Αυτή τη φορά δεν ήρθε εκείνος από το σπίτι της, όπως συνήθιζε να κάνει σε κάθε τους συνάντηση. Είχαν πει πως θα κάνουν μια νέα αρχή, έπρεπε να γνωριστούν ξανά. Όρισαν το ραντεβού τους σ’ ένα μπαρ–restaurant στο κέντρο της πόλης, έχοντας θέα τη θάλασσα. Φτάνοντας στο μαγαζί, τον είδε να κάθεται ανήσυχος. Το πόδι του τρεμόπαιζε συνεχώς γεμάτο προσμονή. Τον πλησίασε, έχοντας φορέσει το πιο φωτεινό της χαμόγελο. Ανασηκώνοντας το κεφάλι του εκείνη χάθηκε στην ομορφιά των ματιών του. Δειλά-δειλά κι ύστερα πιο θαρραλέα τον αγκάλιασε. Τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά, βοηθώντας κάθε ραγισμένο κομμάτι της καρδιάς του να μπει κι πάλι στη θέση του.
Η βραδιά για εκείνους ήταν μαγική. Με θέα την ηρεμία και τη γαλήνη της θάλασσας, αναλύοντας τα σαράντα κύματα που βίωσε αυτή η σχέση. Τα μάτια τους είχαν δώσει το πράσινο φως για μια νέα σελίδα στην ιστορία τους, την οποία υποδέχτηκαν με αγάπη.
Η νύχτα τους βρήκε αγκαλιασμένους έως το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας. Μια κατάσταση που γι’ αυτούς έγινε συνήθεια με το πέρασμα του χρόνου. Δεν μπορούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον, ώσπου δεν άργησε να μπει στη ζωή τους το κομμάτι της συγκατοίκησης. Ο χρόνος είχε περάσει. Μετρούσαν ήδη έναν χρόνο σχέσης κι αγάπης. Μιας αγάπης δίχως όρια.
Η συμβίωση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ανακάλυψαν ελαττώματα που μέχρι πρότινος ο κάθε ένας είχε μάθει να κρύβει από τον άλλον με μεγάλη μαεστρία. Μικροπροβλήματα τους βασάνιζαν συχνά πυκνά, όμως ποτέ τους δεν το έβαζαν κάτω. Αν κανείς έμπαινε κρυφά στη ζωή τους και παρατηρούσε τη καθημερινότητά τους, ίσως να έλεγε πως όλ’ αυτά που για κάποιους ήταν η αιτία που θα τους απομάκρυναν, για εκείνους ήταν η αιτία για να έρθουν πιο κοντά. Ήταν αξιοζήλευτοι. Συνεπαρμένοι από έναν κόσμο που είχαν εκείνοι δημιουργήσει με σύμμαχο την αγάπη τους. Ήταν ευτυχισμένοι.
Έφτασε κι ο καιρός να μετράνε τρία χρόνια σχέσης. Γυρνώντας σπίτι από τη δουλειά, βρήκε ένα σημείωμά του μαζί μ’ ένα τεράστιο κουτί πάνω στο κρεβάτι τους.
«Αυτό είναι το δώρο σου. Καλό θα ήταν να το αξιοποιήσεις σωστά, σήμερα κιόλας. Σε περιμένω στις εννιά, εκεί όπου τότε είχες έρθει με σκοπό να μείνεις. Για πάντα. Χρόνια μας πολλά.»
Δεν μπορούσε να κρύψει την ευτυχία της. Νόμιζε πως το είχε ξεχάσει, όμως εκείνος τη διέψευσε για ακόμη μία φορά με τον πιο γλυκό τρόπο. Τον πήρε τηλέφωνο, αλλά αντί να τον ακούσει της απάντησε με ένα μήνυμα λέγοντάς της να μην είναι ανυπόμονη και να περιμένει μέχρι το βράδυ. Ξεκίνησε σιγά-σιγά τις ετοιμασίες της, μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Η ώρα είχε πλέον φτάσει. Το τηλέφωνό της χτύπησε. Ήταν εκείνος.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμη, μη με στήσεις.»
«Είμαι πανέτοιμη, ευτυχισμένη κι ανυπομονώ να σε δω.»
«Τότε καλό θα ήταν να κατέβεις κάτω. Θα σε περιμένει ένα ταξί. Έχω συνεννοηθεί μαζί του, θα σε φέρει εκεί που πρέπει. Εγώ θα είμαι ήδη εκεί.»
«Γιατί δεν έρχεσαι εσύ;»
«Νομίζω πως ρωτάς πολλά. Θα τα πούμε από κοντά. Σ’ αγαπάω.»
Κλείνοντας το τηλέφωνο, κατέβηκε κατευθείαν κάτω. Ακριβώς όπως της είχε υποσχεθεί, ένα ταξί βρισκόταν ήδη εκεί περιμένοντάς την. Στη διάρκεια της διαδρομής, σκεφτόταν όλα εκείνα που έχει ζήσει τρία χρόνια τώρα μαζί του. Ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε. Ένιωθε διαφορετική, μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού της που επιτεύχθηκε μέσα από τη στήριξη και την πίστη που εκείνος της πρόσφερε. Τον αγαπούσε. Κάθε μέρα όλο κι περισσότερο. Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του οδηγού.
«Κυρία μου, έχουμε φτάσει στον προορισμό σας.»
«Συγγνώμη, είχα αφαιρεθεί. Δε σας άκουσα. Χρωστάω κάτι;»
«Είναι όλα τακτοποιημένα. Να περάσετε καλά.»
«Σας ευχαριστώ πολύ. Καλό σας βράδυ.»
Πήρε βαθιά ανάσα κι μπήκε μέσα στο εστιατόριο. Στην είσοδο την υποδέχτηκε ένας νεαρός. Ένιωθε πως γνώριζε ποια ήταν, καθώς δε χρειάστηκε να του δώσει πληροφορίες σχετικά με το ποια είναι και ποιον ή τι θα ήθελε εκεί. Την οδήγησε στο τραπέζι τους. Λίγο παραδίπλα υπήρχε μια ορχήστρα, παίζοντας τραγούδια βγαλμένα από άλλη εποχή. Ο Α. ακόμη δεν είχε εμφανισθεί, παρ’ όλο που της είχε υποσχεθεί πως θα την περιμένει. Θεώρησε πως όλο αυτό ήταν ένα ακόμα μέρος της έκπληξης που της είχε ετοιμάσει. Ο σερβιτόρος την πλησίασε, προσφέροντάς της ένα ποτήρι κρασί. Πίνοντας την πρώτη γουλιά από το ποτήρι της, αφέθηκε στη μαγευτική φωνή της τραγουδίστριας, γεμάτη από ευτυχία.
Η ώρα περνούσε, κι ο Α. ακόμη δεν είχε έρθει. Είχε αρχίσει να ανησυχεί για εκείνον. Προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά δεν τα κατάφερε. Παρ’ όλο που το κινητό του χτυπούσε κανονικά, εκείνος ήταν άφαντος. Συναισθήματα αρκετά γνώριμα πλημμύρισαν το μυαλό της, όπως εκείνο το απόγευμα που έμεινε να τον περιμένει αλλά εκείνος πουθενά. Αυτήν τη φορά, ήταν σίγουρη πως δεν ήταν υπεύθυνη εκείνη για την εξαφάνισή του. Κάτι του είχε συμβεί. Ο σερβιτόρος την πλησίασε για ακόμα μία φορά.
«Μήπως θα θέλατε να σας φέρω κάτι ακόμα;»
«Όχι, σ’ ευχαριστώ. Πρέπει να φύγω. Μπορείς να μου φέρεις τον λογαριασμό;»
«Ο κύριος που μιλήσαμε το πρωί έχει τακτοποιήσει τα πάντα. Είμαστε απόλυτα εντάξει.»
«Και πάλι σας ευχαριστώ. Καλό σας βράδυ.»
«Ανυπομονούσε για σήμερα, ήθελε όλα να είναι τέλεια. Ελπίζω όλα να είναι καλά. Καλό σας βράδυ.»
Δεν απάντησε κάτι στα υποστηρικτικά λόγια του. Εξάλλου, αυτά που της είπε τα γνώριζε ήδη. Πλέον, ήταν απολύτως πεπεισμένη πως κάτι σοβαρό του έχει συμβεί. Στο κινητό του δεν μπορούσε να τον βρει. Οι φόβοι και η αγωνία της την είχαν κυριεύσει. Ξεκίνησε να τον ψάχνει με αφετηρία τη δουλειά του.
Αυτό όμως που θα μάθαινε αργότερα, θα τη συγκλόνιζε και θα ανέτρεπε όλα τα σχέδιά της. Για πάντα.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου