«…Όλα τέλειωσαν, οι εκκρεμότητες με το παρελθόν που είχαν τ΄όνομά σου, τακτοποιήθηκαν. Δεν αντέχω άλλο κι οι οικογένειές μας δε φταίνε σε τίποτε να πληρώσουν τα δικά μας απωθημένα. Στο είπα σήμερα και στο έγραψα και στο γράμμα που σου έδωσα. Οφείλουμε να σεβαστούμε τις επιλογές μας και να ζήσουμε βάσει αυτών. Η μοίρα μας έπαιξε ένα ακόμη παιχνίδι και μας έφερε πρόσωπο με πρόσωπο σ΄ένα γάμο. Πόσο παράξενη η ζωή. Συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κι όλα γύρω μου θόλωσαν, νόμιζα ότι θα σωριαστώ την ίδια στιγμή.
Είχες αγκαλιά σου ένα μικρό αγγελούδι κι εγώ κρατούσα απ’ το χέρι τη δεκάχρονη Σοφία μου. Ο Πέτρος κατάλαβε πως ταράχτηκα. Δε σε είχε δει ποτέ, οπότε δεν κατάλαβε το λόγο της ταραχής μου. Προφασίστηκα ημικρανία και του ζήτησα να χαιρετήσουμε και να φύγουμε. Σε είδα να πλησιάζεις με το μωρό σου αγκαλιά δήθεν να μπεις στη σειρά, για να ευχηθείς κι εσύ. Δε μιλήσαμε, ήσουν πίσω μου, λίγο να παραπατούσα θα έπεφτα στην αγκαλιά σου, μπορούσα να σε μυρίσω, να σε νιώσω, ήσουν εκεί κι εγώ ανήμπορη για οτιδήποτε. Γυρίσαμε σπίτι και κρεμώντας το παλτό μου ανακάλυψα την κάρτα σου στην τσέπη μου κι ένα μήνυμα, «Θέλω να μιλήσουμε, σε παρακαλώ».
Έπρεπε να κλείσουμε όλα τ’ανοιχτά μας κεφάλαια. Συναντηθήκαμε σ’ ένα μικρό καφέ στο κέντρο. Σου έδωσα το γράμμα που σήμερα έφτασε πάλι σε μένα. Σου εξηγούσα τους λόγους που κρατήθηκα μακριά σου, τότε. Σου ζήτησα μόνο να γίνεις ευτυχισμένος και να μην ξανασκαλίσεις ποτέ το παρελθόν μας, γιατί όσο κι αν αγαπιούνται κάποιοι άνθρωποι, απλώς δεν είναι γραφτό να είναι μαζί. Ήταν πολύ αργά για πισωγυρίσματα.
Η ζωή μου είναι εδώ, με τον Πέτρο και τη Σοφία. Ο έρωτας δεν έχει θέση στη ζωή μου, εσύ δεν έχεις θέση στη ζωή μου. Αντίο…»
Η Έλενα ξέσπασε σε λυγμούς. Το ημερολόγιο τελείωσε. Ένα άδειο σπίτι χωρίς την Πέτρο, χωρίς κανέναν, μια σιωπή ν’ απλώνεται γύρω της παντού. Συμβιβασμός και φιλία με τη μοναξιά της. Κοίταξε πάλι το δέμα που παρέλαβε. Χάιδεψε το σημάδι στο στέρνο. Πρώτα έφυγε ο Πέτρος κι έπειτα εκείνη κατέρρευσε. Η καρδιά της δεν άντεξε την απώλεια. Η Σοφία μέχρι να περάσει ο ένας πόνος, βρέθηκε να περιμένει έξω απ’ την εντατική να δει αν θα επιβιώσει κι εκείνη. Στο μόνο πράγμα που κατηγορούσε τον Πέτρο πάντα είναι που δε θέλησε να κάνουν κι άλλο παιδί. Και το παιδί τους έπρεπε ν’ αντιμετωπίζει τα πάντα μόνο του.
Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα. Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, να κρύψει τ’ αμαρτωλά απομεινάρια της. Η Σοφία μπήκε μέσα μα δεν ξαφνιάστηκε βλέποντάς την κλαμένη, ούτε κι είχε ερωτηματικά να φαίνονται στα μάτια της για το ανοιχτό ημερολόγιο και τα περιεχόμενα του δέματος πάνω στο τραπέζι.
-Σοφία μου…
-Ηρέμησε μαμά, σε παρακαλώ. Μην κλαις, μόνο ηρέμησε κι άκουσέ με.
-Ξέρεις, έψαχνα το χαρτί που μου ζήτησες, μα δεν το βρήκα κι έπεσε στα χέρια μου ένα ημερολόγιο απ’ τα νιάτα μου. Τίποτε σημαντικό, μη σκεφτείς απλώς αναπολώ το παρελθόν κι όσο να’ναι δεν είναι εύκολο να ξαναχτυπάς χορδές σε ξεκούρδιστη κιθάρα. Γρατζουνάς τις μελωδίες και πονάς λίγο. Όσο για το δέμα αυτό, το παρέλαβα σήμερα και δεν ξέρω τι σημαίνει, αλήθεια.
-Ξέρω, μαμά μου. Το χαρτί δεν το βρήκες γιατί το έχω ήδη στα χέρια μου, σ’ έβαλα να ψάξεις γιατί ήθελα να βγάλεις απ’ το συρτάρι σου αυτό που λες εσύ «γρατζουνισμένη κιθάρα», μήπως καταφέρουμε σήμερα επιτέλους να ενώσουμε το παρόν με το παρελθόν και να μάθουμε το μέλλον.
-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
-Σε παρακαλώ να είσαι ψύχραιμη, δεν έχω έρθει μόνη σήμερα.
-Ήρθατε μαζί με το Δημήτρη; Γιατί τον άφησες έξω; Φέρε τον άνθρωπο μέσα, τι χαζομάρες είναι αυτές;
-Όχι, δεν ήρθα με το Δημήτρη. Θέλω όμως να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι ήρεμη. Όλα όσα θ’ ακολουθήσουν είναι εντολές του μπαμπά. Εγώ απλώς καθυστέρησα να εκτελέσω όσα μου ζήτησε, λόγω της επέμβασής σου κι έπειτα, ήθελα να σιγουρευτώ για την πλήρη ανάρρωσή σου, πριν κάνω οποιαδήποτε κίνηση.
-Τι λες, Σοφία μου; Τι αινίγματα είναι αυτά, κορίτσι μου;
Η Σοφία αγκάλιασε τρυφερά τη μητέρα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε κι έφερε μέσα ένα μικρό ξύλινο κουτί.
-Ήρθα κι έφερα μαζί μου αυτό. Σου ανήκει. Πριν το ανοίξεις όμως θέλω να διαβάσεις αυτό το γράμμα απ’ τον μπαμπά.
Πήρε στα χέρια της το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει…
Ψυχή μου,
Για να διαβάζεις αυτά τα λόγια δεν είμαι πλέον κοντά σου κι αυτό με κομματιάζει. Εσύ και η Σοφία μας υπήρξατε για μένα όλος μου ο κόσμος. Όμως δεν μπορώ να φύγω χωρίς ν’ αποκαλύψω σε σένα και σ’ εκείνη πόσο δειλός υπήρξα. Γιατί η αγάπη άλλες φορές δίνει θάρρος κι άλλες φορές σε κάνει αδύναμο. Δεν ήθελα να σας χάσω. Τα εξήγησα ήδη στο κορίτσι μας κι εκείνη θα σου πει κάθε λεπτομέρεια. Ο λόγος που αρνιόμουν να κάνουμε άλλο παιδί ήταν γιατί δεν ήθελα ν’ αγαπήσω περισσότερο κανένα άλλο πλάσμα, πέραν της Σοφίας μας. Κι αυτό σίγουρα κάποια στιγμή θα γινόταν αν φέρναμε στον κόσμο το δικό μας παιδί. Συνειδητά αποφάσισα να μεγαλώσω το παιδί εκείνου, γνωρίζοντας την αλήθεια απ’ την ώρα της γέννησής του. Όσες φορές κι αν μου ζήτησες εσύ να κάνουμε την εξέταση , εγώ το απέφευγα γιατί δεν ήθελα να ξέρεις, ήθελα να πιστεύεις πως αυτό το υπέροχο πλάσμα για το οποίο είμαι εξαιρετικά περήφανος ήταν δικό μας. Δεν είμαι τόσο αθώος όσο πίστευες. Έφτασα πολλές φορές στην πόρτα του μπροστά για να του αποκαλύψω την αλήθεια, αλλά έκανα πίσω γιατί έτρεμα στην ιδέα ότι θα διεκδικήσει όσα λάτρευα κι ίσως να κατάφερνε να τα κάνει δικά του. Μα δεν μπορώ να φύγω παίρνοντας μαζί μου ένα τόσο μεγάλο μυστικό. Η Σοφία έχει μια αδερφή που πρέπει να γνωρίσει κι έναν πατέρα απ’ τον οποίο την «έκλεψα». Εκείνη με συγχώρεσε, ελπίζω κι εσείς. Υπήρξα εγωιστής, το ξέρω όμως δεν άντεχα να σας χάσω. Όσο κι αν μ’ αγάπησες, ποτέ δεν τον ξέχασες, το ξέρω. Εύχομαι να μην είναι πολύ αργά να με συγχωρέσετε και να κερδίσετε το χαμένο σας χρόνο.
Σε λατρεύω, Πέτρος
Η Έλενα έμεινε να κοιτάζει μια το γράμμα και μια τη Σοφία.
-Μαμά μου, σε παρακαλώ, άκουσέ με. Ένα παρόμοιο γράμμα παρέδωσα στον Μάνο λίγες μέρες πριν. Πήγα και τον βρήκα έχοντας κάνει πρώτα μια μικρή έρευνα, γιατί δε θα ήθελα να εισβάλλω στη ζωή του απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Μάνος ζει στο εξοχικό τους, εκείνο μπροστά στη θάλασσα. Έχει χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, γιατί κατάλαβε πως δε θα μπορούσε να ευτυχήσει μακριά σου. Του εξήγησα τα πάντα. Διάβασα το ημερολόγιό σου έπειτα απ’ τις οδηγίες που μου έδωσε ο μπαμπάς, ο οποίος γνώριζε την ύπαρξή του εδώ και χρόνια. Αυτό το κουτί είναι απ’ το Μάνο, όπως και το δέμα που παρέλαβες σήμερα. Μαζί το στείλαμε. Μέσα εδώ θα βρεις όλες τις απαντήσεις στα ερωτηματικά που τον αφορούν. Γράμματα που ποτέ δεν έστειλε, τις φωτογραφίες σας, ό,τι δικό σου είχε στα χέρια του. Αυτή είναι η παρέα του εδώ και χρόνια. Διάβασέ τα. Θα κάτσω εδώ κοντά σου και θα περιμένω…
Η Έλενα ένιωσε ένα γλυκό μούδιασμα στο στήθος. Όχι δε θα κατέρρεε, όχι πριν φτάσει κοντά του.
-Σοφία μου δε χρειάζεται να περιμένεις. Πήγαινέ με σ’ εκείνον. Πάντα ερχόταν κι εγώ τον έδιωχνα, τώρα είναι η σειρά μου.
-Το κλειδί στο δέμα, είναι απ’ το σπίτι του. Το σπίτι σας, όπως μου είπε. Θέλει ν’ ανοίξεις μόνη σου και να μπεις, σου ανήκει κι αυτό όπως κι όλα τα δικά του…
Η Έλενα έβαλε το κλειδί στην πόρτα, προχώρησε και τον είδε να κάθεται στη βεράντα και ν’αγναντεύει τη θάλασσα. Πάντα τους άρεσε να βγαίνουν στο κρύο και να χάνεται το βλέμμα τους στη γραμμή που ενώνει τον ουρανό με τη θάλασσα. Τον πλησίασε και με φωνή που τρέμει του ψιθύρισε:
-Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, τις τωρινές κι όσες ακόμη μου χαρίσεις από δω και πέρα.
Κοιτώντας τη με εκείνο το βαθύ μαύρο βλέμμα της είπε μόνο μια λέξη …
-Θες;
-Όσο τίποτε άλλο…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη