-«Ναι, ποιος είναι;»
-«Ελένη, τι ποιος είναι; Κλαις;»
-«Όχι, όλα καλά, Ντίνα. Γιατί με παίρνεις τόσο πρωί, έγινε κάτι;»
-«Να δω πώς είσαι ήθελα».
-«Όλα καλά, άπλα κοιμάμαι τώρα, θα σε πάρω μετά».
Όλα καλά της είπε ξέροντας πως η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη. Κι ούτε θα κοιμόταν πια, ο ύπνος δεν είχε θέση για την Ελένη μετά από αυτήν την ανάμνηση.
Έτσι, με ένα «ναι», με μια ξερή κατάφαση τα δεδομένα της άλλαξαν -κι όσο αβάσταχτο ήταν για εκείνη τότε, άλλο τόσο είναι και τώρα.
Δεν μπόρεσε να δεχτεί πολλά πράγματα που ακολούθησαν από τότε, άλλα ίσως αυτό που την πονάει περισσότερο είναι αυτό το «ναι», που καθόρισε κι άλλαξε εντελώς την πορεία μια καλοσχεδιασμένης πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που δεν ήταν ποτέ ξανά ίδια μετά από ‘κείνη τη μέρα.
Βγάζει το μπρίκι απ’ το συρτάρι και ξεκινάει την καθιερωμένη διαδικασία για να φτιάξει καφέ. Όμως, το σπίτι περιέχει ακόμα μια σημαντική ανάμνηση κι αφού το ταξίδι προς το παρελθόν έχει ξεκινήσει, η επόμενη ανάμνηση είναι αναπόφευκτη καλεσμένη κι όσο και να προσπαθεί να την απωθήσει, παγώνει κοιτώντας τον καναπέ που βρίσκεται απέναντί της και την εικόνα να ζωντανεύει.
Επιστροφή στο παρελθόν.
Μετά από αυτά τα μηνύματα πέρασαν πέντε βασανιστικές μέρες μέχρι η Ελένη να επιστρέψει στην Αθήνα. Οι μέρες έφυγαν με ελάχιστο ύπνο και φαγητό, πολλά «γιατί» κι αλλά τόσο κλάμα, αλλά όπως και να ‘χει, έφυγαν. Ο Γιώργος της είχε ζητήσει χρόνο για να σκεφτεί κι η Ελένη απορούσε πώς γίνεται να βάζεις σε διάλειμμα την αγάπη.
Καθισμένη στον καναπέ με έναν καφέ στο χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, περίμενε το κουδούνι να χτυπήσει και μετά από κάποια λεπτά που έμοιαζαν με αιώνα, ο Γιώργος ήταν εκεί και στεκόταν στο κατώφλι. Αλλιώς είχε ονειρευτεί η Ελένη τη φορά που θα τον έβλεπε ξανά, όμως, περιορίστηκε σε ένα μουδιασμένο «γεια».
Ο Γιώργος μπήκε διστακτικά μέσα στο σπίτι, έκατσε στον καναπέ σαν να ήταν χώρος ξένος πια για εκείνον κι η Ελένη στάθηκε απέναντί του κοιτώντας τον χωρίς να πει κουβέντα. Αυτή η σιωπή συνεχίστηκε για λίγα λεπτά ακόμα μέχρι που ο Γιώργος αποφάσισε να τη σπάσει με ένα «Λοιπόν…».
«Ξέρω πως αυτά που θα ακούσεις τώρα θα με κάνουν να πέσω πολύ στα μάτια σου κι ίσως μου αξίζει. Αλλά αυτήν είναι η αλήθεια μου και στην οφείλω. Στις διακοπές γνώρισα μια κοπέλα».
Δεν ήταν κάτι που δε φανταζόταν ούτε κάτι για το οποίο δεν την είχαν προετοιμάσει οι γύρω της, αλλά σίγουρα δεν ήταν κάτι που ήθελε να ακούσει ή ακόμα χειρότερα κάτι το οποίο περίμενε πως θα συνέβαινε. Έμεινε να τον κοιτάει παγωμένη κι εκείνος να περιμένει μια αντίδραση, ένα ξέσπασμα, μια ερώτηση τουλάχιστον. Κάτι να αποδείκνυε πως η Ελένη κατάλαβε τι ακριβώς της είπε, όμως εκείνη παγωμένη, κενή.
-«Ελένη;», της λέει διστακτικά.
-«Συνέχισε», του απαντάει ψυχρά.
-«Δεν περίμενα πως θα συμβεί».
-«Τι ακριβώς δεν περίμενες να συμβεί;». του απαντάει καθώς πια αρχίζει να συνειδητοποιεί τα λόγια του.
-«Να την ερωτευτώ».
Μέσα της σπαράζει τόσο πολύ, θέλει όλα αυτά να είναι ένα κακό όνειρο, αλλά δεν πρέπει να του το δείξει. Είναι περήφανη πολύ για να πληγώσει κι άλλο τον εγωισμό της παρακαλώντας τον να μείνει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, πιάνει το χερούλι της πόρτας, δε θέλει να την ανοίξει, δε θέλει να πει τα παρακάτω λόγια, άλλα δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Τα περιθώρια μέσα της έχουν στενέψει και κάθε μηχανισμός αυτοσυγκράτησης είναι έτοιμος να σπάσει. Ανοίγει την πόρτα… «Οπότε δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Νομίζω πως είναι πολύ ξεκάθαρο πως έχουμε τελειώσει. Σ’ ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σου, αλλά θέλω να μείνω μόνη μου».
Και μαζί με εκείνον που έφευγε εκείνη τη στιγμή, έφευγε κι ένα κομμάτι της που είχε προσεκτικά φυλάξει για εκείνον.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη