Όταν περνάς όμορφα και με ανθρώπους που αγαπάς, οι μέρες κυλάνε χωρίς να το καταλάβεις. Έτσι πέρασαν κι οι μέρες του ταξιδιού τους. Τελευταίο βράδυ, λοιπόν, κι η στιγμή που περίμενε όλη μέρα ο Γιώργος για να εκπλήξει την Ελισάβετ είχε φτάσει. Λίγα λεπτά ακόμη κι όμως δεν κρατιόταν. Η αγωνία κι ο ενθουσιασμός ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του χωρίς να μπορεί να τα κρύψει. Αλλά και γιατί να το κάνει; Ένιωθε ευτυχισμένος και ήθελε να το δείχνει με όλη του την ψυχή. Η ευτυχία, άλλωστε, δεν κρύβεται, φαίνεται στα μάτια.
-«Ελισάβετ, είσαι έτοιμη;»
-«Για ποιο πράγμα, Γιώργο;»
-«Γι’ αυτό που έχω ετοιμάσει για σένα. Έχει έρθει η ώρα και δεν αντέχω άλλο την αναμονή».
-«Καλά-καλά πάμε, χαζό μου αγόρι, έρχομαι!»
Δυο ορόφους πιο πάνω. Εκεί είχε κλείσει ο Γιώργος την αίθουσα για να περάσουν το βράδυ μαζί. Δεν ήταν φυσικά μια οποιαδήποτε αίθουσα. Ήταν ένα μέρος σχεδόν μαγεμένο, παραμυθένιο. Δεν το συναντάς κάθε μέρα και για να έχεις ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως αυτό που είχε ο Γιώργος, χρειάζεται να βάλεις όλη σου την αγάπη και τη λαχτάρα σε αυτό. Να το θες πολύ για να το κάνεις.
Κι ο Γιώργος τα είχε όλα αυτά. Αγάπη, αλλά κι έρωτα για την Ελισάβετ. Γι’ αυτό έστησε μια αίθουσα γεμάτη αρώματα, με τριαντάφυλλα σκορπισμένα παντού, αλλά το καλύτερο κι αυτό που άφησε άφωνη την Ελισάβετ, με το στόμα ανοιχτό, ήταν η μπανιέρα που υπήρχε στη μέση του δωματίου με αφρόλουτρα και δυο ποτήρια σαμπάνια.
Αλλά δεν τελειώνουν όλα εκεί. Η θέα ήταν απερίγραπτα εκθαμβωτική. Μην ξεχνάμε πως το ταξίδι ήταν στο Παρίσι. Το πιο ρομαντικό μέρος σε ολόκληρο τον κόσμο κι ο πρώτος προορισμός για όλα τα ζευγάρια. Έχει κάτι παραδεισένιο, όπως κι η θέα απ’ το παράθυρο. Φωτισμένος ο πύργος του Άιφελ, όλο το Παρίσι στα κατάλευκα κι η μαγεία των Χριστουγέννων στολισμένη σε κάθε γωνιά του Παρισιού.
Η Ελισάβετ αντικρίζοντας αυτή την όμορφη έκπληξη δάκρυσε από χαρά κι ευτυχία. Δεν το περίμενε. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συλλάβει το μυαλό της, ούτε καν να το κάνει εικόνα με έναν άνθρωπο. Κι όμως ζούσε ένα όνειρο. Μετά από ένα πεντάλεπτο ξαφνιασμού, γύρισε απότομα, αγκάλιασε όσο σφιχτά μπορούσε τον Γιώργο και τον φίλησε με όλο της το πάθος. Μπήκαν κι οι δύο στην μπανιέρα, πήραν τα ποτήρια κι η πρόποση τόσο του Γιώργου όσο και της Ελισάβετ ήταν για ένα ευτυχισμένο μέλλον μαζί.
-«Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, Γιώργο. Ευχαριστώ για το συναίσθημα που με κάνεις να νιώθω».
-«Βγαίνει απ’ την καρδιά μου. Δεν το σκέφτομαι καθόλου. Φαντάζομαι αυτό είναι έρωτας».
-«Θυμάσαι που σου είπα νωρίτερα πως θέλω να σου μιλήσω;»
-«Ναι, το θυμάμαι και για να πω την αλήθεια με έχεις αγχώσει λιγάκι».
Τότε ήταν που ξεκίνησε η Ελισάβετ να μιλάει για όσα νιώθει για αυτόν. Φυσικά η έκπληξη του Γιώργου βοήθησε αρκετά στο να ξεδιπλώσει τις σκέψεις της κι όλα όσα ήθελε να του πει. Ένα πάθος, ένας έρωτας και μια αγάπη ξεχείλιζαν από μέσα της. Περιέγραφε τα αισθήματά της σαν παιδί που ερωτεύεται για πρώτη φορά. Και λεπτό με το λεπτό το χαμόγελο του Γιώργου στο πρόσωπό του μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Δεν ήταν, όμως, μόνο απ’ την πλευρά της Ελισάβετ. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής με αυτά που έκανε, αυτό έδειχνε. Μέχρι που ούτε αυτός άντεξε. Έγινε μια έκρηξη μέσα του κι όλα του τα αισθήματα κατέκλυσαν το στόμα του. Ανεξέλεγκτα και χωρίς δεύτερη σκέψη εξέφρασε στην Ελισάβετ αυτά που ένιωθε.
-«Γιώργο;»
-«Ελισάβετ;»
-«Νιώθω παραδόξως πολύ ερωτευμένη και το μυαλό μου κάνει σχέδια, όνειρα και τρέχει πολύ».
-«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Οφείλω όμως να ομολογήσω πως το δικό μου μυαλό έχει κολλήσει μονάχα σε μια σκέψη.»
-«Και ποια είναι αυτή;»
-«Δεν ξέρω αν είναι ο σωστός χρόνος, δε θέλω να τρέχω, αλλά το νιώθω σίγουρα πολύ έντονα».
Χωρίς να πει τίποτα περισσότερο η Ελισαβετ τον τράβηξε κοντά της και τον αγκάλιασε, αφού πρώτα του είχε σκάσει ένα φιλί όλο έρωτα κι υποσχέσεις. Το βράδυ κύλησε κάπως έτσι με τους δυο να ζούνε τον έρωτά τους. Όπως άλλωστε ήταν και το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους κι ίσως κάθε άλλο βράδυ από τότε.
Η επόμενη μέρα τους είχε βρει κι η ώρα της αναχώρησης είχε φτάσει. Ευτυχισμένοι που ήταν μαζί, αλλά και λίγο μελαγχολικοί που άφηναν ένα τόσο όμορφο μέρος μαζί με τόσες όμορφες στιγμές πίσω, αναχώρησαν για το αεροδρόμιο. Όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του Γιώργου άφησαν τα πράγματά τους και κάθισαν να ξεκουραστούν. Ο Γιώργος, όμως, δεν άντεξε. Το σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης.
-«Ελισάβετ, έχω μια πρόταση να σου κάνω».
-«Πρόταση γάμου να μην είναι και για όλα τα άλλα είμαι όλη αφτιά», είπε και του έκλεισε το μάτι.
-«Εντάξει, όχι, δεν τρέχω τόσο πολύ», της είπε όλο γέλια, «Θα σου έλεγα αν θες να ‘ρθεις να μείνεις στο σπίτι μου. Δεν αντέχω στην ιδέα ότι θα είσαι μακριά μου μετά από όλα αυτά που περάσαμε».
Τον κοίταξε για λίγο η Ελισάβετ κάπως σκεπτική. Στην αρχή σκέφτηκε όλα όσα θα έπρεπε να αφήσει πίσω της, στην Αθήνα. Τη δουλειά, το σπίτι της, τους φίλους της, την οικογένειά της. Μετά σκέφτηκε τον Γιώργο κι όλα όσα έζησαν κι ένιωσε αυτές τις μέρες. Η ζυγαριά ήταν πενήντα-πενήντα. Όμως η Ελισάβετ δεν ήξερε τι να πει.
-«Θα το σκεφτώ και θα σου απαντήσω, Γιώργο. Είναι μεγάλη απόφαση».
-«Το ξέρω, πάρε το χρόνο σου», της είπε και πήγε προς το δωμάτιο να ξαπλώσει.
Το ήξερε φυσικά μέσα του πως κάτι τέτοιο θα απαντούσε. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι παρορμητικοί κι αυθόρμητοι όπως αυτός. Όσο όμως κι αν το περίμενε, τον πείραξε λιγάκι. Η Ελισάβετ γύρισε στην Αθήνα, οι μέρες περνούσαν κι οι δυο τους τα πήγαιναν πολύ καλά. Λίγο καιρό αργότερα η Ελισάβετ χτύπησε απροειδοποίητα την πόρτα του Γιώργου.
-«Ήρθα, αλλά νομίζω έφερα πολύ λίγα πράγματα μαζί μου και θα χρειαστεί να επιστρέψουμε για να τα πάρουμε όλα».
Άφωνος ο Γιώργος, έκπληκτος, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ευτυχισμένος, αφού δεν το περίμενε καθόλου. Κι έτσι κι έγινε, επέστρεψαν μαζί για να πάρουν όσα έπρεπε και μια κοινή ζωή ξεκίνησε για τους δυο τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη