε λόγω ύψους ήταν πολύ λογικό να συμβεί κάτι τέτοιο.
Χωρίς να διακόψει, του χαμογέλασε κοιτώντας τον στα μάτια. Συνέχισε την ξενάγηση, μ’εκείνον να την ακολουθεί πιστά κι αμίλητος. Κάποια στιγμή που οδήγησε το γκρουπ στο καφέ του μουσείου για να ξεκουραστούν, ο Άρης βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει.
-Καλημέρα, Ανθή.
-Καλημέρα, Άρη. Άργησες.
-Τι εννοείς; Σε τι άργησα;
-Λέω, άργησες ν’ αποφασίσεις αν θα μπεις μέσα ή όχι. Πίστεψα πως τελικά θα έφευγες…
Την κοίταξε αποσβολωμένος.
-Πότε το κατάλαβες πως σε ακολουθώ;
-Απ’ την πρώτη στιγμή, όταν πέρασα από το καφέ. Κάνω χρόνια την ίδια διαδρομή ξέρεις κι έχω μάθει ακόμη και τους ήχους που ακούγονται γύρω μου… Τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να συνεχίσω…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη