Τρανσυλβανία της Ρουμανίας, 1950
«Μα εγώ σε θέλω, Τζέι, δεν μπορώ να ζω χωρίς εσένα. Χωρίς να απολαμβάνω το άρωμά σου απ’ τον λαιμό σου, χωρίς το απαλό σου δέρμα, χωρίς εσένα. Σου ανήκω.»
Η μικρή Τζέι γέλασε. Ίσως ήταν η αθωότητά της, ίσως η αφέλειά της, αλλά τον λυπήθηκε. Λυπήθηκε άλλο ένα απ’ τα θύματα της οικογένειάς της.
«Αγαπητέ μου, με κολακεύεις, αλλά δε θέλεις ακριβώς έμενα. Ή ίσως και να θέλεις κι έμενα. Αχ, δεν ξέρω, μακάρι να θέλεις έμενα. Άλλα νομίζω είσαι κι εσύ άλλο ένα θύμα της μαγείας μας. Βλέπεις, είναι κάτι σαν κατάρα άλλα κι ευλογία για εμάς. Μπορούμε να έχουμε τον καθένα, καταδικασμένες όμως να μη ζήσουμε ποτέ τον αληθινό έρωτα.»
Κάπως έτσι τινάχτηκε απ’ τα λεύκα σεντόνια, και πλησίασε προς το παράθυρο. Κοίταξε τα σκυλιά έξω, που παίζανε στην ύπαιθρο, αθώα κι ανέμελα.
«Μπορεί να ακούγεται ωραίο. Θεωρητικά μπορείς να έχεις όποιον θέλεις. Θεωρητικά μπορείς με το άρωμά σου να μαγέψεις τους πάντες. Είναι αυτό το γιασεμί που σε καταδικάζει σε αυτόν τον έρωτα. Άλλα ξέρεις τι δεν μπορείς να έχεις ποτέ; Δεν μπορείς να έχεις αυτόν τον ανέμελο κι ελεύθερο αέρα που χαίρονται τώρα αυτά τα κουτάβια.»
Γύρισε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το ύφος του πια τρομαγμένο και σοβαρό.
«Απ’ όλους, νομίζω σε ερωτεύτηκα. Νομίζω σε ερωτεύτηκα, χωρίς να πρέπει. Ειρωνεία, σωστά; Να μπορείς να νιώσεις όλον αυτόν τον έρωτα που περιστρέφεται γύρω σου, αλλά να μην μπορείς να ερωτευτείς. Να φοβάσαι να ερωτευτείς, επειδή είσαι καταδικασμένος να χάνεις ό,τι ερωτεύεσαι. Να έχεις τον καθένα, χωρίς ακριβώς να έχεις κανέναν. Και δεν ξέρω πώς σε ερωτεύτηκα. Πώς υπήρξα τόσο αφελής. Και να σου πω κι ένα μυστικό, ένα δικό μας μυστικό;»
Γύρισε και χώθηκε στο κρεβάτι δίπλα του. Ο ίδιος ακόμα σιωπηλός και παγωμένος. Δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση για να την αγγίξει.
«Μην είσαι έτσι, Ντένις. Κι άκουσέ με, άκουσέ μας μάλλον.» είπε κι αυτομάτως τράβηξε το χέρι του και το τοποθέτησε στην κοιλιά της.
«Άκουσέ μας, μωρό μου. Γιατί είμαστε κι οι δυο δικοί σου.»
Ο Ντένις τράβηξε το χέρι του με δύναμη. Το πρόσωπό του δεν πρόδιδε καμία διαφορετική αντίδραση, παρά τα όσα του είχε μόλις πει η Τζέι. Ήταν εξίσου ανέκφραστος. Παράλληλα κι εξίσου τρομαγμένος.
«Τζέι, μου λες πως είσαι μάγισσα; Νόμιζα πως όλες είχαν πεθάνει στην τελευταία απόπειρά μας να κάψουμε τα σπίτια τους.»
«Σσσσσ. Είναι το μυστικό μας. Υπάρχουν ακόμα μάγισσες στην Τρανσυλβανία, μωρό μου, και θα υπάρχουν για πολύ ακόμα, γιατί είμαστε οι πιο αθώες, οι πιο ήσυχες από όλες. Βλέπεις, ξεχωρίζουμε μονάχα με το άρωμά μας. Είναι λίγο τρελό, αν το σκεφτείς.»
«Γι’ αυτό μυρίζεις τόσο έντονα γιασεμί;» σχεδόν φώναξε.
«Ναι, μωρό μου, γι’ αυτό. Κι αυτή είναι η μαγεία του. Να κολακεύει κάθε άντρα. Και ταυτόχρονα η καταδίκη του να μη νιώσεις ποτέ τον αληθινό έρωτα. Άλλα εγώ σε βρήκα. Οπότε νομίζω βρήκα και τον αληθινό μας έρωτα.»
Ο Ντένις την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Άπειρα σενάρια πέρασαν απ’ το μυαλό του. Δε γινόταν να αφήσει τα πράγματα έτσι, έπρεπε να βάλει ένα τέλος.
«Πήγαινε σπίτι, μωρό μου, και πες στις αδερφές σου για το παιδί μας. Θα ‘ρθω το βράδυ να απολαύσουμε το δείπνο μας και να σε ζητήσω εγώ ο ίδιος από ‘κείνες».
Ίσως, μεταξύ μας, όλοι να ‘πρεπε να αποδεχτούμε ότι η αγάπη είναι σπάνια. Κι ίσως και να μην την νιώσουμε ποτέ. Κι αυτό συνέβη και στην ιστορία μας. Μα πόσο αφελής να ‘σαι για να νομίζεις πως σε ερωτεύτηκαν; Για να μιλήσεις για το πιο κρυφό σου μυστικό;
Η μικρή Τζέι συνέχισε ανέμελη τον δρόμο της. Σήμερα δε θα γύριζε έτσι σπίτι. Σήμερα για ‘κείνη είχε σπάσει η κατάρα της. Περπατώντας με το χέρι στην κοιλιά της αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο δάσος και να μαζέψει λουλούδια. Το χαμόγελό της, πιο έντονο κι αληθινό από ποτέ, τα μάτια της να γυαλίζουν. Επιτέλους, είχε αυτό που ήθελε. Έναν αληθινό έρωτα. Και ποιος δε χάνεται σε αυτή την ιδέα!
Ο Ντένις έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, οι λύσεις γι’ αυτόν δεν ήταν πολλές. Δε θα άφηνε ποτέ κανέναν να πέσει ξανά θύμα της μαγείας τους. Το τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι δεδομένο. Και δε θα έκανε τίποτα λιγότερο.
Λένε πως ένα τριαντάφυλλο κομμένο κι απομακρυσμένο απ’ το φυσικό του περιβάλλον θέλει δέκα με δεκαπέντε μέρες για να μαραζώσει και να πεθάνει. Κάπως έτσι είναι και με τις μάγισσες. Το σώμα τους, ιδιαίτερα εύφλεκτο, θέλει μονάχα 15 δευτερόλεπτα για να καεί. Οι φωνές τους ηχούν χιλιόμετρα μακριά. Και όλο το χωριό ξέρει πως η καταδίκη ήρθε.
Η επίθεση στην οικογένεια Ντάλας ξεκίνησε με ένα μεγάλο χτύπο στο παράθυρο. Οι φωνές ξεκίνησαν να ηχούν απ’ την πρώτη κιόλας εισβολή. Το σπίτι γέμισε φλεγόμενα μπουκάλια κι οι φωτιές το αγκάλιασαν αμέσως. Τα ουρλιαχτά ξεκίνησαν να ηχούν σε όλη την περιοχή. Ο Ντένις κοιτούσε σοκαρισμένος τις φλόγες. Έκανε άραγε το σωστό; Για λίγο σκέφτηκε να μπει κι ο ίδιος μες στη φωτιά, να χαθεί κι εκείνος στην άβυσσο.
«Έλα, αγόρι μου, πάμε να φύγουμε. Έκανες το σωστό.» Άκουσε τη βαριά φωνή του θείου του, που συνοδεύτηκε απ’ τον ήχο των πετάλων του άλογου του. Ανέβηκε κι εκείνος στο άλογό του κι έφυγαν.
Η Τζέι, χαμένη στο δάσος και στις μυρωδιές, με κατεύθυνση το σπίτι της, λύγισε κι έπεσε κάτω στις πρώτες κραυγές, στις πρώτες δόσεις καμένου που έφτασαν στο σώμα της. Ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί. Άκουγε τους λυγμούς των αδερφών της, που την ρώταγαν «γιατί». Πλέον δεν είχε να κάνει πολλά. Ξεκίνησε να τρέχει στο δάσος, μέχρι να καταφέρει να χαθεί σε κάποιο διπλανό χωριό. Κι εκεί ίσως βρήκε την ευκαιρία της.
Χάθηκε με μια οικογένεια στη μακρινή Ελλάδα. Εκεί όπου οι ιστορίες για μάγισσες δεν ήταν πια διάσημες. Βρέθηκε σε ένα νησί. Της πήρες βδομάδες να φτάσει εκεί και νομίζω κανένας δεν ξέρει ακριβώς τη συνέχεια της δικής της ιστορίας. Ίσως μόνο η δισέγγονή της…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη