Διαβάστε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Ένας χρόνος γεμάτος απουσία. Ο Νικήτας απογοητευμένος από τις συνέπειες των επιλογών του, το έριξε με τα μούτρα στη δουλειά. Το σανίδι είχε γίνει το πρώτο του σπίτι. Βολεμένος σε όλα όσα αποδέχτηκε ως γραμμένα, αδύναμος να πάει μπροστά ή πίσω.

Η Ιφιγένεια αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο, διέπρεπε ως ζωγράφος. Δεν άγγιζε, δεν επέτρεπε να την αγγίζουν. Οι φίλες της την αποκαλούσαν «φοβική» αλλά αυτή είχε βρει το κρησφύγετό της στην τέχνη. Είχε τρομερή ανάγκη τη μαγεία, την πίστη σε κάτι ιδανικό. Αν κάποιος την παρατηρούσε θα έλεγε πως είχε παραιτηθεί από τους ανθρώπους και υπηρετούσε φανατικά το πινέλο.

Λένε πως όταν θέλεις να κρυφτείς, συνήθως το άλλο σου εγώ προσπαθεί να κρυφτεί στο ίδιο μέρος. Χρειάστηκε μία μονάχα στιγμή. Ένα φεστιβάλ βιβλίου και οι δύο τραγικές φιγούρες ξανασυναντήθηκαν. Πίσω από ένα σωρό βιβλία, η Ιφιγένεια διέκρινε την ατίθαση τούφα του Νικήτα. «Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος ακόμα», σκέφτηκε με κομμένη την ανάσα. Αυτός μάγκωσε. Κανείς δε μίλησε. Φορούσαν και οι δύο ασπρόμαυρα, δε θα το ξεχνούσαν ποτέ αυτό. Έκανε βήματα για να τη χαιρετήσει αλλά λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα. «Άρπαξέ την, μίλησέ της, πρόλαβέ την, μη την αφήσεις, φοβάμαι, δε θέλω μα θέλω», φωνές απεγνωσμένες στο μυαλό του Νικήτα.

«Νικήτας», της συστήθηκε λες και δε τη γνώρισε ποτέ ξανά, του έδωσε το χέρι της χωρίς να απαντήσει. Δεν είχε όνομα ούτε ιστορία εκείνη τη στιγμή. Εκείνο το απόγευμα ξεκίνησε ο Γολγοθάς τους.

Δυο εραστές ξεχασμένοι από τον κόσμο, μ’ ένα χρόνο ζωής. Όσο στερήθηκαν, άλλο τόσο έκλεψαν με το στανιό από τη μοίρα. Κρυμμένοι στο ατελιέ της, ο ένας πάνω στον άλλον, ζούσαν μέσα από τις αγκαλιές τους. Αυτός τα παρατούσε όλα, μαζί και την κοινωνικά αποδεκτή ζωή του για δυο ώρες μέσα στα χρώματά της. Αυτή ξέκλεβε αναπνοές μόνο μαζί του. Τον φρόντιζε, τον άκουγε αλλά το πιο σημαντικό; Όταν ήταν στην αγκαλιά του δεν άκουγε τίποτα άλλο. Όλες οι φωνές στο κεφάλι της, ησύχαζαν. Τον πίστευε περισσότερο και από τον ίδιο της τον εαυτό. Έβλεπε έναν άνθρωπο με λάθη και ήθελε τόσο να τον βοηθήσει να βγει από τον λαβύρινθό του. Αυτός έπαιρνε ενέργεια, δύναμη, ζωή από τις ώρες μαζί της. Ήταν το ναρκωτικό του και γι’ αυτήν, αυτός ήταν η μαστούρα της.

Όταν η Ιφιγένεια έφευγε μακριά του, υπέφερε σαν άρρωστη. Ήταν πια ένα φάντασμα. Δεν εμφανιζόταν στις παρέες της, μιλούσε λίγο, άκουγε ακόμα λιγότερο. Ακόμα και η ζωγραφική την είχε κουράσει πια. Ζούσε μόνο για τη φωνή στο προσκεφάλι της. Άρχισε να ζητάει περισσότερες ώρες, να φάνε πρωινό, να περπατήσουν στην παραλία μαζί, να φωνάξει στον κόσμο πόσο τον αγαπάει. Ήθελε να υπάρξει η αγάπη τους και να βρει τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο.

«Μα πώς μπορεί τόσο μεγάλη αγάπη όσο λες, να χωράει μέσα σε τέσσερις τοίχους; Πώς γίνεται να με αγαπάς τόσο πολύ αλλά να είμαι ένα φάντασμα στη ζωή σου;».

Δυο τρεις φορές προσπάθησαν βίαια να κόψουν επαφή, ο ένας αρρώστησε, ο άλλος βρέθηκε από τροχαίο σε νοσοκομείο και τα όνειρά τους δεν έλεγαν να αφήσουν το ένα το άλλο. Για την Ιφιγένεια πλέον είχε γίνει γνωστό στο  περιβάλλον της. Όλοι την έκριναν, δεν της μιλούσαν, την αντιμετώπιζαν σαν τρίτο πρόσωπο και αυτό την σκότωνε. Έδινε μάχες δημοσίως, μέχρι που έφτασε η στιγμή να φύγει και από το σπίτι της. Την έδιωξαν; Δεν άντεχε άλλο την απογοήτευσή τους; Κανένας δεν ξέρει και δεν έχει καμία σημασία γιατί, η Ιφιγένεια για πρώτη φορά στη ζωή της υπερασπίστηκε κάποιον ή την ιδέα κάποιου με πάθος, αγάπη και αλήθεια. Όσο απομακρυνόταν από τον κόσμο της, τόσο απομακρυνόταν όμως και από την αγκαλιά του.

Ο Νικήτας μπορεί να έδινε σιωπηλές μάχες, διότι κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη της στη ζωή του αλλά ο ρόλος του θύτη τον ζόριζε πολύ. Ό,τι και να έκανε κάποιος θα πληγωνόταν. Είχε τόσο συνηθίσει να πληγώνει τον εαυτό του, που φάνηκε αδύναμος όταν ήρθε ο καιρός να πάρει αποφάσεις. Είχε μετανιώσει για το παρελθόν, το φώναζε στην Ιφιγένεια, την αγάπη του, αλλά αυτή άρχισε να παγώνει και πάλι. Κουραζόταν και ήθελε πράξεις να της κρατήσουν το χέρι.

Την αγάπησε σχεδόν πολύ. Θυσιάστηκε γι’ αυτόν σχεδόν αρκετά. Φτάσανε στο τέλος σχεδόν μαζί. Ή σχεδόν χωριστά. Η διορία που τους έδωσε η μοίρα είχε πια φτάσει. «Αγάπη μου, μονάκριβη, έφυγα από το σπίτι μου», επιτέλους την είχε μπροστά του και μπορούσε να της δώσει κάτι να πιαστεί. «Μπορεί να είναι μικρό βήμα και να μας περιμένει ακόμα πολλή προσπάθεια αλλά το έκανα άγγελε μου, έστω αυτό», συνέχιζε να μονολογεί ο Νικήτας. Αυτή, με θολωμένο βλέμμα ανατρίχιασε. Μέσα σε όλα όσα άκουσε, έμεινε στο «ακόμα πολλή προσπάθεια».

«Νικήτα, φεύγω. Να περιμένω; Πόσο ακόμα; Ποτέ δε θα είναι αρκετά για εμάς. Βλέπεις όταν μαθαίνεις να δίνεσαι και όταν μαθαίνεις να λάμπεις για τον άλλον, η αναμονή ρουφάει μέρα με τη μέρα τη δύναμή σου. Η μοναξιά μου μέσα από την «αγάπη» σου με σκοτώνει. Μπορεί εσύ να αγαπάς ένα φάντασμα, αλλά εγώ δεν με αντέχω άλλο έτσι.» Ίσως το έκανε για να τον δοκιμάσει, ίσως θέλησε να διεκδικηθεί όπως ποτέ δε διεκδικήθηκε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έφυγε πραγματικά, δεν την ξαναείδε από τότε. Άδειασε τόσο απότομα από την φυγή της που πήρε την θέση της και έγινε φάντασμα. Γύρισε στο σπίτι του και στη ζωή που τόσο απεγνωσμένα προσπάθησε ν’ αφήσει στο παρελθόν. Χωρίς εκείνη δεν είχε νόημα.

Κάτι πίνακες έφτασαν στα χέρια του που απεικόνιζαν τον ήλιο, την απουσία, μια τραγική αγάπη και ένα σημείωμα γεμάτο πικρία. «Μ’ έμαθες να με αγαπάω μιας και δεν ήσουν ποτέ εκεί να με αγαπάς εσύ. Με έμαθες να λάμπω, μιας και δε μου χάρισες ποτέ τη λάμψη σου. Με έμαθες να είμαι δυνατή μιας και δεν άπλωσες ποτέ το χέρι σου να με βοηθήσεις να σηκωθώ. Σ’ ευχαριστώ και λυπάμαι που μπέρδεψα τη μορφή σου. Δεν ήσουν ήλιος, δεν ήσουν αγάπη. Ήσουν μάθημα που πόνεσε, πλήγωσε και τελικά με μεταμόρφωσε.

«Τα πάντα ρει», αλλά η ευκαιρία που είχες να πιάσεις τη Σελήνη χάθηκε. Καλή τύχη στη ζωή που επέστρεψες. Καλή η προσπάθεια για παράδεισο, αλλά σαν το βόλεμα δεν έχει»

Ανυπόγραφο όπως κι η ιστορία τους. Δίχως τελεία όπως και το μέλλον τους.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χαράς Βλαχοδήμου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Χαρά Βλαχοδήμου