Το δέμα αφημένο στο πλάι, το ένα ποτήρι κρασί, έγινε μπουκάλι και το ένα τσιγάρο έγινε πακέτο σβησμένο στο τασάκι.
Ο Πέτρος, ήρθε στη ζωή της σαν αεράκι δροσερό, σαν αχτίνα φωτός να ζωγραφίσει το χαμόγελο στα χείλη της και να την οδηγήσει σε μονοπάτια αγάπης κι ασφάλειας. Όλα κοντά του ώριμα και προσεγμένα, απ’ την πρώτη τους κιόλας συνάντηση σ΄εκείνο το καφέ δίπλα στη σχολή που σύχναζαν κι οι δύο. Εκείνος καθηγητής που παρακολουθούσε κάποια σεμινάρια, μονίμως καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με μια εφημερίδα μπροστά του. Έτσι ήταν πάντοτε, σταθερός και σίγουρος σε κάθε του βήμα, σε κάθε τους βήμα. Ίσως αυτό ακριβώς αγάπησε σ’εκεινον κι η μεγάλη διαφορά ηλικίας, κάθε άλλο παρά ανασταλτικός παράγοντας ήταν για την Έλενα.
«…Σε λίγο καιρό παίρνω πτυχίο. Ο Πέτρος είναι πάντα δίπλα μου. Να με στηρίζει, να με προστατεύει και να μ΄αγαπάει. Ναι, εκείνος μ΄αγαπάει αληθινά, βαθιά. Θέλει να μείνουμε μαζί, φοβάται μήπως φύγω στο νησί…
…Συγκατοικούμε κι εγώ κάνω μαθήματα σε παιδάκια μέχρι να διοριστώ. Με κάνει να νιώθω τόσο πλήρης και γεμάτη. Κάθε μέρα μαζί του είναι βαρκάδα στα ήρεμα νερά της λίμνης…»
Η Έλενα έβλεπε μπροστά της να ξετυλίγονται όμορφες, τρυφερές στιγμές με τον άνθρωπο που ήξερε να την αγαπάει με τον πιο ανιδιοτελή τρόπο. Ή μήπως δεν ήταν ακριβώς έτσι;
«…Πήγε Καλαμάτα στους δικούς του για μια βδομάδα κι εγώ θα πάω με το Γιώργο στο εξοχικό τους για όσο λείψει. Πάνε τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί. Νιώθω περίεργα…
…Όμορφη βραδιά απόψε, μυρίζει το νυχτολούλουδο κι η θάλασσα στέλνει την ξεθυμασμένη αλμύρα της να κολλήσει στο κορμί μου, να του χαρίσει γεύση κι υγρασία. Ο Γιώργος θα με πάει σ’ ένα καινούριο μπαράκι…»
Βουρκώνει μα σήμερα είναι έτοιμη να δει εκείνη τη νύχτα ξανά να ξετυλίγεται μπροστά της.
«…Ο μπάρμαν μου πρόσφερε ένα σφηνάκι και μου είπε κερασμένο. Πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω μου έδειξε εσένα στην άλλη άκρη του μπαρ. Ήσουν εκεί κι εγώ δεν είχα δύναμη να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μόνο σε κοιτούσα κι έτρεμα. Ήθελα να τρέξω να φύγω να εξαφανιστώ. Τόσα χρόνια προσπαθώ να ξεχάσω, να ξεπεράσω, να σε αποβάλλω από κάθε γωνιά τις ψυχής μου και ξαφνικά εμφανίστηκες απόψε να με διαλύσεις. Βρέθηκες μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής.
-Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου… τις αποψινές κι αυτές που μου χρωστάς εδώ και χρόνια.
Το βλέμμα σου δεν ήταν το ίδιο, έκρυβε θυμό, απογοήτευση, αγωνία. Η ανάσα σου μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο. Είχες πιει, δεν ξέρω πόσο μα σίγουρα πολύ, το ίδιο κι εγώ, γιατί αλλιώς δε θα γινόταν τίποτε απ’ όσα ακολούθησαν.
Δεν πρόλαβα ν’ αρθρώσω λέξη. Με τράβηξες με δύναμη και κόλλησες το στόμα σου στο δικό μου τόσο δυνατά που ένιωσα να ματώνω. Ένα φιλί που μύριζε εκδίκηση και διεκδίκηση. Δεν τραβήχτηκα, δεν μπορούσα. Είχα καταρρεύσει. Ο Γιώργος γύρισε και σ’ έσπρωξε νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποιον μεθυσμένο που μου ρίχτηκε. Όταν σε είδε κοκάλωσε.
Με άρπαξες και μου φώναζες:
-Πες του πως είσαι μαζί μου. Πες του το τώρα. Πες το, γαμώτο.
Τον καθησύχασα λέγοντάς του πως όλα είναι υπό έλεγχο και χωρίς να προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, άρχισες να με τραβάς προς την έξοδο. Δεν αντιστάθηκα, δε σου είπα λέξη. Ήξερα τι ήθελες. Ήθελες απαντήσεις, ήθελες επιβεβαίωση, ήθελες ό,τι δεν είχε ολοκληρωθεί ανάμεσά μας.
Σταμάτησες ένα ταξί γιατί δεν ήσουν σε θέση να καβαλήσεις τη μηχανή σου. Φτάσαμε σπίτι σου. Σ΄όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε λέξη. Μου κρατούσες το χέρι σφιχτά κι ένιωθα τη φλέβα σου να καίει. Στο σπίτι σας επικρατούσε ησυχία. Μόλις μπήκαμε μ’ έριξες σαν σακί πάνω στον καναπέ και γέμισες ένα ποτήρι ουίσκι. Σε λίγο το ποτήρι άδειο, εκσφενδονίστηκε στον τοίχο κι εσύ ούρλιαζες:
-Γιατί Έλενα, γιατί;
Έπεσες πάνω μου σαν άγριο θηρίο κι άρχισες να μου σκίζεις τα ρούχα, λέγοντάς μου μέσα σ’ αναφιλητά : «είσαι δική μου, μόνο δική μου, πες το μου…»
Δεν αντιστάθηκα, δε φοβήθηκα, δε μετάνιωσα. Ήσουν εσύ…
Κάναμε έρωτα. Δυο κορμιά που κουμπώνουν και γίνονται μια γραμμή. Όσα κρατούσαμε ερμητικά κλεισμένα, απωθημένα, σκέψεις, μνήμες, αναπάντητα γιατί, όλα συνονθύλευμα που μας παρέσυρε σε άγρια κύματα ηδονής, πόθου, πάθους, πόνου. Τα δάκρυά μας να ενώνονται σε κάθε μας φιλί. Ανάσες, λόγια, κομματιασμένες συλλαβές, βουβές κραυγές, όλα να τυλίγονται γύρω μας σαν σιδεριές και να μας απομονώνουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Κορύφωση και βύθιση, αφημένα ρίγη σε κάθε κομμάτι σάρκας μας. Άναψες τσιγάρο και μου το ‘δωσες. Από κείνο το βράδυ η «φωτιά σου» έμεινε μέσα μου για πάντα.
-Φεύγω σε δυο μέρες για Αγγλία. Μου έδωσαν υποτροφία στο πανεπιστήμιο. Θα πάω να τακτοποιηθώ και θα σου στείλω να έρθεις να με βρεις. Δε σε ρωτάω. Το απαιτώ.
-Όχι. Δε θα έρθω. Είμαι ευτυχισμένη και δε θα τον πληγώσω.
-Είσαι δυστυχισμένη και θα πληγώσεις και τους δυο μας. Έλα κοντά μου.
Δε μιλήσαμε άλλο, μόνο με πήρες αγκαλιά και κοιμηθήκαμε, νανουρισμένοι απ’ το τραγούδι της αναπνοής μας. Έφυγα πριν ξυπνήσεις, χάθηκα. Πήρα τα πράγματά μου απ’ το σπίτι, είπα πως ο Πέτρος γύρισε γιατί κάτι έκτακτο προέκυψε κι έφυγα. Ο Γιώργος κατάλαβε μα δε μίλησε…
…Αύριο γυρίζει ο Πέτρος…
…Του μίλησα. Του είπα τα πάντα. Άλλωστε τα ήξερε όλα για σένα απ’ την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας. Δεν μπορώ και δε θέλω να του κρύβομαι. Του μιλούσα κι εκείνος με κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο απόγνωση. Όταν τελείωσα περίμενα να σηκωθεί και να φύγει μα εκείνος με ρώτησε μόνο αν θα έρθω να σε βρω…
…Είμαι έγκυος. Ο Πέτρος θέλει το μωρό σαν τρελός κι ούτε στιγμή δε δίστασε, δεν αμφέβαλλε. Παντρευόμαστε σε δυο μήνες. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα…
…Αύριο παντρεύομαι. Είμαι ευτυχισμένη. Είμαι; Τον αγαπώ…»
Η Έλενα τον αγάπησε, πολύ, πάρα πολύ κι ήταν κοντά του, δίπλα του ως το τέλος του. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να της συμβεί και της λείπει, πάντα θα της λείπει. Τη λάτρεψε κι εκείνη και τη Σοφία. Δεν έκαναν άλλο παιδί γιατί ο Πέτρος ήταν πάντοτε αρνητικός.
«…Γράφω και δεν πιστεύω όσα έζησα τις δυο τελευταίες μέρες. Στάθηκες μπροστά μου στο ιερό, να με κοιτάς όση ώρα γινόταν το μυστήριο. Έμαθες ότι παντρεύομαι, μια μέρα πριν κι ήρθες να με βρεις. Περίμενες έξω απ’ το σπίτι μου μέχρι να με δεις να βγαίνω με τη μητέρα μου. Αδιαφορώντας για τα πάντα γύρω μας, μπήκες μπροστά μας και με κοίταξες μ’ αυτό το παράπονο, λέγοντάς μου…
-Γιατί αυτός κι όχι εγώ; Γιατί; Επειδή έχει χρήματα; Είναι η ασφάλεια; Τι είναι, πες μου. Μίλα μου.
-Τον αγαπάω. Φύγε, τελειώσαμε. Φύγε.
-Αύριο θα έρθω να σε δω να μας σκοτώνεις. Θα έρθω και θα περιμένω…»
Η Έλενα δεν άντεχε άλλο. Σηκώθηκε κι άνοιξε το παράθυρο. Η βροχή είχε κοπάσει κι άφηνε τη χωμάτινη μυρωδιά να εισβάλει στα ρουθούνια της. Κοίταξε το ρολόι της. Η Σοφία είχε αργήσει. Ίσως λόγω της βροχής να καθυστέρησε, θα περίμενε λίγο ακόμη και θα της τηλεφωνούσε. Άδειασε το τασάκι, εξαφάνισε τα ίχνη από κάθε αμαρτία και μπήκε στο μπάνιο αφήνοντας το νερό να τρέξει σε κάθε σημείο του κορμιού της ικετεύοντας να μπορούσε να εισχωρήσει και μέσα της για μια ολοκληρωτική κάθαρση.
Βγαίνοντας είχε αποκτήσει μια περίεργη διάθεση, μετά από πάρα πολύ καιρό. Ντύθηκε στα λευκά, χτένισε τα μαλλιά της σε χαμηλό σινιόν, πέρασε ένα ελαφρύ μακιγιάζ, έβαλε το αγαπημένο της άρωμα και ξανακάθισε στην ίδια θέση να περιμένει τη Σοφία της, διαβάζοντας τις λιγοστές σελίδες που της είχαν απομείνει.
«…Δε σε ξαναείδα απ’ τη μέρα του γάμου μου. Είμαι πραγματικά ευτυχισμένη δίπλα στον Πέτρο κι ο ερχομός της μικρής μας ολοκλήρωσε την ευτυχία μας. Ο Πέτρος είναι τόσο υπέροχος άνθρωπος…»
Μια σελίδα ακόμη έμενε, το ημερολόγιο τελείωνε και το κεφάλαιο «Μάνος» έκλεινε για πάντα, ή μήπως όχι;
Επιμέλεια Κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Πωλίνα Πανέρη