Δε θα ξεχάσει ποτέ της εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μοιραία μέρα, με την απρόβλεπτη συνάντηση. Είχε βρεθεί τυχαία στο σωστό μέρος, την πιο λάθος ίσως για εκείνη στιγμή. Βρισκόταν απέναντί του, κοιτώντας με προσήλωση τη κάθε του κίνηση. Ο Α. βρισκόταν αρκετά μακριά της, χαμένος στο δικό του κόσμο. Δεν την είχε παρατηρήσει ακόμη.
Πήρε την πρωτοβουλία να του μιλήσει. Διστάζοντας στην αρχή, καθώς ήταν περικυκλωμένος από μια ντουζίνα κόσμο. Υπέθεσε πως ήταν γνωστοί του και μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να καθησυχάσει την εσωτερική φωνή της που έως τότε την κράταγε λίγα βήματα μακριά του. Φτάνοντας δίπλα του, η αμηχανία και το άγχος την κυρίευσαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε μπροστά του. Εκείνος ύψωσε το βλέμμα του, δεν πίστευε στα μάτια του. Ψέλλισε ένα διστακτικό «γεια» κι έμεινε να την κοιτάει μην μπορώντας ν’ αρθρώσει άλλη λέξη. Το βλέμμα της είχε χαθεί στη λάμψη των μπλε ματιών του. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Για πρώτη φορά ένιωθε πως κάποιος την ποθεί πολύ.
Τη μοναδική επικοινωνία τους διέκοψε η φωνή του φίλου του. Είχε φτάσει η ώρα της αναχώρησης. Υποσχέθηκαν ο ένας τον άλλον πως θα τα πουν ξανά σύντομα κι ύστερα την αποχαιρέτησε με μία αγκαλιά. Κάπως έτσι ήταν το πρώτο τους ραντεβού. Γιατί αυτό ήταν. Ένα ραντεβού που είχε ορίσει η μοίρα για εκείνους προκειμένου να τους φέρει πιο κοντά.
Όλο το βράδυ, δεν είχαν σταματήσει να μιλάνε μέσω μηνυμάτων στο messenger. Όσο μιλούσε μαζί του, τόσο περισσότερο της άρεσε ο χαρακτήρας του. Ακέραιος, γλυκός, με χιούμορ. Η εξωτερική ομορφιά του φωτίστηκε ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που άρχισε να γνωρίζει την υπέροχη εσωτερική πλευρά του. Ύστερα από μία μέρα αδιάκοπης επικοινωνίας, της πρότεινε να συναντηθούν για έναν καφέ. Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ ώστε να του πει το ναι. Το ραντεβού της ορίστηκε την επομένη γύρω στις 6 μ.μ., σ’ ένα ήσυχο καφέ, ιδανικό για εκείνη αφού ήταν το στέκι της κι βρισκόταν στην περιοχή όπου έμενε. Είχε έρθει η ώρα να μεταφέρει το παιχνίδι τους εντός της έδρας της.
Η προσμονή την είχε μετατρέψει σε θεριό. Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω, κοιτούσε συνέχεια το ρολόι της, άνοιγε το κινητό της και βομβάρδιζε με ασταμάτητα τηλεφωνήματα την κολλητή της. Τις σκέψεις της διέκοψε το θυροτηλέφωνό της. Ήταν εκείνος, μόλις είχε φτάσει. Της είχε υποσχεθεί ότι θα περνούσε να την πάρει κι έτσι έγινε. Φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελό της και κατέβηκε κάτω να τον υποδεχτεί. Εκείνος δεν έχασε ευκαιρία, την άρπαξε στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Για κάποιον ήταν πλέον πολύτιμη.
Στο δεύτερό τους ραντεβού, μίλησαν για τα όνειρά τους. Μίλησαν για πρώην έρωτες που τους γονάτισαν ψυχικά. Η μοναδική φορά που εκείνος της μίλησε ανοιχτά, χωρίς να αποφύγει ούτε μία της ερώτηση όπως συνήθιζε να κάνει. Εκείνη, όμως, δεν του είχε πει όλη την αλήθεια. Υπήρχε ένας πρώην έρωτας που ακόμη τη βασάνιζε με την παρουσία του στη ζωή της.
Εκείνο το απόγευμα κύλησε ευχάριστα. Γέλασαν με την καρδιά τους. Ερωτεύτηκαν. Ερωτεύτηκαν τρελά. Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού της, η αλήθεια για τα συναισθήματα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον έλαμπε στα βλέμματά τους. Λέγοντάς του καληνύχτα, εκείνος έχοντας ρίξει όλες τις άμυνές του, την άρπαξε και τη φίλησε. Ένα φιλί γεμάτο πάθος. Την κοίταξε στα μάτια και της υποσχέθηκε πως αύριο θα είναι πάλι εδώ την ίδια ώρα για ένα ακόμα ραντεβού.
Τα πράγματα όμως, δεν έμελλε να γίνουν όπως εκείνοι φανταζόταν. Εκείνος έφυγε κι εκείνη έμεινε να τον χαζεύει μέχρι να χαθεί παντελώς από το οπτικό της πεδίο. Τότε από το πουθενά και χωρίς να το περιμένει, εμφανίστηκε μπροστά της αυτός που ήθελε να εξαφανίσει μία για πάντα από τη ζωή της. Ο πρώην. Γύρισε το βλέμμα της κι έστρεψε το βήμα της προς την είσοδο του σπιτιού της γοργά ελπίζοντας να τον αποφύγει πριν την προλάβει. Μπήκε μπροστά της, διακόπτοντάς την και μην επιτρέποντάς της να τον προσπεράσει. Της ζήτησε εξηγήσεις για το θέαμα που είχε αντικρίσει. Δεν ήθελε να πιστέψει πως εκείνη είχε προχωρήσει. Δεν του άφησε περιθώρια για να εισβάλει ξανά στη ζωή της και ξεκαθάρισε τη θέση της απέναντί του. Το μεταξύ τους είχε τελειώσει και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να γυρίσει κοντά του.
Την επόμενη μέρα, καθώς βγήκε από το σπίτι της τον συνάντησε κι πάλι εκεί. Δεν είχε φύγει όλο το βράδυ. Είχε μείνει μέσα στο αμάξι του και την περίμενε να βγει. Ζήτησε μία δεύτερη ευκαιρία, ή έστω να βρεθούν για έναν καφέ. Ήθελε να της μιλήσει για κάτι σημαντικό. Τη χρειαζόταν δίπλα του, μόνο εκείνη μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήξερε τα πάντα για εκείνον, τόσα χρόνια μαζί του ήξερε τις πιο κρυφές πλευρές του και πάντα στρεφόταν σε εκείνη όταν χρειαζόταν βοήθεια. Σχεδόν τον λυπήθηκε. Δεν ήθελε να του φερθεί άσχημα. Θεώρησε πως μπορούσαν να είναι φίλοι. Τόσο φιλότιμη κι αγαθή ήταν.
Δεν είχαν ορίσει ποτέ τους ημέρα κι ώρα για τη συνάντηση αυτή. Το απόγευμα, αμέσως μετά τη δουλειά της πήγε στο σπίτι της να φάει και να ετοιμαστεί για το επόμενό της ραντεβού με τον Α. Αυτή τη φορά το θυροτηλέφωνο δε χτύπησε, η ώρα που είχαν καθορίσει είχε περάσει. Βγήκε έξω, περίμενε για αρκετή ώρα αλλά δε φάνηκε κανείς. Δε σήκωνε το τηλέφωνό του και δεν απάντησε σε κανένα μήνυμά της παρά τις επίμονες προσπάθειές της. Έδειχνε παντού ενεργός. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, ούτε κι ήθελε να πιστέψει αυτό που η δαιμονική φωνή της τής τόνιζε συνεχώς όλη εκείνη την ώρα.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου