«Δεν ήξερα ότι το ‘χεις διαβάσει» είπε ο Μάνος με στραμμένο πια το ενδιαφέρον του εξ ολοκλήρου στην ιδιαίτερη συνομιλήτριά του.
«Κάτι παραπάνω, θα έλεγα, το έχω ζήσει» είπε η Ρόζα, με μια υγρασία στα μάτια που έδειχνε να παιδεύεται για να την συγκρατήσει. «Από μικρό παιδί είχα αδυναμία στα βιβλία, μου άρεσε η μοναδικότητα που έχει το καθένα, λάτρευα τις όμορφες στιγμές των ηρώων. Θυμάμαι τις διάβαζα ξανά και ξανά, ήθελα να νιώσω κι εγώ έτσι –σαν εκείνες τις ηρωίδες– μοναδική, χαρούμενη, ελεύθερη. Τις στενάχωρες στιγμές τις προσπερνούσα, άλλωστε, είχα περίσσεια από τέτοιες. Μακάρι κι η δικιά μου ζωή να ήταν ένα βιβλίο. Δε ζητάω το ευτυχισμένο τέλος, μόνο μία σελίδα σαν εκείνες που διάβαζα συνέχεια.»
«Γιατί δεν πάλεψες γι’ αυτές;» ρώτησε αμέσως ο Μάνος. Φαινομενικά αυτή η ερώτηση απευθυνόταν στη Ρόζα. Ο Μάνος, όμως, την ίδια στιγμή που την πρόφερε, αναρωτήθηκε το ίδιο και για τον εαυτό του. Σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν τύψεις για τις ζωές που είχε αφαιρέσει. Αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του, μέσα από τα λόγια μίας άγνωστης γυναίκας, συνειδητοποίησε πως εν αγνοία του είχε αφαιρέσει και τη δική του ζωή μαζί με τις υπόλοιπες.
Δεν είχε φίλους, ούτε οικογένεια, δεν είχε ενδιαφέροντα, προσωπικά αντικείμενα μέσα στο σπίτι του, πολλές φορές δεν είχε καν συναισθήματα, κι οι αναμνήσεις του που σχετιζόταν με γυναίκες ήταν ακριβοπληρωμένες. Εν ολίγοις, τίποτα στη ζωή του δε μαρτυρούσε την ανθρώπινη υπόστασή του, τίποτα δε θύμιζε αυτόν, τίποτα δεν αποδείκνυε την ύπαρξή του. Αν έφευγε, κανένας δε θα αισθανόταν την απουσία του, κανένας δε θα τον αναζητούσε και το χειρότερο όλων ήταν πως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αλλάξει αυτό. Τουλάχιστον, όχι πια.
«Γιατί δε μου δόθηκε ποτέ η επιλογή, ή μάλλον γιατί ποτέ κανένας δε μου είπε πως έχω το δικαίωμα να επιλέξω» απάντησε λυπημένα η Ρόζα, μετά από αρκετή ώρα, διακόπτοντας τις σκέψεις του.
«Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, στη χώρα τις “φιλοξενίας”, νόμιζα πως όλος ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου, πως η ζωή μου έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία, αλλά, τελικά, μου στέρησε κι αυτή τη μοναδική που είχα. Ίσως αν δεν ερχόμουν, όλα να ήταν αλλιώς. Κουράστηκα, Μάνο. Έχω πια βασίσει όλη μου τη ζωή πάνω σε “ίσως”. Προτιμώ τη φαντασία, βλέπεις, τις πιθανότητες που δεν είχα, από μια σκληρή πραγματικότητα που δε σεβάστηκε τίποτα.»
«Δε γεννήθηκες εδώ;» ρώτησε αδιάκριτα –για πρώτη φορά στη ζωή του– ο Μάνος, που ποτέ δε νοιαζόταν για τις ζωές των άλλων, εκτός αν ήταν ο ίδιος που έδινε σε εκείνες τέλος. Στη δεύτερη περίπτωση μάθαινε τα πάντα για τον στόχο του, ίσως και κάποια πράγματα που ούτε εκείνος ήξερε για τον εαυτό του.
«Όχι!» απάντησε κοφτά εκείνη, δείχνοντάς του έντονα πως δεν ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση.
«Ούτε εγώ γεννήθηκα εδώ, ήρθα στα δέκα μου» είπε ο Μάνος και το βλέμμα του άρχιζε να σκοτεινιάζει στη θύμηση των παιδικών του χρόνων.
«Μα το όνομά σου είναι ελληνικό» παρατήρησε με φανερή απορία η Ρόζα.
«Δεν είναι το όνομά μου…» είπε ο Μάνος προσπαθώντας να μη συμπληρώσει εκείνη την πρόταση, που μετάνιωσε το ίδιο λεπτό που την ξεκίνησε. Κατά βάθος, όμως, ήθελε. Είχε την ανάγκη να πει σε κάποιον αυτήν την ιστορία που πάντα τον ταλάνιζε. Ήταν μεγάλο το ρίσκο, και στον Μάνο δεν άρεσαν τα ρίσκα. Αλλά με τη Ρόζα είχε ήδη κάνει αυθόρμητα πολλά πράγματα που δεν του άρεσαν. Τι πείραζε να της το πει; Τι θα μπορούσε να του κάνει; Ήταν μία άγνωστη, μία περαστική, που σε ένα μήνα ούτε που θα θυμόταν το όνομά της.
«Ήταν το όνομα του πρώτου μου θύματος και του προτύπου μου τότε. Ήμασταν κι οι δύο είκοσι χρονών και μοιάζαμε πολύ. Εξωτερικά μόνο. Ήταν ο καλύτερος δολοφόνος της Ελλάδας το ’95. Ο Μάνος Χατζής, ορφανός απ’ τα 5 του, στα είκοσί του χρόνια είχε ήδη κάνει δεκαπέντε φόνους, για τους οποίους συζητούσαν όλοι. Τον είδα πρώτη φορά σε ένα χωριό της Μεσσηνίας, εκεί έμενα τότε. Ήταν έξυπνος, κύριος του εαυτού του, η επιθυμία του γινόταν διαταγή για όλους το ίδιο λεπτό, όλοι μιλούσαν για αυτόν, όλοι τον φοβόντουσαν και γι’ αυτό όλοι τον σεβόντουσαν. Δε θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα που ένιωσα τότε, ήταν ό,τι πιο έντονο έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Καθαρή, αστείρευτη, ζήλια. Είχε όλα όσα δεν είχα κι όλα όσα πίστευα ότι δε θα αποκτήσω ποτέ. Τότε το έκανα, χωρίς να το σκεφτώ. Του πήρα πρώτα τη ζωή και μετά την ταυτότητα. Πλήρωσα κάποιους ανθρώπους για να μου κάνουν τα χαρτιά κι ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να γίνω αυτός, και να ‘μαι» είπε αυτοσαρκαστικά ο Μάνος.
Η Ρόζα δεν πίστευε στα αφτιά της. Δεν της έκανε εντύπωση τόσο η αλήθεια που μόλις ειπώθηκε, άλλωστε, είχε μάθει στη ζωή της να τα περιμένει όλα. Της έκανε εντύπωση ότι την αλήθεια αυτή, ο Μάνος επέλεξε να την αποκαλύψει σε εκείνη, σε μία ξένη, σε μία του δρόμου, που ποτέ κανένας δεν της είχε εμπιστευτεί τίποτα σοβαρό.
«Μου είναι δύσκολο να σε φανταστώ διαφορετικά, αδύναμο εννοώ» είπε, τελικά, με εμφανή την αμηχανία της.
«Δεν είχα ούτε εγώ πολλές επιλογές στη ζωή μου. Ξέρεις πώς είναι η ταμπέλα του μετανάστη, ή μάλλον η ταμπέλα του ξένου» είπε ο Μάνος, προφέροντας με μίσος τη λέξη που χρόνια είχε να ακούσει, κι έκανε πως δήθεν είχε ξεχάσει.
Η Ρόζα δεν απάντησε. Άφησε την αμοιβαία σιωπή να απαντήσει. Άλλωστε, τι να πει; Δεν υπήρχαν λόγια για ό,τι έζησε εκείνη, κι ο Μάνος, και χιλιάδες ορφανά παιδιά που άφησαν τη χώρα τους για να ‘ρθουν στην Ελλάδα.
Την περιθωριοποίηση, την κοροϊδία, την ταπείνωση, τη βία, τον ρατσισμό, το αδιέξοδο, τον φόβο και την αιώνια απορία. Εκείνο το αναπάντητο «γιατί;» που στοίχειωνε τα βράδια τους. Όλες αυτές οι λέξεις ήταν περιττές, προσποιητές. Αυτές τις λέξεις δεν τις γράφεις, δεν τις προφέρεις, τις ζεις.
Ο ερχομός τους στην Ελλάδα ήταν για τους ήρωές μας ένα τέλος και συνάμα η αρχή από ένα μονόδρομο. Ήταν το τέλος του αληθινού τους εαυτού και της ελπίδας τους για μία φυσιολογική ζωή. Ήταν η αρχή μίας ζωής που ποτέ δεν τους ανήκε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη