Το δρομολόγιο κυλούσε ήρεμα, σχεδόν όλοι οι επιβάτες είχαν αποκοιμηθεί, αφού ήταν πια περασμένες τέσσερις. Όλοι εκτός απ’ τους δύο ήρωές μας, τους επιβάτες του τελευταίου κουπέ, στο τελευταίο βαγόνι του τρένου. Το κουπέ εκείνο, που στην αρχή της διαδρομής ήταν το πιο ήσυχο από όλα, τώρα είχε πάρει πρωτιά στη φασαρία. Φυσικά, ο ελεγκτής δεν τόλμησε να τους κάνει παρατήρηση, ούτε που περνούσε από μπροστά τους. Έμοιαζε τότε σαν τα δύο παιδιά της νύχτας να παραστρατούν για λίγο, για απόψε, για ένα και μοναδικό δρομολόγιο, να αποτελούν την εξαίρεση στο σκοτάδι και την ηρεμία που η νύχτα επιβάλλει.
Μετά από δυο-τρεις στάσεις και δυο-τρία ποτηράκια παραπάνω απ’ το ακριβό ουίσκι που –σαν παράδοση πλέον– ο Μάνος πάντα κουβαλούσε πάνω του, οι ήρωές μας άρχισαν να γελούν με παλιές ιστορίες και χαζά ανέκδοτα, πολλές φορές και χωρίς κανέναν λόγο. Μέσα τους το γιόρταζαν, που έστω και για λίγες ώρες στη ζωή τους, είχαν βρει έναν άνθρωπο να τους μοιάζει, έκαναν ένα μικρό διάλειμμα απ’ τη μοναξιά και τη μοναχικότητά τους, έστω κι αν αυτό τελείωνε οριστικά σε δύο ώρες.
«Ρόζα, έλα να κάνεις παρέα στον Κούντερα, σε ζητάει» είπε ο Μάνος βλέποντας το βαγόνι, τη Ρόζα και τον Κούντερα μαζί να γυρίζουν.
«Φοβάμαι μην κολλήσω το χιούμορ σου» απάντησε εκείνη ανάμεσα σε γέλια.
«Έλα!» είπε ο Μάνος, πιο δυνατά και προστακτικά από όσο θα ήθελε. Δεν κατάλαβε, τότε, πως δεν ήταν το αλκοόλ που μιλούσε αλλά η ανάγκη για λίγη συντροφιά που χρόνια τώρα είχε ξεχάσει ότι υπήρχε μέσα του.
«Καλά, μη μας σκοτώσεις κιόλας» είπε ελαφρώς εκνευρισμένη εκείνη, αδιαφορώντας για το αν θα πειράξουν τα λόγια της τον Μάνο. Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και μετακινήθηκε σε εκείνη δίπλα στον Μάνο, όπως ήταν αναμενόμενο.
«Εσένα δεν έχω λόγο να σε σκοτώσω» είπε εκείνος χαμογελαστά κι ειλικρινά.
«Έχω, όμως, εγώ! Και μάλιστα πάρα πολύ καλό λόγο» είπε η Ρόζα, τραβώντας μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα πιστόλι απ’ την τσάντα της και στρέφοντάς το προς το μέρος του Μάνου.
Ο Μάνος, που ήταν πάντα σε ετοιμότητα, εύστροφος, γρήγορος, εκπαιδευμένος πολύ καλά για τέτοιες περιπτώσεις, έμεινε να την κοιτάει άναυδος. Πάντα ήταν έτοιμος, αλλά όχι σήμερα, όχι τώρα, όχι μαζί της. Δεν είχε καν παρατηρήσει πότε η Ρόζα είχε σηκωθεί απ’ τη θέση της για να κλειδώσει την πόρτα της καμπίνας και να κλείσει τις κουρτίνες. Ο Μάνος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει βλέποντάς την, απ’ τη μία στιγμή στην άλλη, να μετατρέπεται από μία ευχάριστη παρέα σε μία απειλή.
«Μην τολμήσεις να μιλήσεις, να φωνάξεις ή να κουνηθείς απ’ τη θέση σου. Έμαθες να δίνεις μία ζωή εντολές στους άλλους. Ε, λοιπόν, τώρα είμαι εγώ αυτή που δίνει τις εντολές. Κατάλαβες, κύριε Χατζή;» είπε η Ρόζα, πιέζοντας το όπλο στο μέτωπο του Μάνου.
«Περιττό να σου πω ότι δε βρίσκομαι εδώ σήμερα τυχαία. Απόψε ο κοινός μας προορισμός δεν είναι μόνο η Αθήνα αλλά κι η δολοφονία. Ήξερα ότι σήμερα θα ‘σαι εδώ, ξέρω ότι κατεβαίνεις στην Αθήνα για να σκοτώσεις ακόμα μία φορά. Σαν τότε. Μάρτιος του 2008, μόλις είχα κλείσει τα δεκαέξι. Σκότωσες τον Βαγγέλη Μαντά, τον θετό μου πατέρα και τον μόνο άνθρωπο που με στήριζε και με πρόσεχε αληθινά. Τρεις σφαίρες ήταν αρκετές για να στερήσεις όχι μία αλλά δύο ζωές. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να με γλυτώσει απ’ τα ξεσπάσματα της Ρίας, της θετής μητέρας μου. Ρία απ’ το Ελευθερία, ειρωνικό έτσι; Όταν μείναμε μόνες μας, τα πράγματα χειροτέρευσαν. Άρχισε να ντρέπεται για μένα, να με μισεί, να με θεωρεί βάρος. Με θεωρούσε μέχρι και καταραμένη. Αιτία για ό,τι κακό της είχε συμβεί. Δε με άφηνε να πάω σχολείο, ούτε να βγω απ’ το σπίτι. Με κλείδωνε ώρες, μέρες ακόμα και βδομάδες, μέσα στο δωμάτιό μου. Υποτίθεται για τιμωρία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελε να με βλέπει. Μία μέρα κατάφερα και το έσκασα και μετά μπορείς να φανταστείς πώς κατέληξα να γίνω αυτό που έγινα. Και για όλα φταις εσύ!» είπε η Ρόζα με τρεμάμενη φωνή και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
«Καθόλου ειρωνικό το όνομα. Η Ελευθερία σου έφερε ελευθερία. Κι όταν είσαι ελεύθερος μπορείς να πετάξεις ή να καταστραφείς. Θέλει υπευθυνότητα κι αυτογνωσία η ελευθερία. Πόσο καιρό ήξερες τον Μαντά, Ρόζα;» ρώτησε ο Μάνος, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Τέσσερα χρόνια είχα μείνει μαζί του» απάντησε.
«Συγκεκριμένα σε υιοθέτησαν το καλοκαίρι του 2004, από ένα ορφανοτροφείο, οι γονείς σου πνίγηκαν όταν ήσουν έξι κατά τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Τότε σε φωνάζανε Ροζάνα. Είδες; Δεν ξέρεις μόνο εσύ πράγματα για μένα» είπε ο Μάνος που είχε μόλις συνειδητοποίησε ότι η άγνωστη απέναντί του δεν του ήταν, τελικά, τόσο άγνωστη.
«Εσύ πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Ρόζα μπερδεμένη. Το αλκοόλ κυλούσε ακόμα μέσα της, σε αντίθεση με τον Μάνο που είχε πια συνέλθει πλήρως.
«Πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τη ζωή που θα τελειώσεις» απάντησε ήρεμα εκείνος. «Ξέρεις, Ρόζα, γιατί ενώ έχω στερήσει τόσες ζωές δεν έχω ποτέ τύψεις; Γιατί οι άνθρωποι που σκοτώνω έχουν στερήσει εκατοντάδες ζωές με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, για χρήματα και δύναμη, πουλώντας όπλα και ναρκωτικά. Ξέρεις ότι ο αγαπημένος σου προστάτης είχε σκοτώσει μέχρι και μικρά παιδιά, είχε κακοποιήσει σωματικά και ψυχικά τη Ρία, που τον έβλεπε κάθε μέρα να το παίζει θεός και να στερεί αθώες ζωές και δεν μπορούσε να πει κουβέντα; Ξέρεις ότι σε πήραν μόνο για κάλυψη; Για να τους θεωρήσουν καλούς και φιλάνθρωπους που σώζουν το ορφανό;» ρώτησε ο Μάνος, κοιτώντας την μέσα στα μάτια.
«Και πού ξέρω ότι μου λες την αλήθεια;» είπε η Ρόζα, έτοιμη πια να καταρρεύσει.
«Δεν το ξέρεις. Αλλά εύχεσαι βαθιά μέσα σου να ‘μαι ψεύτης. Θα σου ήταν πολύ πιο εύκολο, μικρή, αν ήταν ψέματα. Βλέπεις, κατηγορείς εμένα, για ό,τι κακό σου έχει συμβεί κι αυτό σου είναι τόσο βολικό, αφού σε ‘σένα δίνει άφεση αμαρτιών. Πάντα μας είναι πιο εύκολο να κατηγορούμε άλλους για τη ζωή μας. Αλλά εσύ και μόνο εσύ έχεις την ευθύνη των επιλογών σου, όποιοι κι αν ήταν οι εξωτερικοί παράγοντες. Αν θέλεις, πάτησε τη σκανδάλη. Εσένα θα τιμωρήσεις, όχι εμένα. Εγώ δεν έχω πολλά να κάνω σε αυτόν τον κόσμο. Αλλά εσύ, εσύ θα γίνεις σαν εμένα. Κάν’ το, λοιπόν!» της φώναξε ο Μάνος, τρομάζοντάς την μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε στο μυαλό της.
Η Ρόζα όπλισε και…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη