Κάθε που έδυε ο ήλιος και έβγαινε το φεγγάρι, μετάνιωνε την καταραμένη εκείνη απόφαση να φύγει μακριά του. Ήταν μόνη της πλέον, με όσους ανθρώπους και αν περιτριγυριζόταν. Άλλος την ακουμπούσε, άλλος κοιμόταν μαζί της, άλλος άκουγε τα τρελά της όνειρα. Αλλά αυτή δεν είχε μάθει να ζει χωρίς αυτόν. Από την στιγμή που τον βρήκε, βρήκε και τη θέση της σε αυτό τον κόσμο. Ήταν προορισμένη να τον αγαπάει και ήταν τόσο καλή σε αυτό. Από τη στιγμή που αφαίρεσε το σώμα της πάνω από το δικό του, έχασε την ισορροπία της.
«Δεν είμαι αρκετά δυνατή, δεν είμαι υπομονετική, θα μπορούσα να μείνω», ακύρωνε με κάθε τρόπο τον εαυτό της εκτός από εκείνη τη μικρή φωνούλα μέσα της που φώναζε παραπονεμένα «μα δεν ήταν και δεν είναι πουθενά γύρω σου», «δε σε αγάπησε αρκετά». Διχασμός στην καρδιά και στο μυαλό.
Χειρότερο από το να είσαι δεύτερη προτεραιότητα στη ζωή κάποιου, είναι να βάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό σε δεύτερη μοίρα. Την ξέχασε η Ιφιγένεια τη ζωντανή της πλευρά και ζούσε πλέον μέσα στα όνειρά της, εκεί που τον είχε όλο δικό της. Δε ζωγράφιζε πια γι’ αυτόν. Δεν μπορούσε να αποδώσει τίποτα πλέον όπως παλιά. Οι πίνακές της πενθούσαν.
Ο Νικήτας από την άλλη, προχωρούσε με όποιο τρόπο του είχε μείνει. Και άλλη δουλειά και άλλη ζωή, όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνη. «Δε θέλω να τη δω, πονάει πολύ. Δε θέλω να την ψάξω, θα πονέσει ακόμα περισσότερο».
Φυγόπονοι και οι δυο, πώς να στηρίξουν μια τέτοια αγάπη; Οι αγάπες αυτές, φτιάχνονται από τρελούς και ερωτευμένους. Δε σε κάνει η αγάπη αυτό που είσαι, εσύ την κάνεις να λάμψει, να ξεχωρίσει. Όχι με λόγια, με πράξεις. Και όποιος φοβάται σ’ αυτόν τον κόσμο καταλήγει να ζει στη σκοτεινή φυλακή του. Γερό μάθημα και για τους δύο.
Ένα ηχογραφημένο μήνυμα στο κινητό έπαιξε το ρόλο της τελείας που δεν μπήκε ποτέ.
«Είχα την ανάγκη να σου μιλήσω τόσο πολύ, αλλά σε φοβάμαι, την άρνησή σου φοβάμαι περισσότερο από όλα. Φεύγω μακριά, πάω να με βρω αλλού. Ίσως η χιλιομετρική απόσταση με σώσει από πραγματική απόσταση μεταξύ μας». Η Ιφιγένεια λύγισε καθώς ανακοίνωνε δυνατά την καταδίκη του παρελθόντος που με τόσο πάθος, αγάπησε.
Εκείνος άκουσε το μήνυμα, αλλά το μαχαίρι δεν έφτασε πουθενά. Ήταν τόσο άδειος που δεν τον ακούμπησε καν. Η τελεία που με το στανιό ήθελε να μπει, δε θα έμπαινε. Αυτή έβαλε για μια ακόμη φορά την παύλα της αλλά εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Δεν την διευκόλυνε ποτέ, τώρα θα το έκανε; Μετά από αυτό το μήνυμα, ο Νικήτας αρρώστησε σώμα και ψυχή αλλά ως γνωστόν, όταν το στόμα δε μιλάει, το σώμα κλαίει. Αυτή μπορεί να έφυγε μακριά, αλλά αυτός «έφυγε» από όλα όσα ήταν μέχρι εκείνο το καταραμένο μήνυμα.
Οι δυο παραιτημένοι ζούσαν σε άλλους κόσμους πια. Τον μισούσε για τη συμβιβαστική ζωή που της όρισε να ζήσει. Τη μισούσε για όλα όσα δε ήταν αρκετή να ολοκληρώσει.
Η αγάπη που δεν ολοκληρώνεται είναι καταδικασμένη ή να χαθεί στη δύναμη των νέων εμπειριών ή να μετατραπεί σε φάντασμα της κάθε σου στιγμής. Ο Νικήτας και η Ιφιγένεια ήξεραν πολύ καλά από φαντάσματα. Τι άλλο θα μπορούσαν να γίνουν άλλωστε;
Σε μια τυχαία επιστροφή της, η Ιφιγένεια περπατούσε στην παραλία Θεσσαλονίκης με την μικρή της κόρη. Στο χέρι της, η μικρή Μαρίζα κρατούσε το μπλοκ ζωγραφικής της και τις κηρομπογιές της. Δε θα μπορούσε να μην πάρει το χάρισμα της μαμάς της.
Ξαφνικά, οι κηρομπογιές και οι ζωγραφιές της σκορπίζουν στο δρόμο μπροστά στα πόδια τους. Ένα μικρό αγοράκι κάποια χρόνια μεγαλύτερο τρέχει και βοηθάει την μικρή Μαρίζα.
«Θέλεις να ζωγραφίσουμε μαζί;», της λέει ο μικρός, η Ιφιγένεια γελάει και περιμένει την αντίδραση της κόρης της, μιας και φημιζόταν για την ντροπαλή της φύση.
Η μικρή την κοιτάζει ναζιάρικα και άμεσα γυρνάει στο άγνωστο αγόρι και του λέει «πάμε», τραβώντας τον από το χέρι.
Η Ιφιγένεια ανατρίχιασε γιατί οι αναμνήσεις την χτύπησαν βίαια, ενώ μπροστά της εμφανίστηκε ο πατέρας του αγοριού, ο Νικήτας.
Κοιτάχτηκαν σοκαρισμένοι, όλη τους η ζωή πέρασε μέσα από τα μάτια τους, παγωμένα είδωλα σε καθρέφτη που έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Ο χρόνος σταμάτησε γύρω τους και ξαναβρέθηκαν εκεί πίσω, στην πρώτη εκείνη μέρα που έγιναν ένα απέναντι σε όλους τους άλλους. Προς στιγμήν, αφέθηκαν στα βλέμματα, χαϊδεύτηκαν, παραπονέθηκαν, βρήκαν τη θέση που εδώ και καιρό είχαν χάσει. Η πυξίδα βρήκε τον προορισμό της. Βρήκαν το σπίτι που απαρνήθηκαν με βία. Οι δύο άσωτοι βρέθηκαν μπροστά σε ακόμα μία ευκαιρία.
Πριν προλάβει ο πόνος να χαραχτεί στα πρόσωπα τους, να πάρει σάρκα και οστά, οι δυο εκτελεστές της ευτυχίας έσκυψαν τα κεφάλια τους και προσπέρασαν ο ένας τον άλλο. Μία στιγμή ελπίδας θα συντηρούσε άλλα τόσα χρόνια σιωπηλού πένθους.
«Σε μια άλλη ζωή», σκέφτηκαν και οι δύο και η «τελεία» γέλασε χαιρέκακα για άλλη μία φορά.
Υπάρχουν τα πρεζάκια της ευτυχίας, αυτοί που είναι εξαρτημένοι από το κυνήγι της και αυτοί οι λίγοι που όταν τη βρουν έχουν τα κότσια και τη δύναμη να τη γευτούν. Ο Νικήτας και η Ιφιγένεια μπορεί να είχαν μια ιστορία άξια να ειπωθεί, να γραφτεί αλλά συνήθως ό,τι γράφεις είναι αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις.
Σχεδόν μαζί, σχεδόν χωριστά, σχεδόν ιστορία, σχεδόν τελεία.
Ανύπαρκτα υπαρκτοί. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εσείς σίγουρα καλύτερα.
Επιμέλεια Κειμένου Χαράς Βλαχοδήμου: Σοφία Καλπαζίδου