Την πρώτη φορά που η Φανή γνώρισε τον Γιάννη, ήταν μία απ’ τις πιο περίεργες νύχτες της ζωή της. Ήταν από εκείνες τις φορές που ξεκινούσες απλά για ένα χαλαρό ποτάκι, μια μπίρα στο όρθιο για να γυρίσουμε και γρήγορα στα σπίτια μας. Με τα χίλια ζόρια είχε καταφέρει η κολλητή της να τη σύρει έξω απ’ το διαμερισματάκι της, υποσχόμενη κέρασμα και γρήγορη αποδέσμευση. Πόσο στραβά θα μπορούσε να πάει το πράγμα, έτσι σκέφτηκε κι η ίδια, μια μπίρα είναι μόνο, στην τελική.

Μια μπίρα που τελικά έγιναν έξι και στη συνέχεια μετατράπηκαν σε βότκα και τεκίλα, γιατί πολύ απλά είχε προσφορά το μαγαζί. Κατέληξαν να μιλάνε ώρες ατελείωτες, μια να βουρκώνουν και μια να γελάνε, άλλωστε πάντα έχεις κάτι να πεις με την κολλητή σου. Ακούστηκαν πολλά ονόματα, πολλές ιστορίες, πολλοί πρώην, νυν και εσαεί. Η Φανή είχε μόλις ξεμπλέξει από μια μακροχρόνια σχέση που την είχε κυριολεκτικά καταστρέψει, όπως μόνο ο χρόνος ξέρει να φθείρει τα πράγματα και τους ανθρώπους. Χωρίσανε επεισοδιακά, το πακέτο τα είχε όλα, δάκρυα, βρισιές,  σκληρά λόγια και παρακάλια απελπισίας για επανένωση, μέχρι που πια δεν είχε νόημα ούτε η καλημέρα. Κάπου στο ένατο σφηνάκι, μπορεί να ήταν κι εικοστό αλλά καμιά τους δεν μετρούσε πια, φώναξε την πιο κλισέ ατάκα που μπορείς να ακούσεις από χωρισμένο άνθρωπο, όλο πάθος κι υπερηφάνεια:

-«Δε θα ξαναερωτευτώ ποτέ μου!»

-«Πας στοίχημα;»

Η φωνή που ακούστηκε δεν ήταν της κολλητής της. Ήταν αντρική, μπάσα, εκνευριστικά θρασεία και προφανώς αδιάκριτη. Ποιος τολμούσε να την ειρωνεύεται μέσα στα μούτρα της, την ώρα που έπαιρνε αποφάσεις τύφλα μεθυσμένη; Γύρισε σε αργή κίνηση, φορώντας το χαρακτηριστικό θυμωμένο βλέμμα της, εκείνο που είχε όταν ήξερες ότι την έχεις γαμήσει που την εκνεύρισες.

-«Συγγνώμη;»

-«Δε με άκουσες;»

-«Σε ξέρω;»

-«Όχι, αλλά θα με μάθεις. Θα είμαι αυτός που θα ερωτευτείς, αμέσως μετά».

«Άντε γαμήσου, αγόρι μου βραδιάτικα. Νατάσσα, πάμε να φύγουμε».

Ήταν ξεκάθαρα προκλητικός, όπως αρμόζει σε κάθε άντρα που θέλει να εκνευρίσει μια γυναίκα. Το ίδιο μεθυσμένος, την είχε προσέξει εδώ κι αρκετή ώρα κι απλά έμενε να παρατηρεί τη συζήτηση περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να κάνει το σχόλιό του. Ήταν ψηλός, περίεργα όμορφος, απεριποίητος σχετικά, με σγουρά μαύρα μαλλιά να πέφτουν άναρχα στο πρόσωπό του κι ένα σκουλαρίκι να κρέμεται στο χείλος του. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, σχεδόν απόκοσμα σκούρα, ειρωνικά και πανέξυπνα. Είχε καταφέρει αυτό που ήθελε. Να της τραβήξει την προσοχή. Σηκώθηκε γρήγορα και πηγαίνοντας κοντά της, την έπιασε απ’ τον ώμο αγκαλιά, σαν να ήταν φίλοι από καιρό και είχαν απεριόριστη οικειότητα.

«Πού λέτε να πάμε κορίτσια; Ξέρω ένα καλό παρτάκι που γίνεται δυο στενά πιο κάτω σε ένα σπίτι φίλου. Πάμε να τα πιούμε;»

Η Φανή γύρισε εξαγριωμένη πλέον προς τη μεριά του, έτοιμη κυριολεκτικά να τον αρχίσει στα χαστούκια, άσχετα που δεν τον είχε σε καμία περίπτωση σωματικά.

«Να έλεγα, μιας και μόλις γλύτωσα την τσάντα σου κι έχεις ακόμα λεφτά να με κερνούσες ένα ποτάκι».

Με μια κίνηση έβγαλε απ’ την τσέπη του μπουφάν του το μικρό τσαντάκι που είχε πάρει μαζί της και της το παρέδωσε όλο αυτοπεποίθηση και σιγουριά νικητή. Εκείνη τα ‘χασε. Κοίταξε αντανακλαστικά το σημείο της καρέκλας που νόμιζε ότι το είχε αφήσει, δεν είχε παρατηρήσει καν ότι έλειπε εδώ και πόση ώρα. Τι φάση; Είχε προσπαθήσει και να τη ληστέψει από πάνω; Η βότκα κι η τεκίλα μαζί με τις μπίρες είχαν αρχίσει να βαρούν ανελέητα τον εγκέφαλό της κι ένιωθε ότι αν δε γίνει μετάφραση του επεισοδίου άμεσα, θα έπρεπε να αλλάξουν το κανάλι στα ελληνικά.

Με τα πολλά και τα λίγα, μετά από λίγες φωνές και πολλή ειρωνεία βγάλανε μια άκρη. Ο Γιάννης καθόταν στην καρέκλα που ήταν κολλητά δίπλα στη δική της και λίγο νωρίτερα η τσάντα της είχε βρεθεί στο πεζοδρόμιο με μια απότομη δική της κίνηση, εκτεθειμένη σε όποιον ήθελε κανένα εξτραδάκι εκείνο το βράδυ. Εκείνος τη σήκωσε για να της τη δώσει, την ίδια στιγμή που εκείνη ορκιζόταν αιώνια μοναξιά κι αποχή απ’ τον έρωτα. Και κάπως έτσι ο Γιάννης έγινε ο πιο εκνευριστικά διαχυτικός σωτήρας της βραδιάς.

Με τα λίγα και τα πολλά κι αφού εκείνη ήταν υπερβολικά κουρασμένη για να μαλώνει για μια τσάντα κι ένα άγγιγμα, η δήλωση περί έρωτα ήταν ακόμα υπό συζήτηση, φτάσανε στο σπίτι του φίλου του, με την κολλητή της να την καληνυχτίζει όλο υπονοούμενο για το υπόλοιπο της βραδιάς. Άλλωστε, είχε ήδη αρχίσει να μεταβαίνει στη ζώνη του λυκόφωτος, τι θα μπορούσε να πάει χειρότερα; Το σπίτι έμοιαζε λίγο πολύ με εκείνες τις γελοία ακριβές βίλες που βλέπεις στα σίριαλ κι απορείς τι δουλειά κάνει κάποιος για να μένει σε τέτοιο σπίτι.  Τα είχε όλα, τρία πατώματα και γυάλινες τζαμαρίες για να μπορείς να ζηλέψεις με την ησυχία σου το εσωτερικό, πισίνα, θάμνους κουρεμένους σε σχήμα φλαμίνγκο, εξωτερικό μπαρ και πολύ αλκοόλ διαθέσιμο.

«Ώστε είσαι ο επόμενος λες; Πολλή αυτοπεποίθηση έχεις για τέτοια φάτσα».

Γύρισε απ’ την άλλη και χαμογέλασε πίνοντας μια γουλιά απ’ το ποτό της. Είχε αρχίσει να απολαμβάνει επικίνδυνα την παρέα του, υπήρχε κάτι το πρόστυχο στον τρόπο που την κοιτούσε, κάτι το ενδιαφέρον στο πόσο άμεσος ήταν απέναντί της. Ή μπορεί απλά να είχε πιει αρκετά.

«Μπορεί. Να ξέρεις ότι σήμερα θα σε φιλήσω. Και θα σου αρέσει. Απλά στο λέω για μην πεις ότι δε σε ενημέρωσα. Μπορείς να χαμογελάσεις ξανά τώρα».

Δεν ήξερε αν ήθελε να τον τραβήξει σε μια γωνία για να τον γδύσει ή να τον σκοτώσει. Ήταν απίστευτα εκνευρισμένη που απλά αποφάσιζε για την ίδια, αλλά υπήρχε και κάτι απίστευτα ερεθιστικό στην όλη υπόθεση.

«Αν τολμήσεις να με πλησιάσεις, απλά θα βρεθείς μέσα στην πισίνα. Κι εγώ μην πεις πως δε σε ενημέρωσα».

Από ‘κει και μετά, όλα κάπως θόλωσαν. Υπήρχαν μόνο μικρές φευγαλέες εικόνες που χάνονταν και πάλι στα άδυτα της βότκας. Την επόμενη μέρα ξύπνησε με απίστευτο πονοκέφαλο κι άγνοια του χώρου που βρισκόταν. Δίπλα της, ο Γιάννης κοιμόταν στο κρεβάτι του, ήξερε και πού βρισκόταν και τι είχε συμβεί. Τα ρούχα και των δύο, ακόμα βρεγμένα, ήταν πεταμένα στο πάτωμα του δωματίου.

Και κάπως έτσι, με τον πιο παράδοξο τρόπο, ένα ακόμα «δε θα ξαναερωτευτώ ποτέ», έσβησε μέσα σε ένα βράδυ.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη