Ο Κωνσταντής ένιωθε πως δεν πατούσε στη γη. Η γυναίκα που αγαπούσε όσο τίποτα ήταν έγκυος στο παιδί του. Πότε του δεν έδωσε σημασία στα κοινωνικά «πρέπει». Σε μια εποχή που οι νέοι παντρεύονταν –κατά κύριο λόγο- αυτούς που ήθελαν οι γονείς τους, ο Κωνσταντής ρίσκαρε για την ευτυχία του. Πήρε στα χέρια του την καρδιά της Αϊσέ και θα την κρατούσε εκεί μέχρι να σβήσει η ανάσα του.
Μπήκε φουριόζος μέσα στο σπίτι και βρήκε τον πάτερα του να πίνει ρακή με τον κύριο Τσεμπέογλου. Οι δύο άντρες συζητούσαν σε εύθυμο τόνο κι έσφιγγαν τα χέρια.
«Καλησπέρα» είπε κάπως βαριεστημένα ο Κωνσταντής.
«Καλώς τον γαμπρό» απάντησε γελώντας ο πατέρας του και κοίταξε συνωμοτικά τον Τσεμπέογλου.
Εκείνη την ώρα, η Αϊσέ έφερνε το δίσκο με τους μεζέδες. Στο άκουσμα της φράσης, ο δίσκος βρέθηκε στο πάτωμα. «Πρόσεξε, βρε κορίτσι μου. Τελευταία μου φαίνεσαι λίγο χλωμή. Βρε, μήπως είσαι άρρωστη; » ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον ο πατέρας του Κωνσταντή. Η Αϊσέ δεν απάντησε τίποτα, παρά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, μάζεψε όπως-όπως τα σπασμένα και, ζητώντας συγγνώμη, έφυγε για την κουζίνα.
Ο Κωνσταντής ένιωθε ανήμπορος να αντιδράσει. Δεν καταλάβαινε την προσφώνηση. Αλλά αν ήθελε να ‘ναι ειλικρινής με τον εαυτό του, μάλλον φοβόταν να παραδεχτεί αυτό που διαδραματιζόταν.
«Κάθισε, Κωνσταντή μου. Ο κύριος Τσεμπέογλου κι εγώ θέλουμε να σου μιλήσουμε. Ξεκίνα εσύ, Αντώνη» έδωσε το λόγο στον Τσεμπέογλου.
«Τι να πω εγώ… Άκου, Κωνσταντή, εγώ ένα κορίτσι το ‘χω. Μοχθήσαμε με τη μάνα της να τη μεγαλώσουμε. αλλά αφού, όπως μου είπε ο πατέρας σου, τη θες για γυναίκα σου, πάρ’ τη. Δε θα μπω εμπόδιο» κατέληξε ο Τσεμπέογλου.
Ο Κωνσταντής άσπρισε. Ο πατέρας του κανόνιζε γάμο με μία γυναίκα που δεν αγαπούσε. Με μία γυναίκα που δεν είχε καν ανταλλάξει πάνω από δύο κουβέντες. Πώς να πλαγιάσει δίπλα σε έναν άγνωστο άνθρωπο; Πώς να της πει δυο τρυφερές κουβέντες, να την κοιτάξει με αγάπη; Πώς να αφήσει πίσω του την Αϊσέ; Όχι, δε θα την άφηνε.
Σηκώνεται απότομα απ’ την πολυθρόνα. « Κύριε Τσεμπέογλου, με όλο το σεβασμό, θα ήθελα να μας αφήσετε μόνους» είπε απόλυτα ο Κωνσταντής και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του πατέρα του. Ο Τσεμπέογλου, παρότι προβληματίστηκε, σεβάστηκε την επιθυμία του κι, αφού χαιρέτισε κάπως διστακτικά, έφυγε. Ο πατέρας του Κωνσταντή μπήκε στο γραφείο έξαλλος.
«Πώς τολμάς να με ρεζιλεύεις στον καλύτερό μου πελάτη; Εγώ κανονίζω να αποκτήσεις μια ζωή που ο καθένας θα ζήλευε κι εσύ την πετάς;» φώναξε.
«Και τι είμαι εγώ, πατέρα; Αντικείμενο; Μάθε ότι αυτός ο γάμος δε θα γίνει. Είμαι ερωτευμένος με άλλη. Με αγαπάει κι εκείνη. Θα την κάνω γυναίκα μου και δεν κάνω πίσω. Είναι έγκυος στο παιδί μου. Άρα δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις για να το αλλάξεις».
Σαν χαστούκια ένιωσε τα λόγια του ο πατέρας του. Το μόνο που ρώτησε ήταν: «Ποια είναι αυτή;».
Ο Κωνσταντής δίστασε. Η ψύχραιμη αντίδραση του πατέρα του τον τάραξε. Αλλά δε δείλιασε. «Η Αϊσέ» απάντησε. Ο πατέρας του κοιτώντας προς την κουζίνα είπε «Μάλιστα. Ένα να θυμάσαι, εμένα κανείς δε με ρεζιλεύει. Ούτε ο ίδιος ο γιος μου» κι έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Για αρκετές μέρες, ο Κωνσταντής ήταν σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι. Η Αϊσέ, που είχε μάθει τα γεγονότα, είχε κλειστεί στο δωμάτιό της, προσποιούμενη την άρρωστη.
Ένα από τα επόμενα πρωινά ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο του Κωνσταντή: «Φεύγεις για Ελλάδα. Είναι όλα κανονισμένα. Μην ψάξεις την Αϊσέ σου. Θα φορτώσει αλλού το παιδί της». Μία-μία έφτυσε τις λέξεις κι έφυγε. Ο Κωνσταντής γύρισε όλη την πόλη. Κανένα ίχνος της Αϊσέ, πουθενά.
Το ίδιο βράδυ, οι άνθρωποι του πατέρα του τον οδήγησαν με τη βία στο καράβι. Μόλις βγήκαν στα ανοιχτά, ο πιο σκληρός από αυτούς τον πέταξε στη θάλασσα, «για να ξεπλύνουμε την ντροπή» είπε. Για ώρες επέπλεε ο Κωνσταντής μέχρι που τον μάζεψε μια βάρκα. Οι άνθρωποι κατευθύνονταν προς τη Χίο. Εκεί έμελλε να ζήσει πια.
Ο Κωνσταντής κλείστηκε στον εαυτό του. Όταν συνήλθε και μπόρεσε να πατήσει πια στα πόδια του, βρήκε δουλειά δίπλα σε ένα μαραγκό στο νησί. Η ζωή του ήταν μόνο σπίτι και δουλειά. Εκτός από ελάχιστες κουβέντες που έλεγε με το αφεντικό του, δε μιλούσε σε κανέναν. Τα βράδια βασανιζόταν από εφιάλτες με την Αϊσέ και το αγέννητο παιδί του. Μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγούσε. Είχε τη φήμη του σκληρού ανθρώπου. «Ποιος ξέρει τι έχει κάνει και κατέληξε εδώ μόνος» ψιθύριζαν οι γείτονες μεταξύ τους, καθώς περνούσε σκυθρωπός μπροστά τους.
Γύρω στα 40, ο Κωνσταντής αρρώστησε βαριά. Η γειτόνισσα τον πόνεσε και του σύστησε ένα κορίτσι για να τον φροντίζει, τη Σοφία. Δέκα μερόνυχτα κανείς τους δεν ξεμύτισε. Όταν συνήλθε ο Κωνσταντής πρόσεξε τη Σοφία. Νοικοκυρά, όμορφη κι υπομονετική. Είχε μεγαλώσει πια, άλλωστε, ήθελε μια γυναίκα για συντροφιά. Ήξερε πως ήταν ορφανή και δεν είχε κανέναν.
«Σοφία, ξέρω ότι είσαι μόνη στη ζωή. Το ίδιο κι εγώ. Αγάπη δεν έχω να σου δώσω, είναι χρόνια που έχω στραγγίξει. Αλλά θα σου προσφέρω ένα σπιτικό και μια οικογένεια, αν το θες κι εσύ» είπε σχεδόν αδιάφορα ο Κωνσταντής ένα πρωί. Τι να απαντούσε η Σοφία που, εδώ και καιρό, έλιωνε σαν κεράκι για χάρη του. Δέχτηκε χωρίς δισταγμό. Ήλπιζε ότι με τον καιρό θα τον μαλάκωνε η αγάπη της και θα ξεχνούσε εκείνη την Αϊσέ που φώναζε στον ύπνο του.
Όμως, τα χρόνια περνούσαν κι ο Κωνσταντής γινόταν μόνο πιο σκληρός. Η Σοφία μαράζωνε. Μόνο τα παιδιά της τής έδιναν ζωή. Είχαν κάνει δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο Γιάννης, ο Βασίλης και το στερνοπούλι της, η Ρωξάνη. Είχε το όνομα της μάνας της που την είχε χάσει από παιδί. Η Ρωξάνη ήταν γλυκό και συμπονετικό παιδί. Όποτε έβλεπε τη μάνα της να κλαίει πήγαινε και την αγκάλιαζε. Θύμωνε με τον πατέρα της. Δεν την ένοιαζε που δεν ένιωσε ποτέ το πατρικό χάδι, αλλά πονούσε να βλέπει τη μάνα της να δακρύζει.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ένα βράδυ, έσφιξε τις γροθιές της κι άφησε τον εαυτό της να κλάψει για τελευταία φορά. Ορκίστηκε πως δε θα ξανακλάψει ποτέ, για κανέναν…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη