Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Φτάνοντας στο σπίτι, η Σοφία ήξερε τη συνέχεια. Δεν την ένοιαζε ό,τι ήξερε για εκείνον, ήθελε μόνο να μην αφήσει αυτό που ένιωθε, να χαθεί. Ήξερε πως ήταν εγωιστικό και πάλεψε πολύ για να το πολεμήσει. Όμως ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της που κατασπάραζε κάθε εσωτερική μάχη.

Κλείνοντας την εξώπορτά της, σχεδόν τον έσπρωξε και ξεκίνησε να τον φιλάει σα να μη διέκοψαν ποτέ εκείνη τη στιγμή απ’ το παγκάκι. Ο Νίκος δεν αντιστάθηκε μέχρι που ένιωσε τα χέρια της να τον σφίγγουν από ηδονή. Εκείνος τραβήχτηκε σχεδόν θιγμένος.

– Τι έπαθες;

– Σοφία, δε γίνεται να προχωρήσει αυτό που ξεκινήσαμε.

– Ναι, ξέρω. Αλλά δε με νοιάζει.

– Όχι, δεν ξέρεις. Έχω πιει, δε νιώθω καλά. Δε θέλω να με πιέσεις άλλο γιατί δε θέλω να εκθέσω κανέναν.

– Ποιον να εκθέσεις; Τι λες;

– Την Εβίτα.

– Την Εβίτα; Tι δουλειά έχει η Εβίτα μ’ εμάς;

– Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί της.

– Νίκο τι λες; Με κοροϊδεύεις; Νομίζω το παράκανες με τις μπίρες.

Σφίγγει τα χείλη του μες το παράπονο κι ανοίγει την πόρτα. Η Σοφία είναι έξαλλη. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται. Αλλά κι αν καταλάβει κάποια στιγμή, δείχνει να μην τη νοιάζει. Δεν τον αφήνει να φύγει. Δε γίνεται να τα παρατήσει. Απ’ το φιλί τους κατάλαβε πως κι εκείνος την ήθελε. Έστω και για όσο διαρκεί ένα φιλί. Τη θέλησε για λίγο. Αυτό μέτραγε για ‘κείνη.

– Μη φύγεις. Περίμενε.

– Σοφία, μη με πιέζεις. Δε θέλω.

– Πες μου μόνο τον λόγο. Πες μου γιατί μου ανέφερες την Εβίτα;

– Είμαι ομοφυλόφιλος, δε σε κορόιδεψα. Με την Εβίτα είμαστε μαζί δύο χρόνια.

– Πώς γίνεται αυτό, πες μου.

– Η Εβίτα είναι τρανσέξουαλ. Εδώ και πέντε χρόνια ντύνεται όπως εσύ, όπως όλες οι γυναίκες γιατί δεν άντεχε να βλέπει την ανδρική της εμφάνιση.

Η Σοφία απλά έπεσε στον καναπέ. Τον κοιτάζει κατακλυσμένη απορία, γεμάτη ερωτηματικά. Δε βγαίνει λέξη απ’ το στόμα της. Ο Νίκος αμίλητος. Ντρέπεται για την εξομολόγησή του. Νιώθει πως εξέθεσε την Εβίτα και τον εαυτό του επειδή ζορίστηκε και μίλησε.

– Μίλα μου, πες μου κάτι. Πέντε λεπτά με κοιτάζεις και δεν έχεις τολμήσει ούτε να με διώξεις.

Εκείνη πήρε τα μάτια της από πάνω του κι έστρεψε το βλέμμα της στο πάτωμα. Έτσι όπως συνήθιζε άλλωστε.

– Μία λέξη πες μου μόνο. Ένα «φύγε» μου είναι αρκετό.

– Γιατί με φίλησες τότε;

– Δεν ξέρω.

– Εγώ γιατί δεν είχα καταλάβει τίποτα για την Εβίτα;

– Καταλαβαίνω ότι είσαι αναστατωμένη, αλλά μη ρωτάς πράγματα που δεν υπάρχει εξήγηση. Δε θέλω να της πεις κάτι όταν επιστρέψει απ’ την εξεταστική της. Θέλω μόνο να ξεχάσεις όσα σου είπα, θεωρώντας τα ως κάτι που θα σ’ αποτρέψει από ‘μένα. Μην αφήσεις τον εγωισμό σου να με κυνηγάει. Είναι ανώφελο κι είναι κρίμα, γιατί η ψυχή σου είναι σπάνια.

Της μιλούσε και προχωρούσε προς την πόρτα. Τελειώνοντας τις λέξεις του, την έκλεισε πίσω του. Δεν πρόλαβε ούτε να τον χαιρετήσει. Ίσως να μη χρειαζόταν κιόλας.

Εκείνο το βράδυ βρήκε τη Σοφία στον καναπέ μέχρι το επόμενο πρωί. Κοιτώντας το κενό και γεμίζοντας το τασάκι. Δεν ήξερε τι απ’ όλα την πλήγωσε. Η κρυφή ιστορία που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί, ένα φιλί που τάισε κάθε μικρή ελπίδα, τ’ ότι δεν έγινε δικός της όπως φανταζόταν;

Ίσως κάτι άλλο βαθύτερο που είχε κρυφτεί πίσω απ’ όλα αυτά τα γεγονότα που πρωταγωνιστούσαν στη ρουτίνα της. Η μοναξιά της, η αδυναμία της να βρει κάποιον που θα της επιβεβαιώσει ότι είναι ακόμα ζωντανή· ότι η ρουτίνα της μπορεί να εξατμιστεί με την έφοδο ενός έρωτα.

Έχει ψάξει ήδη πολύ στη ζωή της, έχει απογοητευτεί περισσότερες φορές απ’ όσες υπολόγιζε. Έψαξε σ’ απομονωμένους για να της μοιάζουν, έψαξε σε περιθωριακούς, σε αισιόδοξους, σε πληγωμένους, σ’ έτοιμους γι’ αγάπη. Κανένας δεν την έκανε ν’ αναπνεύσει λίγο έρωτα. Έψαξε μέχρι και στον Νίκο. Όχι μόνο έψαξε, αλλά παραβίασε.

Δε θα ξαναπάει στο καφέ, θα ξεχάσει καθετί που έγινε, που ένιωσε. Αν τύχει να ξαναδεί την Εβίτα κάπου τυχαία, θα προσποιηθεί ότι είναι η ίδια όπως τότε. Αυτά όλα όμως είναι αρκετά; Αν γίνουν όλα ξανά όπως σκοπεύει, θα είναι ευτυχισμένη; Θα νιώσει πληρότητα με κάποια απ’ τις προσποιήσεις που σκέφτηκε;

Το ξανασκέφτηκε, θα τον κυνηγήσει ως το τέλος. Δεν είναι φυσιολογικό να είναι ομοφυλόφιλος. «Δεν είναι φυσιολογικό» λέει και γελάει η ίδια με τις ηλίθιες σκέψεις της.

– Και ποιος ορίζει το φυσιολογικό;

Πετάει ερωτήσεις στο δωμάτιο που αντιφάσκουν κι ο μοναδικός ακροατής της, είναι η ίδια. Διακόπτει το μονόλογό της πιάνοντας βιαστικά το τηλέφωνο στα χέρια λες και ξέχασε κάτι να του πει.

– Καλησπέρα, ο κύριος Χρονόπουλος; Πήρα το τηλέφωνό σας απ’ την Εβίτα Αναστασίου πριν δύο μήνες που σας επισκεπτόταν. Θα ήθελα να κανονίσουμε μια συνεδρία όποτε έχετε κάποιο κενό στα ραντεβού σας. Σας χρειάζομαι.

Δύο μέρες ήταν πολλές μέχρι να τον συναντήσει, να μιλήσει, ν’ ανοιχτεί, να βοηθηθεί. Ένιωθε πραγματικά ότι τον έχει ανάγκη.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα