Όλα αυτά συνέβησαν ξαφνικά· με έναν τρόπο απρόβλεπτο που μονάχα προβλήματα δημιούργησε. Τα σενάρια που είχε πλάσει στο μυαλό της από καιρό διαλύθηκαν μέσα σε μερικές ώρες – όπως διαλύονταν τα καστράκια από άμμο, που έφτιαχνε μικρή με τον μπαμπά της, καθώς τα κύματα τα παρέσυραν μαζί τους. Αυτή τη φορά η θαλασσοταραχή ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε. Η νηνεμία του μυαλού της χάθηκε και το άγχος της βρισκόταν στο αποκορύφωμά του.
Δεν περίμενε ότι θα ήταν εύκολο. Μέσα της γνώριζε πολύ καλά ότι οι γονείς της δε θα αποδέχονταν εύκολα τη διαφορετικότητά του, ωστόσο ήλπιζε ότι η προσωπικότητά του θα τους έδινε να καταλάβουν τη σοβαρότητα που τον περιέκλειε. Μάλλον αυτά που θεωρούσε λεπτομέρειες μέτρησαν παραπάνω από τη δική της ουσία· μάλλον η τελική εντύπωση που έδωσε, διαμορφώθηκε μονάχα από τα πρακτικά πράγματα, που – προς το παρόν – δεν την απασχολούσαν.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ήρθαν κι οι δυο σε δύσκολη θέση. Εκείνος ένιωσε την απόρριψη· μία απόρριψη που βίωνε σε ολόκληρη τη ζωή του και δεν ήταν διατεθειμένος να της επιτρέψει να εισβάλει για ακόμη μία φορά μέσα του. Εκείνη βρισκόταν σε απόγνωση. Ένιωθε το φόβο να την παραλύει· ένα φόβο που είχε να αισθανθεί χρόνια και της ξυπνούσε μονάχα άσχημα βιώματα. Η απελπισία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα κι η απογοήτευσή τους ήταν εμφανής.
Όταν εκείνος έφυγε τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Τα σχόλια έπεφταν πάνω της βροχή κι εκείνη ένιωθε όλο και πιο αδύναμη μπροστά στην κριτική, που δεν έλεγε να σταματήσει. Τα μάτια της είχαν βαρύνει και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ούτε ο πατέρας της αλλά ούτε και η μητέρα της έμοιαζαν διατεθειμένοι να σταματήσουν. Λες και αυτή η κατάσταση τους προκαλούσε μία ανεξήγητη χαρά· λες και χαίρονταν να τη φέρνουν σε δύσκολη θέση με κάθε ευκαιρία.
Σηκώθηκε, ήπιε λίγο νερό κι έφυγε. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο ουρανός έξω ήταν γεμάτος με όμορφα χρώματα – όμως η ψυχή της ήταν σκοτεινή. Το μαξιλάρι της ήταν βρεγμένο για ώρες, όπως και τα μάτια της. Δεν μπορούσε να αποβάλει τον πόνο που την κυρίευε· ένιωθε εκτεθειμένη μπροστά στους γονείς της και δεν μπορούσε να τους αντικρίσει.
Ήθελε να τρέξει, να φύγει μακρυά, αλλά δεν είχε πού να πάει. Ήταν πεπεισμένη ότι εκείνος δε θα ήθελε να την ξαναδεί· όντας παρορμητική και απερίσκεπτη έβγαλε για ακόμη μία φορά τα δικά της συμπεράσματα. Ωστόσο δεν είχε τη δύναμη να λογομαχήσει ξανά με τους γονείς της. Ένιωθε ότι η καρδιά της έσπαγε κάθε φορά που την υποτιμούσαν – ή κάθε φορά που τον υποτιμούσαν. Δεν ήθελε ούτε καν να σκέφτεται πώς θα αντιδρούσαν αν τους δήλωνε ότι σκόπευε να περάσει ολόκληρη τη ζωή της μαζί του.
Όμως, ήταν η ζωή της· κι εκείνη έμοιαζε σαν να το ξεχνούσε κάθε τόσο. Φοβόταν τόσο μήπως οι γονείς της δεν ενέκριναν τις επιλογές της που προτιμούσε να διαγράψει όσα είχε ζήσει, όσα είχε αισθανθεί κι όσα επρόκειτο να ‘ρθουν για να μην πληγώσει τον εγωισμό τους – για να μην τους αναγκάσει να παραδεχτούν πόσο έξω μπορεί να έπεφταν. Δεν είχε το κουράγιο να υποστηρίξει τις επιλογές της, όμως τις έκανε πριν από καιρό. Κι αυτή τη φορά είχε να σκεφτεί κι έναν ακόμη άνθρωπο τον οποίο μάλιστα αγαπούσε.
Δεν τον κάλεσε· δεν είχε το θάρρος να το κάνει. Δεν είχε το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη που πήρε μία τόσο βιαστική απόφαση, που δεν τον υποστήριξε όταν έπρεπε, που τον ανάγκασε να δεχθεί την υποτίμηση – που ήξερε πόσο πολύ απεχθανόταν. Δεν τον κάλεσε γιατί ένιωθε λίγη δίπλα του· αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να του παρέχει τίποτε πια και πως θα ήταν περισσότερο ευτυχισμένος μακρυά της. Δεν έλαβε υπόψιν της τα θέλω του και άφησε το φόβο της να την καθηλώσει.
Της έστειλε ένα γράμμα· της ζήτησε να τον συναντήσει άμεσα. Περίμενε απάντησή της, έγραφε. Ωστόσο δεν την έλαβε ποτέ γραπτώς. Έκαψε το γράμμα του μαζί με τις αναμνήσεις της και την αγάπη που είχε γεννηθεί μέσα της. Ξερίζωσε από την ψυχή της όλα αυτά που είχε νιώσει και σκόπευε να του δώσει· ξέχασε, όμως, ότι ο καρπός της αγάπης τους υπήρχε στην καρδιά της, την οποία δεν μπορούσε να ξεριζώσει.
Τις νύχτες τον έβλεπε στα όνειρά της. Πλέον είχε μάθει να ξυπνάει με τα μάτια δακρυσμένα και με ένα μόνιμο παράπονο στο βλέμμα – ένα παράπονο που η ίδια επέλεξε να υιοθετήσει. Οι ενέργειές της μετρημένες και οι συζητήσεις με τους γονείς της ακόμη πιο μετρημένες. Ένιωθε σαν να είχε πεθάνει μέσα της κι ο θάνατος την τρόμαζε πολύ. Εκείνος είχε εξαφανιστεί· της είχε υποσχεθεί – στο γράμμα του – ότι αν δεν επικοινωνήσει μαζί του θα εξαφανιστεί μια και καλή απ’ τη ζωή της.
Είχε τηρήσει την υπόσχεσή του. Ζούσε μόνος σε μία μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδος, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Πέρασαν τρεις μήνες και ο ένας δεν είχε νέα του άλλου. Εκείνη τον σκεφτόταν πιο συχνά πλέον απ’ ότι την σκεφτόταν αυτός. Την είχε θάψει μαζί με την χαμένη τους αγάπη. Μονάχα στα ποιήματά του μπορείς να εντοπίσεις στοιχεία της θύμησης της. Ωστόσο κι αυτά ήταν μπερδεμένα – και ενίοτε μονάχα συμβολικά.
Η καρδιά της έβραζε στη σκέψη ότι δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά και το μυαλό της κόντευε να εκραγεί. Τον έφερνε στο μυαλό της ολοένα και συχνότερα μέχρι που η ιδέα ότι θα την εγκαταλείψει διαπαντός της έγινε εμμονή. Σκεφτόταν όλα τα ενδεχόμενα που είχε για τη μετέπειτα ζωή της, ωστόσο κανένα δεν την κάλυπτε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Στις έξι και τέταρτο βρισκόταν στο σταθμό· το τρένο σαν να την περίμενε κι εκείνη γρήγορα επιβιβάστηκε. Μέχρι τις δέκα θα ήταν εκεί. Πήρε κουράγιο μόλις άκουσε τα φουγάρα να ξεφυσούν και την κόρνα να σφυρίζει. Θυμήθηκε τα μάτια του και βυθίστηκε σε ένα ύπνο μαγικό, μέχρι που έφτασε στον προορισμό της…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή