Μέσα Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη ένα χρόνο μετά τις πανελλήνιες. Η Λένα και η παρέα της είχανε ξεμείνει εκείνο το σαββατοκύριακο στη πόλη. Για να μη ξεφύγουν από το πρόγραμμά τους, δώσανε ραντεβού στο συνηθισμένο μέρος, τη συνηθισμένη ώρα, στο τραπέζι  το γνωστό. Χρόνια πηγαίνανε σε εκείνο το μαγαζί. Κάθε σαββατοκύριακο εκεί. Κι όμως. Δεν τον είχε προσέξει, μέχρι εκείνο το βράδυ.

Εκείνο το βράδυ, είχε ρεπό ο γνωστός σερβιτόρος και τον αντικατέστησε ένας καινούριος. Καινούργιος για τη Λένα, παλιός για τους υπολοίπους. Προτίμησε να παραγγείλει ένα χυμό εκείνο το βράδυ.

«Δεν πίνεις ρετσίνα σήμερα;»

«Πώς ξέρεις τι πίνω;»

Για απάντηση πήρε απλά ένα χαμόγελο κι ένα βλέμμα καρφωμένο στα μάτια της. Η ώρα περνούσε γρήγορα. Το μαγαζί γέμιζε και άδειαζε, άδειαζε και γέμιζε. Εκείνος πηγαινοερχόταν από τραπέζι σε τραπέζι με τον δίσκο. Τα παιχνίδια με τα μάτια έδιναν κι έπαιρναν αμφίδρομα.

Κάποια στιγμή, όταν άρχισε να σπάει λίγο ο κόσμος, πλησίασε το τραπέζι που καθόταν η Λένα μαζί με το ποτήρι του στο χέρι. Έκατσε με άνεση, με οικειότητα, σαν να ‘χε προβάρει τα βήματα και τις λέξεις του καιρό πριν.

«Αλέξανδρος»

«Λένα».

Αμηχανία για λίγα λεπτά και διστακτικά χαμόγελα να σκάνε το ένα πίσω από το άλλο. Η παρέα της Λένας παραξενεύτηκε, αλλά ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένοι που δεν τους ένοιαζε και πολύ. Η Λένα στο κέντρο του τραπεζιού μαζί με τον άγνωστο.

«Τελικά δε μου είπες»

«Πώς ξέρω τι ποτό πίνεις όταν έρχεσαι εδώ;»

«Ναι».

«Έρχεσαι εδώ περίπου δύο χρόνια. Κατά τις εννιά συνήθως και κάθεσαι σε αυτό εδώ το τραπέζι.»

Το μάτια του καρφωμένα στα δικά της και το χέρι του να χαϊδεύει μηχανικά το μαρμάρινο τραπέζι. Τον φωνάζουν για παραγγελία, βρίσκει τον τρόπο να γλυτώσει για λίγο τις αμήχανες συζητήσεις.

«Μα πώς, όμως..», επιμένει η Λένα με το που γυρνάει.

«Σε πρόσεξα.» Την διέκοψε. «Από την πρώτη στιγμή που πέρασες από μπροστά μου πριν μήνες.»

Η Λένα τα έχασε. «Εγώ δε σε είχα προσέξει μέχρι τώρα.» Βγήκαν αυθόρμητα οι λέξεις κι ας αγχωνόταν μήπως τον πρόσβαλλε άθελά της.

Ο Αλέξανδρος, σαν να ένιωσε την αναπνοή της να σταματά, αντί να σηκωθεί να φύγει ή να πετάξει καμιά εξυπνάδα σήκωσε το κεφάλι του, έγειρε προς το μέρος της και την καθησύχασε με τακτ.

«Δεν πειράζει. Φτάνει που με πρόσεξες τώρα.»

Αυτό ήταν! Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι η περίπτωσή του θα ήταν διαφορετική για τα δεδομένα της. Μόλις γνωρίστηκε με έναν άντρα που θα τη στιγμάτιζε για καιρό. Έναν άντρα που θα της κατέρριπτε όλους του μύθους και όλα τα συναισθήματα που είχε νιώσει μέχρι τώρα. Δε θα μπορούσε, ούτε θα ήθελε να παίξει μαζί του.

Απ’ τα μεγάφωνα ν’ ακούγονται τα «Δίδυμα Φεγγάρια». Κοίτα να δεις η ειρωνεία της τύχης. Όσο ο ένας περίμενε πώς και πώς την επόμενη λέξη του άλλου, τους συνόδευε ένας στίχος που θα ‘βρισκαν μπροστά τους πολλές φορές ακόμα στο μέλλον, «πώς να γλιτώσει μάτια μου ο ένας απ’ τον άλλον»

Και το ένιωσαν κι οι δυο. Ήταν η τότε ή ποτέ.

Eπιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Λάμδα Βήτα