Ήταν πια χαράματα. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να ροζίζει πάνω στον ουρανό της Αθήνας. Περίεργο πώς καμιά φορά το ροζ μοιάζει απίστευτα πολύ με το κόκκινο. Δευτερόλεπτο μετά το δευτερόλεπτο, έδιωχνε τις σκιές απ’ τις πιο κρυφές γωνίες. Τίποτα δεν μπορούσε πια να κρυφτεί. Τίποτα δε γινόταν να μείνει στο σκοτάδι. Σύντομα ή και λίγο αργότερα, όλα πια θα φωτίζονταν απ’ το κόκκινο φως εκείνης της μέρας. Της μέρας που άλλαξαν όλα.
Η Φανή είχε μόλις ανοίξει τα μάτια της απ’ τον ήχο που ερχόταν απ’ την αυλή. Ήξερε πολύ καλά σε τι αντιστοιχούσε αυτός ο ήχος. Ήταν γνώριμος, οξύς, έντονος, σε καλούσε για να σηκωθείς, ακόμα κι αν ήσουν πολύ γερός οπαδός του ύπνου. Στον τρίτο χτύπο ήταν πια σίγουρη. Πετάχτηκε απότομα ρίχνοντας τα σκεπάσματά της κάτω. Έκανε να ανοίξει την πόρτα βιαστικά, μα τελευταία στιγμή τη συγκράτησε μια τυχαία ματιά στον καθρέφτη της. Έμοιαζε σαν ζητιάνα, που φορούσε μια πολύ ακριβή πιτζάμα. Κάνοντας έναν μορφασμό αυτολύπησης, έσιαξε βιαστικά τα ατημέλητα μαλλιά της σε μια τελευταία προσπάθεια να τιθασεύσει το χάος που είχε πάνω στο κεφάλι της και να κρύψει τα σημάδια της. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να τα δει κανένας, άλλωστε τι θα έλεγε ο κόσμος; Τίναξε το φόρεμά της, διορθώνοντας κάποιες κλωστές που είχαν ξεφύγει απ’ τη ραφή. Άρπαξε τα παπούτσια της βιαστικά κι έτρεξε αφήνοντας την πόρτα του δωματίου της ανοιχτή.
Τα βήματά της έτρεχαν πάνω στη σκάλα, προλαβαίνοντας το ένα το άλλο με μια ασυνήθιστη επιτακτικότατα για την ίδια. Όρμησε σαν σκυλί που μύρισε πρώιμα το φαγητό του, έξω απ’ το σπίτι, λες κι αν έχανε άλλο ένα δευτερόλεπτο χωρίς να επιβεβαιώσει την υποψία της, θα πέθαινε από υπερβολική ανυπομονησία. Δεν μπορεί, ήταν ο ίδιος ήχος. Αυτός ο ήχος, που είχε μάθει πια, καλύτερα κι απ’ τη φωνή της. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν ήταν πάνω στο δικό της σώμα. Ήταν κάποιος άλλος.
Ένα χρόνο νωρίτερα, 504 χιλιόμετρα βόρεια.
Κι εκείνος ο άλλος, ζούσε πολύ μακριά από ‘κει τον δικό του Σεπτέμβρη, που δε θύμιζε σε τίποτα την ηρεμία του σπιτιού της Φανής. Είχε πια μπει για τα καλά και τα βράδια έπιανε εκείνη η εκνευριστική υγρασία που κάνει ακόμα και τους πιο επιφυλακτικούς, να μισήσουν κάτι απ’ το φθινόπωρο. Έβλεπες τα χρώματα να εναλλάσσονται σε γκρι και λαδί αποχρώσεις, κι έλεγες μέσα σου πως καλύτερα να είχες να κοιτάς τον λευκό σου τοίχο απ’ το να βλέπεις όλη αυτή την μούχλα, καθώς οι μέρες σταδιακά έχαναν την υπεροχή τους κι οι νύχτες έπαιρναν ένα σαφές προβάδισμα. Αν αυτή η εποχή είχε ήχο, θα ήταν σίγουρα εκείνο το παράφωνο παράσιτο που κάνει το ραδιόφωνο όταν δεν πιάνει καλά έναν σταθμό. Άλλωστε δεν αρμόζει τίποτα λιγότερο στο μεγαλείο μιας τόσο σταθερής και χρόνιας μελαγχολίας όπως αυτή που προσφέρει απλόχερα στους ανθρώπους το φθινόπωρο. Η Θεσσαλονίκη γνώριζε πρωτοφανή κίνηση για τα δεδομένα μιας συνηθισμένης Πέμπτης. Κι όπως όλες οι Πέμπτες διαδέχονται μια Παρασκευή, εκείνη η Παρασκευή, δε θα ήταν ποτέ ξανά στην ανάμνησή του ως «μια».
Το εισιτήριό του έγραφε 19 Οκτώβρη κι ο προορισμός του ήταν η Αθήνα. Είχε χρόνια να γυρίσει πίσω. Οι μνήμες ήταν πάντα πολύ πιο ισχυρές από αυτές που μπορούσε να αντέξει. Σίγουρα θα είχαν αλλάξει όλα τόσο πολύ κι εκείνος δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τις αλλαγές. Η σταθερότητα είναι κατά κόρον πιο χειραγωγήσιμη άλλωστε και ό,τι μένει σταθερό μένει πάντα γνώριμο. Το γνώριμο δεν μπορεί να σε βλάψει, αυτή ήταν πάντα η συλλογιστική του. Αυτή η ίδια νοοτροπία που τον οδήγησαν να την χάσει.
Μα τώρα, τόσα χρόνια μετά, που τα μετρούσε αμήχανα 13 πια, ήθελε να γυρίσει. Το είχε ανάγκη, σαν ξαφνικά το σώμα του, που είχε μάθει να υπακούει τυφλά, του θύμισε πως είχε ανοιχτούς λογαριασμούς να κλείσει. Λογαριασμούς που δεν τολμούσε να παραδεχτεί στον εαυτό του, επικαλούμενος στους γύρω του μια διαρκή εργασιομανία, η οποία στο βάθος ποτέ δεν του ταίριαξε. Ήξερε ότι εκείνη πια είχε φτιάξει τη ζωή της, ήξερε πως δεν του άνηκε καμία θέση κοντά της. Άλλωστε εκείνη το είχε επιλέξει. «Φανιώ», έτσι τη φώναζε όταν ήθελε να την πειράξει κι εκείνη τρελαινόταν απ’ τα νεύρα της. Το μισούσε αυτό το παρατσούκλι. Άραγε αυτός πώς να τη φωνάζει; Μάλλον θα είχε βρει κάτι πολύ καλύτερο, κάτι σαν «αγάπη μου» ή «μωρό μου», κάτι που να ταιριάζει στην τέλεια σχέση που είχε. Έπρεπε να μάθει, έπρεπε να δει άλλη μια φορά, να καταλάβει, να μπορέσει επιτέλους να προχωρήσει.
Έτσι πέταξε σε ένα σάκο δυο παλιά τζιν και τη μαύρη φόρμα του, που πια είχε λιώσει μα αρνούνταν πεισματικά να αποχωριστεί, το μικρό μαύρο του τετραδιάκι, ένα βιβλίο για το δρόμο και δυο πακέτα τσιγάρα. Έκλεισε την πόρτα του μικρού του διαμερίσματος, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στο δρόμο σχεδόν κυνηγημένος. Έπιασε τον εαυτό του να βιάζεται να πάει στον σταθμό, παρ’ όλο που είχε μπροστά του τρεις καθαρές ώρες αναμονής για το προγραμματισμένο βραδινό δρομολόγιο του Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Είχε πάντα μια αγάπη για τα τρένα. Έκαναν το ταξίδι του ενδιαφέρον, του προσέθεταν πάντα τη μαγεία της κίνησης. Του φαινόταν εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός πως η γη ήταν χωρισμένη σε τεράστιες λωρίδες διαδρομών, που συνέδεαν το ένα μέρος με το άλλο. Δυο ξύλα και τέσσερις τροχοί, θα τον γύριζαν εκεί που δεν τόλμησε να πατήσει τόσο καιρό. Σαν φάντασμα που περνούσε και πάλι στον κόσμο των ζωντανών αυτή η ιστορία κι ούτε που ήξερε εν τέλει γιατί τα σκάλιζε ξανά. Πολλές οι ερωτήσεις κι οι απαντήσεις πέντε ώρες μόνο μακριά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, αποχαιρέτησε το βράδυ με ένα τελευταίο τσιγάρο και με γρήγορο βήμα μπήκε στο τρένο. Στρίμωξε το ασυνήθιστα μεγάλο ύψος του στο κάθισμά του, άνοιξε το βιβλίο του και χαμογέλασε διακριτικά σε μια κοπελίτσα που κάθισε δίπλα του. Καλούτσικη ήταν, υπό άλλες συνθήκες θα της είχε πιάσει κουβέντα, μα σήμερα το βράδυ άνηκε σε ‘κείνον και το παρελθόν του.
Ένα παρελθόν που διψούσε να έρθει ξανά στην επιφάνεια, να του θυμίσει και πάλι όλα εκείνα που με κόπο προσπαθούσε να ξεχάσει.
Κάπως έτσι, ανάμεσα σε νύχτα και μπερδεμένες σκέψεις, αποκοιμήθηκε, ξέροντας πως θα ξυπνήσει 504 χιλιόμετρα νότια της Θεσσαλονίκης. Εκεί που όλα ξεκίνησαν. Στο ίδιο μέρος που όλα, ήταν για να τελειώσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη