Σμύρνη, 1914. Ο νεαρός Κωνσταντής γυρίζει κουρασμένος στο σπίτι του. Παρότι η οικογένειά του είναι απ’ τις πιο πλούσιες της περιοχής, δε σταμάτησε να δουλεύει λεπτό. Εργατικός κι υπομονετικός από μικρός, ήταν παράδειγμα για τους υπόλοιπους.
Υπήρξε όμορφο αγοράκι, αλλά κι όσο μεγάλωνε φούντωνε κρυφούς πόθους στις καρδιές των κοριτσιών. Ψηλός και λυγερόκορμος με πράσινα μάτια που μαγνήτιζαν, δεν ήταν λίγες οι φορές που καταλάβαινε να τον στοχεύουν τα αδιάκριτα βλέμματα των γυναικών. Ο πατέρας του είχε ήδη αρχίσει τις πρώτες συζητήσεις για έναν καλό γάμο. Άλλωστε, είχε 20αρίσει πια. «Άντε, γιε μου, τι περιμένεις; Κάνε έναν καλό γάμο, να μου κάνεις κι εμένα ένα εγγόνι» έλεγε και ξανάλεγε με μαράζι.
Ο Κωνσταντής, όμως, δεν άκουγε. Για άλλη καιγόταν. Την Αϊσέ. Τουρκάλα στην καταγωγή, την είχαν στο σπίτι από μικρή και βοηθούσε στις δουλειές. Ήταν-δεν ήταν 17 χρονών. Όμορφη με μαύρα πλούσια μαλλιά και μαύρα μάτια. Δε χόρταινε να την κοιτάζει. Αυτή η κοπέλα τού ξυπνούσε έναν πόθο αλλιώτικο, που καμιά άλλη δεν είχε καταφέρει.
«Άσε με πατέρα, έχω καιρό ακόμα. Δε βλέπεις τι γίνεται; Να μου το θυμηθείς, θα μας διώξουν απ’ το σπίτι μας» προσπαθούσε μάταια να αλλάξει την κουβέντα ο Κωνσταντής. Μα τίποτα. Ο πατέρας του από καιρό του μιλούσε για την κόρη ενός καλού πελάτη.
«Ο κύριος Τσεμπέογλου θα έρθει με τη γυναίκα του και την κόρη του απόψε στη γιορτή. Κοίτα να της ζητήσεις να σου χαρίσει ένα χορό. Είναι καλό και σεβαστικό κορίτσι και σε ηλικία γάμου. Κι ο πατέρας της; Πλούσιος, πολύ πλούσιος. Το μισό Τσεσμέ δικό του. Φαντάζεσαι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας;» έλεγε γεμάτος ενθουσιασμό ο πατέρας κι έτριβε τα χέρια του.
Όλα, όμως, του φαίνονταν σαν φασαρία στα αφτιά του Κωνσταντή. Έγνεψε ένα «γεια» κι έφυγε για το σπίτι. «Αϊσέ, Αϊσέ…» φώναξε, ενώ την έψαχνε με τα μάτια του μέχρι που εμφανίστηκε μπροστά του. Ανάθεμα αυτό το συναίσθημα κάθε φορά που την αντίκριζε. Τα γόνατά του νόμιζε πως θα λυγίσουν. «Θα μου ψήσεις έναν καφέ να τον πιω στο μπαλκονάκι;» της ζήτησε ευγενικά. «Μάλιστα, αφέντη» απάντησε όπως πάντα εκείνη κι αποσύρθηκε στην κουζίνα. Πέταγε η Αϊσέ. Όταν περπατούσε στο σπίτι, έμοιαζε με νεράιδα που χορεύει. Εκείνος τη χάζευε να κινείται σαν αερικό κι ένιωθε την ανάσα του να λιγοστεύει.
Το σούρουπο ήταν η αγαπημένη ώρα του Κωνσταντή, του άρεσε να κάθεται στο μπροστινό μπαλκονάκι. Έπινε τον καφέ του, έπαιζε το κομπολόι του κι έκανε όνειρα. Ας ήξερε μόνο τι σκέφτεται εκείνη. Ποτέ της δεν τον κοίταζε στα μάτια. Πάντα τυπική κι απόμακρη. Αλλά και πάλι, το ένστικτό του δεν τον γελούσε. Καταλάβαινε πάντα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που υπήρχε όταν βρίσκονταν οι δυο τους στο δωμάτιο. Κόντευε να τρελαθεί. Πόσες ώρες, άραγε, ξοδεύει ένας ερωτευμένος για να ονειρεύεται; Και για άλλες πόσες μπορεί να υποφέρει μέσα στις αμφιβολίες που γεννάει το ίδιο το μυαλό του; Πάντα εκεί τον έβρισκε η νύχτα.
Η γλυκιά φωνή της Αϊσέ τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. «Ο καφές σου, αφέντη» είπε και τον άφησε στο τραπεζάκι. Εκείνος, χωρίς να την κοιτάζει, ψέλλισε ένα «ευχαριστώ». Ένα «ευχαριστώ» που δεν ήταν για τον καφέ που του έφτιαξε αλλά για την ίδια την ύπαρξή της, που φώτιζε τις μέρες και τις νύχτες του. Δεν την κοιτούσε ποτέ στα μάτια, φοβόταν πως θα καταλάβαινε ότι έχει γεμίσει τις σκέψεις του κι έχει στοιχειώσει τα όνειρά του. Εκείνη επέστρεψε στις δουλειές της. Ήθελε να ουρλιάξει από καημό. Τον αγαπούσε από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της. Κι αυτός ούτε που την κοίταζε. Κι όμως συχνά αισθανόταν το βλέμμα του να την ακολουθεί. Ζούσε γι’ αυτές τις στιγμές πια.
Ο καιρός ήταν γλυκός. Ο Κωνσταντής δεν μπορούσε να κοιμηθεί και τριγύριζε στον κήπο κάνοντας ένα τσιγάρο. Η σκέψη της Αϊσέ τον ξαγρυπνούσε. Συχνά, νόμιζε ότι την έβλεπε μπροστά του. Έτσι και σήμερα∙ μόνο που αυτή τη φορά ήταν όντως εκείνη. Φορούσε το λευκό της νυχτικό κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό τους. Κανείς δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Απλώς στέκονταν εκεί και παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον.
Τι όμορφη που είναι λουσμένη στο φως του φεγγαριού, συλλογίστηκε ο Κωνσταντής. Έκανε να φύγει, η εικόνα της όμως τον είχε καθηλώσει. Ένιωθε πως είχε παραλύσει. «Δεν πρέπει» σκέφτηκε. Δε θυμάται πώς την πλησίασε. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, παραδόθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήξερε τώρα πια∙ το είδε στα μάτια της, το ένιωσε στο φιλί και το κορμί της. Η Αϊσέ ήταν ολόδική του. Τίποτα δε θα τον σταματούσε. Ο κόσμος όλος θα γινόταν δικός του, αφού είχε εκείνη. Κι ας είχε χάσει η ίδια την αίσθηση του χρόνου. Αυτό που τόσο καιρό απαγόρευε στον εαυτό της και να το σκέφτεται, τώρα το ζούσε. Κάθε τόσο τον κοίταζε στα μάτια. Ήθελε να πειστεί ότι είναι αλήθεια πως τον είχε στην αγκαλιά της.
Κάθε μέρα που περνούσε οι δύο νέοι ερωτεύονταν όλο και περισσότερο. Ζούσαν την απόλυτη ευτυχία. Οι κρυφές τους συναντήσεις έδιναν πνοή στην ύπαρξη και των δύο. «Σ’ αγαπώ, Αϊσέ. Στο υπόσχομαι πως πολύ σύντομα θα σε κάνω γυναίκα μου» της έλεγε και την φιλούσε τρυφερά. Ώσπου μια μέρα, η Αϊσέ έπιασε το χέρι του Κωνσταντή και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που μετά από μήνες τον κοιτούσε με θλίψη.
«Κωνσταντή, εγώ… Να, νομίζω… Ξέρεις, αυτόν τον μήνα δεν…» αδυνατούσε να το ξεστομίσει. Παίρνει το χέρι του και το ακουμπάει στην κοιλιά της. Εκείνος καταλαβαίνει αμέσως τι θέλει να του πει. «Είσαι έγκυος, Αϊσέ μου; Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένο με κάνεις» φώναξε και ξέσπασε σε κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε στον αέρα. Πόσο χάρηκε το κορίτσι, κάτι όμως μέσα της δεν την άφηνε να το απολαύσει.
Όχι, δεν ήταν ήρεμη. Ακόμη έτρεμε ότι θα ξυπνούσε κι όλα αυτά θα ήταν ένα όνειρο. «Αύριο κιόλας θα μιλήσω στον πατέρα μου. Θα παντρευτούμε άμεσα και θα ξεκινήσουμε την οικογένειά μας» είπε ο Κωνσταντής και της έδωσε ένα ζεστό φιλί. Εκείνη τη στιγμή, η Αϊσέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί στο άκουσμα αυτής της φράσης ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Σύντομα, όμως, θα μάθαινε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη