«Γιαγιά μου, σε παρακαλώ, άνοιξε τα μάτια σου. Συγχώρεσέ με. Σε ικετεύω, γύρνα κοντά μας» έλεγε συνέχεια η Ρωξάνη ανάμεσα σε λυγμούς. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι ήρθε η ώρα να αποχωριστεί την αγαπημένη της γιαγιά. Βαθιά μέσα της ένιωθε ένοχη για την κατάσταση της υγείας της. Έβλεπε πόσο στεναχωρημένη ήταν όλο αυτό το διάστημα που είχε σχέση με τον Dinan.
Ο Dinan… Είχε στοιχειώσει το μυαλό της. Δε σήκωνε το ψέμα η Ρωξάνη. Ήταν απόλυτη. Αλλά δεν μπορούσε έτσι απλά να τον βγάλει απ’ την καρδιά της. Πονούσε στη σκέψη του, τα βράδια τον συναντούσε στα όνειρά της. Και μόνο εκεί, για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που κρατούν τα όνειρα στην πραγματικότητα, ήταν ευτυχισμένη.
Εδώ και δέκα μέρες που ο Dinan είχε γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη ήταν σαν φάντασμα. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, πήγαινε στη δουλειά, ολοκλήρωνε διεκπεραιωτικά τα καθήκοντά του και στη συνέχεια επέστρεφε στο σπίτι του. Οι μόνες στιγμές χαράς ήταν με τον μικρό του ανιψιό. Γιος της αδερφής του. Πριν δύο χρόνια έχασε τη ζωή της μαζί με τον άντρα της σε τροχαίο, κι από τότε εκείνος ανέλαβε την ανατροφή του μικρού. Τον αγαπούσε σαν παιδί του.
Δεν πρόλαβε ποτέ να το εξηγήσει στη Ρωξάνη. Ίσως και να φοβήθηκε, ίσως και να παρασύρθηκε τόσο απ’ τον έρωτά του για εκείνη και να μην έβρισκε την κατάλληλη στιγμή να της μιλήσει. Ήταν σοβαρό ζήτημα, που δεν το κουβεντιάζει κάποιος ανάμεσα σε χάδια και φιλιά. Πόσο ανόητος υπήρξε. Πόσο άργησε. Ρίχνει μια δυνατή γροθιά στο μαξιλάρι κι αρπάζει το τηλέφωνο του. Όχι, δε θα έχανε τη Ρωξάνη.
«Πήγαινε, κοριτσάκι μου, να ξεκουραστείς. Να, και η γιαγιά θα κοιμηθεί τώρα. Δέκα μέρες δεν έχεις πάει σπίτι σου» είπε η μητέρα της Ρωξάνης και της έδωσε ένα φιλί στα μαλλιά της. Εδώ και δυο μέρες η γιαγιά είχε ξυπνήσει, δίνοντας σε όλους ελπίδες πως θα βγει γρήγορα απ’ το νοσοκομείο. Η Ρωξάνη σηκώνεται να βάλει το παλτό της, φιλάει το χέρι της γιαγιάς της και γυρίζει να φύγει. Η ασθενική φωνή της γιαγιάς την σταματάει.
«Στάσου, Ρωξάνη μου, έλα εδώ.» Η Ρωξάνη έτρεξε κοντά της και την κοιτούσε στα μάτια. «Άνοιξε εκείνο το βαλιτσάκι. Το είχα πάντα έτοιμο για ώρα ανάγκης. Γέρασα, βλέπεις. Εκεί θα βρεις ένα τετράδιο. Πάρ’ το κι διάβασέ το. Θα σου λυθούν οι απορίες» είπε η γιαγιά.
«Άσ’ τα αυτά τώρα. Κοίτα να γίνεις καλά» είπε γλυκά η Ρωξάνη και της χάιδεψε το κεφάλι.
«Στο ζητώ σαν χάρη. Έλα, πήγαινε. Χρειαζόμαστε κι οι δύο ξεκούραση. Σ’ αγαπώ» επέμεινε η γιαγιά.
Η κοπέλα δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Πήρε το τετράδιο κι έφυγε για το σπίτι της. Πόσο άδειο της φαινόταν πια. Ο Dinan είχε προλάβει μέσα σε τόσο λίγο καιρό να αφήσει το σημάδι του. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο, κάθισε στην αγαπημένη της γωνιά κι πήρε στα χέρια της το τετράδιο της γιαγιάς. Άνοιξε σε μια τυχαία σελίδα:
«Χίος, 01/02/1960. Παντρεύτηκα τον άντρα που αγαπώ όσο κανέναν. Ο πατέρας, όπως πάντα, απών. Ακόμα και στον γάμο μου. Η μάνα έλαμπε από ευτυχία. Ξαφνικά όμως σκοτείνιασε, όταν εκείνη εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού μας. Η Αϊσέ. Είχε μάθει από κοινούς γνωστούς πως ο πατέρας είχε έρθει να ζήσει εδώ, στο νησί, και τόλμησε να έρθει να τον βρει. Τα αδέρφια μου την πέταξαν έξω μόλις ανακάλυψαν την ταυτότητά της. Όμως εγώ δεν άντεξα. Εξαιτίας της δεν πήρα ποτέ αγάπη απ’ τον πατέρα μου. Πήγα έξω και την βρήκα. «Πώς τολμάς να έρχεσαι να χαλάς τη μέρα του γάμου μου;» φώναξα. Εκείνη δεν ήξερε ότι παντρευόμουν, το μόνο που ήθελε ήταν να δει τον πατέρα του παιδιού της. Δεν την άφησα. Δε θα της επέτρεπα να χαλάσει τη ζωή της μάνας μου για δεύτερη φορά. Φεύγοντας μου άφησε τη διεύθυνσή της…».
Η Ρωξάνη είδε τη διεύθυνση που ήταν σημειωμένη στην πίσω σελίδα. Την έλουσε κρύος ιδρώτας. Την ήξερε καλά αυτή τη διεύθυνση. Πίστευε πώς το μυαλό της τής έπαιζε παιχνίδια. Έτρεξε κι έπιασε το σημειωματάριό της που είχε γράψει τη διεύθυνση του Dinan κι απλά επιβεβαίωσε αυτό που είχε σκεφτεί. Ξαφνικά, άρχισαν να τις έρχονται οι σκέψεις σαν χείμαρρος.
Θυμάται καθαρά τον Dinan να μιλάει για την προγιαγιά του, την Αϊσέ. Θυμήθηκε πως τον πείραζε λέγοντάς του πόσο της θύμιζε τον παππού της, τον Κωνσταντή, από μια φωτογραφία του που τον είχε δει νέο στο σπίτι της γιαγιάς της. Θυμήθηκε που για ώρες της έλεγε ο Dinan για την αγάπη που είχαν ως οικογένεια στην Ελλάδα, χάρη στην προγιαγιά του. Αλλά περισσότερο, θυμήθηκε την ταραχή της γιαγιάς της όταν άκουσε το όνομα και της έδωσε πληροφορίες για τον Dinan. Το κουδούνι της πόρτας την ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. Ανοίγει την πόρτα και παγώνει.
Την ίδια στιγμή στο νοσοκομείο, η γιαγιά μιλούσε με τον γιατρό της. «Γερή σαν μωρό είστε, κυρία Ρωξάνη» είπε χαμογελαστά ο γιατρός. «Την έζησα τη ζωή μου εγώ, γιατρέ μου. Εσείς οι νέοι κοιτάξτε να ζήσετε. Να αγαπάς , παλικάρι μου, με όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Και να ‘χεις πάντα κοντά το κορίτσι σου. Γιατί μέρα χωρίς αυτούς που αγαπάμε είναι άδεια μέρα» είπε η γιαγιά.
Ο γιατρός δεν απάντησε, μόνο έφυγε χαμογελώντας. Η γιαγιά Ρωξάνη έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι έβλεπε τον πατέρα της δίπλα στην πολυθρόνα. «Αχ, πατέρα, έχουμε πολλά να πούμε. Σου χρωστάω μια συγγνώμη» είπε κι έκλεισε τα μάτια της.
Η μικρή Ρωξάνη δεν κρατήθηκε όταν άνοιξε την πόρτα. Έπεσε στην αγκαλιά του Dinan κλαίγοντας. «Αγάπη μου, γύρισες. Πες μου ότι δε θα ξαναφύγεις. Δε με νοιάζει τίποτα. Αρκεί να ‘μαστε μαζί» είπε κι έκλεισε την πόρτα. «Ρωξάνη μου, εγώ… Θέλω να σου μιλήσω. Ποτέ δε σε κορόιδεψα. Θέλω να ζήσουμε μαζί».
Η Ρωξάνη συγχώρεσε τον Dinan, αφού της εξήγησε, και το ζευγάρι έμεινε αγκαλιασμένο για ώρες εκείνο το βράδυ. Η κοπέλα χαμογέλασε στη σκέψη πως, έστω κι έτσι, ο Κωνσταντής κατάφερε να ενωθεί με την Αϊσέ του, κάπου εκεί, στους δρόμους της Ανατολής. Χαμένη όπως ήταν στις περιπλανήσεις του νου της, άκουσε τον Dinan να την ρωτάει «Αγάπη μου, σου μυρίζει κάτι σαν κανέλα και γαρίφαλο;», δίνοντάς της ένα φιλί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη