Η επόμενη μέρα βρήκε τον Χρόνη ψύχραιμο, σηκώθηκε, πήγε στη δουλειά του και συνέχισε τη ζωή του, όπως κάθε μέρα, όχι γιατί αγνοούσε τα συναισθήματά του, μα γιατί ήξερε πώς να τα διαχειρίζεται, πώς να ζει μ’ αυτά με ειρήνη. Δεν είχε ξεχάσει την Αγάπη, την κρατούσε μέσα στη ζέστη καρδιά του, καλά κρυμμένη σαν κάτι πολύτιμο που δεν ήθελε κανείς να του πάρει. Μα και να ήθελε δε θα μπορούσε. Εκείνος δε θα το επέτρεπε. Αυτός ήταν άλλωστε κι ο λόγος που απομακρύνθηκε από εκείνη. Γιατί εκείνη, μόνο εκείνη, είχε τη δύναμη αυτό που αισθάνεται να του το επισκιάζει, να του το φθείρει. Αυτό συμβαίνει άλλωστε, συνήθως, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που δεν είναι στο ίδιο βεληνεκές ωριμότητας.
Ο ένας έχει πλήρη επίγνωση κι έλεγχο της κατάστασης και του εαυτού του κι ο άλλος αναζητά τις ισορροπίες του, ακροβατεί σ’ ένα σκοινί που τέντωσε, αθέλητα, ασυναίσθητα, ο ίδιος, κάποια στιγμή, μετά από πολλά μικρά λάθη ή με ένα μόνο, μεγάλο, βαρύ, ασήκωτο. Κι έτσι το σκοινί έσπασε και τον βρήκε στο πάτωμα να κλαψουρίζει πως χτύπησε και πως ο άλλος τον παράτησε μόνο κι αβοήθητο, αψηφώντας την ολοφάνερη αλήθεια, πως το σκοινί, το τέντωσε ο ίδιος.
Έτσι έκανε κι η Αγάπη, αγνόησε όλα τα προειδοποιητικά σημάδια κι όταν ο Χρόνης της έφυγε, τον κατηγόρησε πως δεν την αγαπά. Εκείνος όμως ήταν ώριμος, ένας άνθρωπος ιδιαίτερος, που όταν πήγε να της αφεθεί εκείνη έκανε ό, τι μπορούσε για να τον αποτρέψει. Τον φόβισε. Τον απομάκρυνε. Του φέρθηκε σαν να ήταν περαστική. Κι ας ήταν αυτό το μοναδικό πράγμα που δεν ήταν αλήθεια, ήταν ταυτόχρονα και το μοναδικό συμπέρασμα που τροφοδοτούσε με τη συμπεριφορά της. Έπρεπε να τον χάσει για να καταλάβει. Ήταν το νεαρό της ηλικίας της, ήταν κι οι προηγούμενες εμπειρίες της που την είχαν μάθει να φέρεται αντιδραστικά κι ανώριμα. Δεν είχε μάθει ακόμα να εμπιστεύεται τους ανθρώπους, να σέβεται τη διαφορετικότητά τους, να αποδέχεται ότι ίσως έχουν μια άλλη οπτική.
Το επόμενο πρωί λοιπόν, η Αγάπη ξύπνησε κάπως μουδιασμένη. Το χθεσινό ραντεβού τους με τον Λευτέρη λειτούργησε καταλυτικά για ‘κείνη. Κοιμήθηκε λέγοντας πως θα δώσει μια ευκαιρία, ξύπνησε αθετώντας το. Είχε αντιληφθεί πως πάντα δρούσε παρορμητικά, πως όσα έλεγε δεν ήταν συγχρονισμένα με όσα έκανε, πως πολύ απλά, δεν ήταν σταθερή. Τώρα λοιπόν είχε ένα δίλημμα να λύσει. Από τη μία στην καρδιά της υπήρχε ο Χρόνης κι από την άλλη το μυαλό της, της έλεγε να προχωρήσει τη ζωή της πλάι σ’ έναν άλλον άνθρωπο, το Λευτέρη. Αυτό ήταν κάτι που την παρακινούσαν σχεδόν όλοι να κάνει. Κανένας όμως δεν ήξερε πραγματικά την αλήθεια, μόνο ο Χρόνης κι εκείνη. Γι’ αυτό και κάνεις δεν μπορούσε να τη συμβουλέψει. Τώρα έπρεπε να ακολουθήσει το ένστικτό της.
Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι της, πλησίασε την κοκκινοσκουφίτσα, την κράτησε στην αγκαλιά της, έκλεισε τα μάτια της και τότε τη στιγμή που ένιωθε ασφαλής, ανεπηρέαστη και χωρίς εγωισμό, σχηματίστηκε η εικόνα που πιο πολύ επιθυμούσε, μα καθόλου δεν έλεγε να παραδεχτεί. Η απόφαση είχε παρθεί κι ήταν από την καρδιά της. Αν κι ο Λευτέρης ήταν ένας άντρας ευχάριστος, ανέμελος, ήρεμος, δεν ήταν για ‘κείνη, κανείς δεν ήταν για’ κείνη όσο υπήρχε ο Χρόνης μέσα της.
Η Αγάπη δεν ήταν κακιά, ήταν δίκαιη, ή έστω προσπαθούσε. Γι’ αυτό δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει έναν άνθρωπο για να ξεπεράσει κάποιον άλλον. Χρειαζόταν κι άλλο χρόνο με τον εαυτό της, με τις φίλες της, την οικογένειά της, με όσα τη γέμιζαν χαρά. Ήθελε να είναι ελεύθερη. Βέβαια είχε κουραστεί να στεναχωριέται τόσο και να ελπίζει πως με έναν τρόπο μαγικό, κάποια στιγμή, ο Χρόνης θα επιστρέψει στη ζωή της. Ήταν αδύνατο αυτό. Δε θα γινόταν.
Είχε επιπλέον αντιληφθεί πως το παρόν τους έμοιαζε με δύο ευθείες παράλληλες χωρίς κανένα σημείο τομής, επαφής. Μια διαπίστωση αληθής και σκληρή συνάμα και για τους δύο. Το μέλλον τους ήταν απρόβλεπτο, μιας κι η ζωή πάντα έχει περισσότερη φαντασία από τους ανθρώπους. Όμως ποτέ δε χωρίζει όσους αγαπιούνται. Αυτό το επιλέγουν οι ίδιοι. Κι ας το αντιλαμβάνονται τη στιγμή που το διαλέγουν.
Τι θα έκανε τώρα λοιπόν η Αγάπη; Πρώτα-πρώτα θα μιλούσε ανοιχτά στο Λευτέρη. Τον πήρε τηλέφωνο λοιπόν κι έδωσαν ραντεβού σε ένα πολύ όμορφο χουχουλιάρικο καφέ, με πολύχρωμους καναπέδες, άκρως αναπαυτικούς κι ωραία απαλή ταξιδιάρικη μουσική. Κάθισαν, παρήγγειλαν τον καφέ τους και τότε η Αγάπη ζήτησε από το Λευτέρη να μη τη διακόψει. Αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή, ξεκίνησε να του εξηγεί την αλήθεια της. Του μίλησε για το παρελθόν της, για το παρόν της και για μέλλον της στο οποίο δε χωρούσε κάποιος, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση που είναι στη ζωή της.
Εκείνος κατάλαβε πως δεν ήταν έτοιμη να επενδύσει συναισθηματικά ούτε σ’ εκείνον ούτε σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Δε θύμωσε καθόλου, αντίθετα εκτίμησε το γεγονός ότι ήταν ειλικρινής, ξεκάθαρη και πως δεν ήθελε να του δώσει φρούδες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. Ήπιαν τον καφέ τους, χαιρετήθηκαν τυπικά κι η Αγάπη επέστρεψε στο σπίτι της, ήρεμη, ανάλαφρη. Ένα κεφάλαιο είχε κλείσει.
Οι μέρες κυλούσαν, οι εβδομάδες διαδέχονταν η μία την άλλη ώσπου ένα βράδυ, σε κοινή παρέα από φίλο που τον ήξερε, η Αγάπη έμαθε τυχαία πως ο Χρόνης είχε γνωρίσει μια καινούρια γυναίκα. Σοφία την έλεγαν. Αυτό ήξερε μόνο. Πράξη πρώτη αυθόρμητη να βάλει τα κλάματα, σκέψη πρώτη αυθόρμητη πως δεν την αγάπησε ποτέ. Κίνηση πρώτη αυθόρμητη να πιάσει το κινητό της και να του στείλει μήνυμα. Το έκανε.
Το μήνυμα βρήκε τον Χρόνη στο σπίτι, να διαβάζει ένα βιβλίο. Έτσι έκανε πάντα για να χαλαρώσει. Ο ήχος του μηνύματος διέκοψε την ηρεμία του.
Εγώ δε μπορώ να είμαι με κανέναν; Εσύ πώς μπορείς;
Λόγια γεμάτα με συναίσθημα γνήσιο που όμως δεν παραδέχονται καμιά ευθύνη. Η Αγάπη πληγώθηκε που ο Χρόνης είχε γνωρίσει κάποια άλλη γυναίκα και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να προσπαθήσει να τον στεναχωρήσει κι εκείνον. Η δική της επιθυμία να είναι μαζί του την είχε κάνει να πέσει σε ακόμα ένα λάθος. Ένα λάθος που τελικά την απομάκρυνε κι άλλο από τον Χρόνη. Γι’ ακόμα μια φορά, φάνηκε πως δεν είχε καταλάβει. Εκείνη παρουσιαζόταν ως θύμα κι ο Χρόνης σαν ένας άκαρδος άντρας.
Δεν ήταν.
To be continued…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου