Οι γιορτές χωρίς οικογένεια δεν είναι ακριβώς γιορτές. Να μην έχεις ένα τραπέζι να γεμίσεις. Όχι με υλικά αλλά με ανθρώπους. Να μην έχεις χέρια να χορέψεις. Αγκαλιές να χωθείς. Κι ίσως τα Χριστούγεννα μόνος να ‘ναι λίγο πιο δύσκολα. Γιατί η αγάπη ξεχειλίζει από παντού. Και δεν είσαι σίγουρος αν χαίρεσαι ή αν ζηλεύεις. Κι είναι ίσως ακόμα πιο δύσκολα όταν τα περνάς με την αγωνιώδη αναμονή των εξετάσεων. Εξετάσεις ικανές να ορίσουν την ίδια σου τη ζωή.
«Θα σε περιμένω το βράδυ για μελομακάρονα και ζεστό τσάι μπροστά απ’ το τζάκι» διάβασε το μήνυμα που μόλις είχε πληκτρολογήσει στο κινητό της, κατ’ επανάληψη. Σκέφτηκε αρκετές φόρες μήπως άλλαζε κάτι. Μήπως του μίλαγε. Αλλά απλά χαμογέλασε στην ιδέα ότι το βράδυ θα ‘ναι μαζί και θα ‘χει τότε την ευκαιρία να χουχουλιάσει δίπλα του, και να του μιλήσει για το πρόβλημά της. Και κάπως έτσι πάτησε το κουμπί της αποστολής.
Μπορεί να ήταν μόνη. Μπορεί να δούλευε άπειρες ώρες. Μπορεί να την απασχολούσε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας. Μπορεί να της έλειπε πολύ η μητέρα της. Άλλα η αγκαλιά του, την ηρεμούσε. Το ‘χετε νιώσει ποτέ σας; Να χάνεστε κυριολεκτικά στο άγγιγμα κάποιου. Να νιώθετε πως έχετε βρει το κατάλληλο μέρος. Και να μη χρειάζεστε τίποτα παραπάνω ή τίποτα λιγότερο για την απόλυτη αρμονία.
«Θα έρθω να σε πάρω εγώ απ’ τη δουλειά, να γυρίσουμε μαζί.» της έστειλες κι η Τζέι αυτομάτως χαμογέλασε. Μόλις τρεις μέρες απ’ τα Χριστούγεννα και σκεφτόταν υπερβολικά πολύ τι δώρο να κάνει στον Τζόναθαν.
«Θα στείλω αμέσως τις εξετάσεις, αλλά, λόγω γιορτών, καταλαβαίνεις πως θα αργήσουν. Τζέι, όπως και να ‘χει, ήσουν τυχερή και το βρήκαμε νωρίς. Θα ξεκινήσεις φυσικοθεραπείες, θα κάνεις γυμναστική κι όλα θα πάνε καλά. Θα το δεις. Πήγαινε στη δουλειά σου, ξεκουράσου, πέρνα απίστευτα και θα δεις. Όλα θα ‘ναι τέλεια.» Διέκοψε ο γιατρός της τις σκέψεις της, με τη βαριά του φωνή. Χαμογέλασε κι έφυγε. Θα το ‘λεγε στον Τζόναθαν. Το σκεφτόταν κι ήταν ήδη καλύτερα.
Άκουγε για χιλιοστή φορά το ίδιο χριστουγεννιάτικο τραγούδι στη δουλειά και δεν την πείραζε ιδιαιτέρα. Το μόνο που υπολόγιζε ήταν πως είχε απομείνει άλλο ένα δεκάλεπτο μέχρι το τέλος της βάρδιας της.
«Κέιτ, σε παρακαλώ, θα μου φτιάξεις το τσάι που σου ζήτησα;»
«Μήπως είναι με πάρα πολύ μέλι, κι ίσως δε θα γυρίσεις μόνη σπίτι σήμερα» είπε ναζιάρικα η Κέιτ κι η Τζέι αυτομάτως κοκκίνισε, καθώς χαμογέλασε δαγκώνοντας ελαφρά τη γλώσσα της.
«Μου λείπει πολύ η μαμά μου, Κέιτ» γκρίνιαξε αυτομάτως η Τζέι, καθώς κοίταξε βαθιά στα μάτια την Κέιτ.
«Το ξέρω. Το φαντάζομαι. Και ξέρω, είσαι πολύ πιεσμένη. Αλλά πάρε το τσάι σου. Πάρε κι αυτό το κουτί με τα μελομακάρονα. Και νομίζω κάποιος σε περιμένει απ’ έξω. Απόλαυσε και τα τρία.»
Η Τζέι γέλασε κι έφυγε με ένα σάλτο. Και κάπως έτσι, με ένα σάλτο, βρέθηκε και στο αμάξι του Τζόναθαν. Και με έναν ακόμη σάλτο βρέθηκαν και στο σπίτι της. Όπως ακριβώς ο ίδιος ήρθε με ένα σάλτο στη ζωή της. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Χωρίς εξηγήσεις. Κι απλά τον απολάμβανε, καθώς χάζευε τη φωτιά κι έπινε το τσάι του.
«Τζόναθαν, μείνε» είπε κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε.
«Είμαι περίεργη. Είμαι μπελάς. Κάνω συνέχεια του κεφαλιού μου. Μπορώ να μιλάω άπειρες ώρες για μαθηματικά κουράζοντας κόσμο. Θα σε πληγώσω άπειρες φόρες. Θα σε κάνω να κλάψεις ακόμα περισσότερες. Θα σε κάνω να θέλεις να με σκοτώσεις απ’ τα νεύρα. Αλλά μείνε. Να απολαμβάνεις το γιασεμί πάνω μου, να τρώμε μαζί πάνκεϊκς για πρωινό, να με ακούς -κι ας λέω βλακείες. Αλλά για όσο θα ‘μαι εδώ, για όσο θα κρατήσει αυτό, μη φύγεις.»
Ο Τζόναθαν απλά χαμογέλασε κι έκατσε δίπλα της. «Πέσε για ύπνο, μικρή. Έχω δουλειά το πρωί. Θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Να με περιμένεις.»
Κι αυτό έκανε. Στόλισε δέντρο μόνο γι’ αυτόν. Έβαλε το δώρο του κάτω από αυτό. Ξύπνησε απ’ τα χαράματα κι έφτιαξε το αγαπημένο του φαγητό. Κατέβασε άπειρες ταινίες στον υπολογιστή. Γύρισε απ’ τη δουλειά κι απλά τον περίμενε. Όμως δεν ήρθε. Δεν ήρθε ποτέ. Αγνόησε κάθε μήνυμά της. Δεν απάντησε κανένα τηλέφωνό της. Κι απλά εξαφανίστηκε. Κι εκείνη τον περίμενε. Τον περίμενε εκεί. Μπροστά απ’ το αναμμένο τζάκι, κι έπαιζαν στο μυαλό της τα κάποτε λόγια του: «Ο Τζόναθαν δεν έχει ερωτευτεί ποτέ». Και δεν ήρθε ξανά. Ούτε τα Χριστούγεννα ούτε για την αλλαγή του χρόνου. Κι ίσως ήταν όντως καταδικασμένη. Και σκέφτηκε να του πει για τα προβλήματά της. Να του μιλήσει για το πόσο είχε βασανιστεί. Αλλά είχε φύγει. Κι εκείνη πλέον μοίραζε το σώμα της αλλού στην προσπάθεια να γεμίσει το μυαλό της.
«Φίλτατε, κύριε Τζόναθαν,
Νομίζω το να εξαφανίζεστε είναι κάποιο ταλέντο σας. Εύχομαι να περάσατε μοναδικά τις γιορτές σας. Μάλλον ιδανικά. Γεμάτες πάθος, γεμάτες άτομα που σας νοιάζονται. Δεν έχω την τάση να ψάχνω φαντάσματα του παρελθόντος. Αλλά μια ήμερα σαν αυτή, των γενεθλίων σας, δε θα μπορούσα να μη σας στείλω αυτήν την κάρτα.
Εύχομαι να μην πνίγετε τις πράξεις σας σε σκέψεις. Να ζείτε. Να κάνετε αυτό που θέλετε, ανεξαιρέτως των αντιποίνων. Κι έτσι κάποτε να νιώσετε γεμάτος. Ναι, θα το ήθελα πολύ. Πώς είναι το να νιώθετε γεμάτος, άραγε;
Εύχομαι η μυρωδιά απ’ το γιασεμί να σας βασανίζει μια ζωή. Να περνάτε απ’ τους ανθισμένους δρόμους της Αθήνας και να νιώθετε σαν να χώνετε το πρόσωπό σας στον λαιμό μου. Να επιζητάτε το άγγιγμά μου.
Εύχομαι να ξεχάσετε. Είναι αδυναμία; Δε γνωρίζω. Αλλά αποφασίζω να σας ξεχάσω. Κι αυτό, λοιπόν, είναι και το δώρο μου για εσάς. Ας πούμε πως ήταν ένα όνειρο. Ας πούμε πως δεν έγινε ποτέ. Αν και μάλλον δεν έγινε ποτέ τίποτα. Γιατί έπρεπε να σας είχα ακούσει. “Ο Τζόναθαν δεν ερωτεύεται.” Και λυπάμαι που δεν κατάφερα να το αλλάξω. Να περνάς υπέροχα. Και να με κάνεις περήφανη. Το ξέρω, μπορείς.
Τον νου σου, τα καλύτερα έρχονται.
Η, πάντα δική σου, Τζέι.»
Και σφράγισε αυτόν τον φάκελο αφήνοντάς τον να πέσει στο ταχυδρομικό κιβώτιο. Και ταυτόχρονα σφράγισε τα πάντα. Ίσως το να ξεχνάς είναι αδυναμία, λοιπόν. Αλλά είναι το μόνο που της είχε απομείνει πλέον. Και δεν του μίλησε ποτέ. Δεν του είπε πώς είχε νιώσει. Δεν του μίλησε γι’ αυτήν. Για τις αδυναμίες της. Για τα προβλήματά της.
Τελείωσε, λοιπόν, έτσι. Και μάγευε κάθε βράδυ κάποιον με το άρωμά της. Αγγίζοντας κορμιά με τρόπο μοναδικό. Όπως μόνο αυτή ήξερε. Και περιμένοντας κάποτε κάποιον να αγγίξει το μυαλό της με τον τρόπο που ο Τζόναθαν θα το έκανε. Ξέροντας, όμως, ότι αυτό το «κάποτε» δε θα έρθει ποτέ.
Κι ίσως ήταν ένα παραμύθι. Κι ίσως δεν τελείωσε με τον καλύτερο τρόπο. Αλλά δεν είναι λίγο ειρωνικό; Μας νοιάζει αν θα ‘ναι αίσιο το τέλος μιας ιστορίας αλλά όχι αυτό της ζωής μας. Ζούμε τόσο έντονα ένα παραμύθι που ξεχνάμε να ζήσουμε όλα τα υπόλοιπα. Κι εγώ, λοιπόν, αυτό θα ευχηθώ. Μάλλον γι’ αυτό θα σας πω να παλέψετε. Για μια ζωή με το τέλος που θέλετε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη