Ο Γιώργος μπήκε στο αυτοκίνητό και την ακολούθησε. Έτρεξε και την πρόλαβε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
-Άσε με ν’ανέβω επάνω. Θέλω να μιλήσουμε. Άκουσε με, δεν έχω ζωή χωρίς εσένα. Προσπάθησε να καταλάβεις. Δεν μπορώ να τους αφήσω τώρα. Σου ζητάω λίγο χρόνο. Να τακτοποιήσω κάποια πράγματα και όλα θα γίνουν.
-Μα δεν καταλαβαίνεις πως δεν έχει νόημα πλέον ό,τι κι αν κάνεις; Δεν αλλάζει η απόφασή μου, ακόμη κι αν σε δω με το διαζευκτήριο στο χέρι. Μου τελείωσες. Κι είναι οριστικό. Γύρνα εκεί που ανήκεις και κοίτα να κάνεις την καθημερινότητά σου πιο όμορφη. Είχες άπειρο χρόνο, άπειρες ευκαιρίες, είχες ό,τι μου ζήτησες όποτε μου το ζήτησες, χωρίς ποτέ να προσπαθήσεις να έρθεις στη θέση μου. Όση αγάπη κι αν ένιωσα ή νιώθω ακόμη δεν είναι ικανή για να με κρατήσει σε ό,τι αποκαλείς εσύ σχέση.
-Δε με θες γιατί βρήκες αντικαταστάτη. Εγώ απλώς περισσεύω. Άραγε τι θα έλεγε ο καλός σου αν μάθαινε με ποιον τραβιόσουν δυο χρόνια τώρα; Τι θα έλεγε αν μάθαινε πως ήθελες να χωρίσω για να μείνω μαζί σου;
Η Ανθή δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς. Νεύρα, θυμός, αγανάκτηση, την έπνιξαν κι ενώ άλλη στη θέση της ίσως και να τον χαστούκιζε, εκείνη κλαίγοντας, έπεσε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τον εκλιπαρεί.
-Σε παρακαλώ, σταμάτα να με σκοτώνεις. Άσε με να βρω το δρόμο μου. Μη μου χαλάς ό,τι όμορφο έχω μέσα μου για σένα. Πάρ΄το απόφαση πως όλα έχουν τελειώσει ανάμεσά μας και προσπάθησε να με καταλάβεις και να πάψεις να είσαι τόσο εγωιστής.
-Σ’ αγαπάω Ανθή. Δε θέλω να σε χάσω. Πες μου τι θες και θα το κάνω.
-Θέλω να φύγεις.
-Αν φύγω τώρα δε θα με ξαναδείς ποτέ. Δε θα ξαναμάθεις ποτέ για μένα. Αντέχεις; Είσαι σίγουρη; Γιατί δε θες να πάρεις λίγο χρόνο και να ηρεμήσεις; Μην είσαι τόσο απόλυτη σε παρακαλώ.
-Είμαι σίγουρη και δε θέλω ούτε χρόνο, ούτε χώρο. Κουράστηκα. Καλή τύχη και να προσέχεις.
-Σ΄αγαπάω να το θυμάσαι κι ό,τι κι αν γίνει από δω και πέρα θα είναι μόνο επειδή σ΄ αγαπάω.
Η Ανθή δεν τον άκουγε πλέον, άνοιξε και μπήκε μέσα στο καταφύγιό της. Αρκετά με τις υποσχέσεις, τους όρκους, τις απειλές και τα σ’αγαπώ. Αρκετά με όσα της ακύρωναν τη ζωή. Έπρεπε να είχε φύγει από την πρώτη στιγμή που έμαθε πως ήταν παντρεμένος. Έπρεπε να είχε προστατέψει τον εαυτό της και να μην αφεθεί. Όλα τα έπρεπε και τα πρέπει τα ήξερε κι συζητούσε κάθε μέρα μαζί τους, μα κάθε φορά νικητής έβγαινε η καρδιά της κόντρα σε κάθε λογική. Όσα ζούσε κοντά του ήταν τόσο δυνατά, πρωτόγνωρα, μεθυστικά κι ικανά να την καθηλώνουν κάθε φορά κι ας ήξερε πως τον μοιράζεται κι ας ήξερε πως μπορεί να ήταν «συμπλήρωμα διατροφής».
Ποιος μπορεί να καταδικάσει την αγάπη και ποιος μπορεί να υπογράψει με όλη του τη δύναμη το «ποτέ» για όσα του φαντάζουν αναξιοπρεπή και καταδικαστέα; Ποιος μπορεί να είναι τόσο απόλυτα απόλυτος για να κρίνει και να κατακρίνει;
Το κουδούνι χτυπούσε επίμονα, μα η Ανθή δεν άντεχε άλλο να έχει οποιαδήποτε διαμάχη μαζί του. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος. Έβαλε δυνατά τη μουσική και μπήκε στο μπάνιο αφήνοντας το νερό να τρέχει πάνω της και να γίνεται βάλσαμο και μαστίγιο σε κάθε κομμάτι της σάρκας της. Έτσι ένιωθε και το μέσα της να ζητάει αγάπη και τιμωρία για όσα αισθάνθηκε κι αισθανόταν.
Το κουδούνι εξακολουθούσε να χτυπάει και ταυτόχρονα και το τηλέφωνο. Πόση επιμονή! Κοίταξε το κινητό της. Όλες οι κλήσεις από τον Άρη. Και μηνύματα.
«Άνοιξέ μου σε παρακαλώ, είμαι από κάτω. Ανησυχώ.»
Ο Άρης μπήκε μέσα κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του.
-Δε μπορούσα να φύγω. Γύρισα να σε προλάβω και σας είδα να μιλάτε. Ήξερα πως δεν έπρεπε να ανακατευτώ κι έτσι πήρα ένα ταξί και σε ακολούθησα μα με πρόλαβε και πάλι. Θα φύγω αν μου το ζητήσεις. Αρκεί να μου πεις πως είσαι καλά.
-Είμαι καλά. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό νιώθω ελεύθερη. Μείνε αν θες. Δεν ξέρω τι μπορώ να δώσω, μα μείνε αν αντέχεις. Είναι εγωιστικό να στο ζητάω, η απόφαση είναι δική σου…
Τέσσερα χρόνια μετά…
-Μπαμπά… Κοίτα έχει γυάλινο πάτωμα…
-Ναι Κωστή μου. Αλλά θα μου κρατάς το χέρι γιατί έχει πολύ κόσμο σήμερα εδώ και πολλά γκρουπ. Δε θέλω να σε χάσω ξαφνικά. Θα τα δούμε όλα, θα σου διαβάζω μια μια τις πινακίδες και μετά θα φάμε ένα ωραιότατο παγωτό στην καφετέρια του Μουσείου και να χαζέψουμε τη θέα. Κι αν αντέχεις ανεβαίνουμε και στην Ακρόπολη. Εντάξει;
-Ναιιιι. Φώναξε ο μικρούλης ενθουσιασμένος.
Η Ανθή γύρισε απότομα. Μούδιασε ολόκληρη. Ο Γιώργος με το γιο του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Όσα ορίζει η ζωή κανείς δεν τα προβλέπει. Συνέχισε να μιλάει στο γκρουπ, μηχανικά και να προσπαθεί να δείχνει ψύχραιμη και ήρεμη. Ο Γιώργος έδειχνε το ίδιο ταραγμένος. Κάτι του έλεγε το παιδί αλλά εκείνος ήταν καρφωμένος εκεί, στα μάτια της.
Συνέχισαν και οι δυο σαν ρομπότ, ό,τι είχαν προγραμματίσει ώσπου βρέθηκαν στην καφετέρια. Την πλησίασε και της ζήτησε να την κεράσει έναν καφέ. Ο μικρούλης έπαιζε με μια κατασκευή κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν.
-Είσαι καλά;
-Ναι είμαι. Εσύ;
-Κι εγώ. Μετά το διαζύγιο έχω αρχίσει να βάζω τη ζωή μου σε μια τάξη. Χωρίσαμε και μεγαλώνουμε το γιο μας πολύ καλύτερα και πιο ήρεμα.
-Χώρισες; Τον κοίταξε μέσα στα μάτια κι έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα της.
-Ναι χώρισα, στο είχα πει πως θα το κάνω. Ήρθα να σε βρω μα έμαθα πως παντρεύτηκες κι ήσουν έγκυος. Δεν είχα δικαίωμα να σε αναστατώσω.
-Με τον Άρη είμαστε ευτυχισμένοι. Μας λατρεύει κι εμένα και την κόρη μας. Έκανες καλά που δε με αναζήτησες. Σ’ ευχαριστώ, το εκτιμώ που με κατάλαβες.
Σηκώθηκε να φύγει. Της κράτησε το χέρι.
-Ανθή, αν ποτέ… Θέλω να πω, τα αισθήματά μου για σένα δεν άλλαξαν κι ούτε θ’ αλλάξουν…
-Το ξέρω. Ούτε και τα δικά μου, όμως είναι πολύ αργά πλέον… Τον αγαπάω. Πρέπει να φύγω, με συγχωρείς. Καλή τύχη Γιώργο.
-Ανθή… Εγώ θα περιμένω…
Γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε… για λίγο ή για πολύ κανείς δεν ξέρει…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά