Η Λένα κάθε Σάββατο ήταν εκεί. Κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί, ο Αλέξανδρος της έλεγε καλησπέρα συνοδευόμενη από μια μικρή υπόκλιση.
Δεν είχε μιλήσει στην παρέα της για τα συναισθήματά της για εκείνον. Αλλά τα μάτια της δε λέγανε ψέματα. Τον κοιτούσε με θαυμασμό, με έκσταση, με πονηριά και με πάθος. Αμοιβαίες οι ματιές και τα κρυφογελάκια.
Περίπου δυο μήνες κράτησαν τα βλέμματα. Δεν είχαν μιλήσει για τίποτα ουσιαστικό. Ούτε αριθμούς δεν είχαν ανταλλάξει. Δε χρειαζόταν να μιλήσουν. Είχαν αυτό που θέλουν όλοι: Μιλούσαν με ματιές. Ακόμη κι όταν δε δούλευε, ο Αλέξανδρος πάντα ήταν εκεί το Σάββατο. Λες και δίνανε ραντεβού.
Ένα Σάββατο βράδυ τέλη Σεπτέμβρη, η Λένα πιστή στο ραντεβού της, αλλά ο Αλέξανδρος πουθενά. Κάθισαν με την παρέα στο γνωστό τραπέζι, αλλά το μυαλό της Λένας, ήταν σε εκείνον. «Πού να είναι; Γιατί δεν έρχεται;»
Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη συζήτηση με μια φρεσκοχωρισμένη φίλη της, αλλά δεν τα κατάφερνε.
Κάποια στιγμή, σηκώθηκε να πάει στη τουαλέτα. Ήταν αποφασισμένη να φύγει. Έλειπε εκείνος από το μαγαζί κι ένιωθε ότι δεν τη χωράει ο τόπος. Μόλις επέστρεψε όμως, ο Αλέξανδρος ήταν εκεί. Στη γωνία του μπαρ. Μόλις είχε φτάσει.
«Καλησπέρα» της είπε με ένα χαμόγελο συνοδευόμενο πάντα από την καθιερωμένη πλέον υπόκλισή του.
«Καλησπέρα και σ’ εσένα Αλέξανδρε. Είπες σήμερα να κάνεις εντυπωσιακή είσοδο, γι’ αυτό καθυστέρησες;» Προσπαθούσε να το παίξει χαλαρή, αλλά μέσα της γινόταν ολοκαύτωμα. Γέλασε δυνατά και την έπιασε από τον ώμο.
«Θα έρθω σε λίγο από το τραπέζι σου» απάντησε και της έκανε νόημα να φύγει.
Η Λένα γύρισε στη παρέα της όμως, κάτι δεν της άρεσε στη συμπεριφορά του. Κάτι ήταν διαφορετικό. Λίγα λεπτά αργότερα, ήρθε κι ο Αλέξανδρος.
«Ήρθε η μάνα μου σήμερα και έπρεπε να μείνω μαζί της, γιατί είναι λίγο άρρωστη. Συγγνώμη που άργησα.»
«Δεν πειράζει. Περαστικά της.» Δεν πείστηκε. Το ένιωθε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Και για πες ρε Αλέξανδρε. Τι γίνεται; Σκυλιά, γατιά, η γυναίκα, τα παιδιά; Αυτοί καλά είναι;» Δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή του. Έριχνε άδεια να πιάσει γεμάτα.
«Σκυλιά, γατιά, παιδιά δεν έχω. Η γυναίκα καλά είναι.» Της απάντησε. Η Λένα ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της. «Άκουσέ με. Θέλω να σου μιλήσω. Θα βγω έξω και θα σε περιμένω στη γωνία. Βγες δέκα λεπτά μετά από εμένα. Έλα. Σε παρακαλώ» της είπε με ένα τόνο φόβου και αγωνίας.
Την περίμενε στη γωνία όπως της υποσχέθηκε. Δε μιλήσανε. Τη φίλησε με το που την είδε. Τα χείλη τους ταιριάζανε ακριβώς. Οι ανάσες τους ήταν μοιρασμένες. Φτάσανε στην είσοδο του σπίτι του.
Ξεκίνησε να την ξεντύνει πριν καν ανοίξει την εξώπορτα. Μπήκανε στο ασανσέρ και εκείνη τυλίχτηκε γύρω από τη μέση του. «Περίμενε» της είπε. «Περίμενε, δε σου ταιριάζει αυτό. Θέλω να σε κάνω να νιώσεις όμορφα απόψε, δεν το θέλω έτσι».
Ξεκρεμάστηκε από πάνω του ντροπιασμένη και εκείνος άρχισε να της κατεβάζει σιγά-σιγά το φόρεμα. Άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και την έπιασε από το χέρι. Περπάτησαν μέχρι την πόρτα του σπιτιού. «Κυρία μου» της είπε χαμογελαστά και άνοιξε την πόρτα για να περάσει πρώτη.
Μπήκε στο σπίτι του δειλά-δειλά. Την έπιασε πάλι από το χέρι και την οδήγησε στο κρεβάτι. Τη φίλησε σαν να μην υπάρχει αύριο. Εκείνο το βράδυ, η Λένα έκανε πρώτη φορά έρωτα.
Μόλις τελείωσαν, άνοιξε την αγκαλιά του. Η Λένα δίστασε. Δεν μπορούσε αυτά τα γλυκανάλατα. «Δεν έχει νόημα για εμένα να συμβεί αυτό, αν δε σε αγκαλιάσω μετά». Δειλά-δειλά πλησίασε και έβαλε το κεφάλι της στο στήθος του.
«Πόσο καιρό;»
«Περίπου τρία χρόνια είμαστε μαζί.» απάντησε αμέσως.
«Δηλαδή από τα 27 σου;»
«Ναι»
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της, την κοίταξε στα μάτια με φόβο. Με φόβο και με αλήθεια μαζί. «Και είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό.»
Τον φίλησε. «Άρα είμαι η πέτρα του σκανδάλου.» Γέλασε δυνατά εκείνη.
«Ναι, αλλά είσαι ωραία πέτρα». Της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Επιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Σοφία Καλπαζίδου