Ο Χρόνης διάβασε το μήνυμα της Αγάπης κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ύστερα της απάντησε κι άφησε το βιβλίο του στην άκρη. Τώρα πια δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, σκεφτόταν εκείνη. Τι κι αν είχε περάσει καιρός; Τίποτα αρκετά σημαντικό δεν είχε αλλάξει.

«Μακάρι να καταλάβαινες…»

Διάβασε μετά από λίγο η Αγάπη. Αυτό της είπε μονάχα. Μα τα είχε πει όλα. Μέσα σ’ αυτή τη μικρή φράση περικλειόταν όλη η δική του αλήθεια. Η Αγάπη πήγε ν’ απαντήσει αλλά δεν πρόλαβε. Το κινητό της έκλεισε από μπαταρία.

«Φεύγω» είπε ξαφνικά στην παρέα της.

«Πού πας; Κάτσε να πιούμε ένα σφηνάκι.»

«Καν’ τα διπλά. » είπε και σηκώθηκε.

«Έχει να κάνει με τον Χρόνη, έτσι;» ρώτησε η κολλητή της.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά.

«Αγάπη, δεν αξίζει. »

Η Αγάπη, ήπιε γρήγορα τα σφηνάκια και δεν τον υπερασπίστηκε, όπως συνήθιζε. Δεν είχε άλλο κουράγιο απόψε.

«Τα λέμε αύριο» είπε κι έφυγε.

Στο δρόμο για το σπίτι, σκεφτόταν ότι τον έχασε για πάντα. Φθάνοντας ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε με δάκρυα στα μάτια.

Ο Χρόνης πριν ξαπλώσει κοίταξε το κινητό του. Δε βρήκε όμως μήνυμα από την Αγάπη. Κάπως παραξενεύτηκε και λίγο χάρηκε γι’ αυτή τη σιωπή της. Μήπως έχει αρχίσει να καταλαβαίνει, σκέφτηκε. Η αλήθεια όμως ήταν πως εκείνη ήταν απλώς ασύλληπτα στεναχωρημένη.

Εκείνη η νύχτα ήταν καταλυτική για την εξέλιξη της σχέσης τους. Εκείνη τη νύχτα οι ζωές τους χωρίστηκαν ακόμα περισσότερο, λες και κάποιος έκρυψε την αγάπη τους, για να μην καταστραφεί, για να την προστατέψει.

Ο Χρόνης συνέχισε τη σχέση του με τη Σοφία. Ήταν μια σχέση ήρεμη με κατανόηση και ωριμότητα. Η Σοφία ήταν πολύ σταθερή γυναίκα, κάτι που δεν ήταν η Αγάπη. Εκείνου όμως, που τόσο αναζητούσε την ασφάλεια, τώρα που την είχε βρει, κάτι εξακολουθούσε να του λείπει . Όταν επιτέλους, βρήκε τι ήταν, λυτρώθηκε. Του πήρε καιρό. Δεν ήταν αργά.

Όσο για την Αγάπη αποφάσισε να μείνει ελεύθερη και να κλείσει οριστικά τους κύκλους της. Αυτή τη φορά τα κατάφερε. Ξεπέρασε τον χαμό του Άγγελου, ξεπέρασε τον χωρισμό της με τον Χρόνη. Ξεπέρασε τον ανώριμο εαυτό της που μόνο κακό της έκανε, βρήκε το δρόμο της. Έγινε μια γυναίκα δυναμική, ώριμη και δοτική. Δεν ήταν εύκολο. Της πήρε καιρό. Δεν ήταν αργά.

 

Πέντε χρόνια μετά…

 

Ο Χρόνης ήταν σπίτι μαζί με τα δύο παιδιά του, την Ευτυχία και τον μικρό Διαμάντη. Κάθε μέρα, όσο ήταν τρεις τους, χωρίς τη μαμά, συζητούσαν. Συζητούσαν για το σεβασμό, την ισότητα, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη. Τι κι αν τα παιδιά ήταν μικρά; Ο Χρόνης τα είχε κάνει δύο κινητές εγκυκλοπαίδειες, όχι μόνο γιατί εμπλούτιζε τη γνώση τους αλλά κυρίως επειδή τροφοδοτούσε τη σκέψη τους. Ήθελε τα παιδιά τους να μάθουν να σκέφτονται. Πιο πολύ όμως προσπαθούσε να τους μάθει, να είναι καλοσυνάτα, ευγενικά, υπομονετικά, ανεξάρτητα και φιλελεύθερα. Τα φρόντιζε πολύ, τα προστάτευε και τα υπέρ αγαπούσε χωρίς να τα κακομαθαίνει. Είχε βρει τη χρυσή τομή.

Η μαμά πάλι αν και λάτρευε όλο αυτό που έδινε ο Χρόνης στα παιδιά τους, ήταν πιο ανέμελη και παιχνιδιάρα. Έπαιζε με τις ώρες μαζί τους, επιτραπέζια, κυνηγητό, κρυφτό, τους διάβαζε περίεργα παραμύθια κι ό, τι άλλο εκείνα ήθελαν. Τους μάθαινε πολλά πράγματα κι εκείνη, μα διαφορετικά από το μπαμπά τους, όπως να διαβάζουν, να γράφουν. Τους μάθαινε να ζητούν και να δίνουν βοήθεια να ‘ναι δεμένα κι αγαπημένα. Πιο πολύ απ’ όλα όμως ήθελε να είναι χαρούμενα, γι’ αυτό κάθε μα κάθε μέρα έβρισκε τρόπους να τα κάνει να γελούν. Τρελαινόταν ν’ ακούει τον ήχο από το γέλιο τους. Δεν υπήρχε κάτι καλύτερο για ‘κείνη.

Εκείνο το απόγευμα ωστόσο, τα παιδιά είχαν όρεξη για κανάκεμα κι έτσι ρώτησαν τον Χρόνη μια ερώτηση που τους είχε απαντήσει τουλάχιστον 1.000.000 φορές.

«Μπαμπά, γιατί με βαφτίσατε Ευτυχία;» ρώτησε πρώτα η μεγάλη και τα παιχνιδιάρικα ματάκια της, ίδια με της μαμάς της, έλαμψαν.

Ο Χρόνης που δεν μπορούσε να της αντισταθεί, της απάντησε, για ακόμα μια φορά.

«Επειδή καρδούλα μου, όταν ήρθες εσύ, η μαμά κι εγώ νιώσαμε ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο, που δεν είχαμε αισθανθεί ποτέ ξανά. Ανακαλύψαμε την πραγματική ευτυχία. »

«Εγώ είμαι αυτή, μπαμπά μου;» ρώτησε όλο νάζι και σκέρτσο.

«Εσύ!» απάντησε εκείνος χαμογελώντας.

«Κι εμένα γιατί Διαμάντη; Για να το μπερδεύουν όλοι;» είπε κατσουφιασμένος ο μικρός, που είχε κουραστεί να λέει ότι το όνομά του είναι Διαμάντης κι όχι Διαμαντής.

«Γιατί εσύ είσαι το διαμαντάκι μας, όπως εκείνο είναι από τα πιο πολύτιμα πετράδια έτσι κι εσύ είσαι ό, τι πιο μικρό και πολύτιμο έχουμε.»

Κατσούφιασε πάλι ο μικρός, συνέχισε να μην το καταλαβαίνει, μα ένας ήχος διέκοψε τη σκέψη του. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν κλειδιά που γύριζαν στην πόρτα. Μπήκε η Αγάπη.

«Μαμάαα!!» φώναξαν τα παιδιά κι έτρεξαν καταπάνω της.

«Μπουμπουκάκια μου, τι κάνετε;»

Η Αγάπη πλησίασε τον Χρόνη, του έπιασε τα χέρια, έμπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά του και τον φίλησε γλυκά στα χείλη. Μετά πήρε αγκαλιά το μικρό αγοράκι της, η Ευτυχία έκατσε στην αγκαλιά του Χρόνη και τότε τους ρώτησε:

«Τι λέτε εσείς εδώ;»

Πριν όμως προλάβει κάποιος ν’ απαντήσει η Ευτυχία είχε άλλη απορία.

«Μαμά, γιατί κάθε φορά που βλέπεις το μπαμπά του πιάνεις τα χέρια;»

Η Αγάπη γέλασε.

«Έτσι κάνουν οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες που αγαπιούνται.»

«Γιατί;» πετάχτηκε ο μικρός.

«Γιατί τα χέρια μας αγκαλιάζουν, μας χαϊδεύουν, μας προσφέρουν όσα χρειαζόμαστε. Είναι πολύ σημαντικά λοιπόν για την αγάπη μας.»

«Α, θα σου το κάνω κι εγώ αυτό μπαμπά, κάθε μέρα.» είπε η Ευτυχία.

«Μπαμπά, η μαμά έχει το πιο σημαντικό σημείο;» ρώτησε αμέσως ο μικρός.

«Την καρδιά της.» είπε με σταθερή φωνή ο Χρόνης.

«Γιατί;»

«Επειδή μέσα της βρίσκεστε εσείς οι δύο κι εγώ.»

«Υπόσχεστε πως δε θα χωρίσετε ποτέ;» είπε τότε η Ευτυχία.

«Γιατί να χωρίσουμε καρδούλα μου;» ρώτησε ο Χρόνης.

«Γιατί οι μεγάλοι πάντα χωρίζουν.»

«Μην ανησυχείς, δε θα χωρίσουμε.» τη διαβεβαίωσε ο Χρόνης.

Εκείνη έσκασε ένα χαμόγελο και πήγε να παίξει. Την ακολούθησε κι ο αδερφός της.

Ο Χρόνης πήρε αγκαλιά την Αγάπη, μύρισε το άρωμά της και της ψιθύρισε.

«Τα χέρια μου ε;»

Η Αγάπη που ήταν ισόβια ερωτευμένη μαζί του, του έκλεισε πονηρά το μάτι.

«Αν κάποιος άλλος είχε κλέψει την καρδιά μου τι θα έκανες;»

«Τίποτα, αυτό θα σήμαινε πως δεν ήταν ποτέ δική μου.»

«Ήσουν σίγουρος ότι σ’ αγαπάω. »

«Ήμουν. »

«Δε θέλω να σε χάσω ξανά. Θυμάσαι εκείνο το βράδυ ε;»

«Αμυδρά. Για θύμισέ μου!» είπε περιπαιχτικά ο Χρόνης.

«Εκείνο που με βρήκες κάτω από το σπίτι σου τέσσερις ώρες να σε περιμένω σαν την τρελή μέσα στο κρύο; Το ξέχασες ε;»

Τον πλησίασε κι εκείνος χαμογέλασε.

«Ποτέ δε θα το ξεχάσω.»

«Άλλες τόσες θα περίμενα και μέρες και μήνες, για να είμαστε σήμερα εδώ.» είπε κι ήταν σαν να είχε πει όλα τα σ’ αγαπώ του κόσμου.

Ο Χρόνης τη φίλησε. Αυτή δεν ήταν η Αγάπη, ήταν η Αγάπη του. Κι ήτανε για πάντα.

 

 

The end.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου