Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.
(Μυρσίνη).
Το σώμα της είχε παγώσει, έτρεμε ολόκληρη. Δεν ήταν δυνατόν να της παίζει τέτοια παιχνίδια η ζωή. Προσπάθησε τόσα χρόνια να ξεχάσει κι όμως, έφτανε αυτή η τυχαία συνάντηση για γυρίσουν όλα πάλι πίσω. Έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της που είχαν ακόμη το δικό του χνάρι, από εκείνη την απλή και τυπική χειραψία, λίγο πριν φύγει. Τώρα είχε τη μυρωδιά του μισοτελειωμένου του τσιγάρου, εκείνο που πέταξε όταν τον ξάφνιασε φωνάζοντάς τον, τότε το χέρι του ήταν ματωμένο και μύριζε πάλη για ζωή.
Μάζεψε τα πράγματά της, η βάρδια της είχε τελειώσει εδώ κι ώρα. Είχε ανάγκη από ένα ποτό. Μα δεν άντεχε τη μοναξιά, ήθελε να μιλήσει για ό,τι συνέβη. Κοίταξε το ρολόι της, σε λίγο ξημέρωνε. Ούτε για ποτό την έπαιρνε, αλλά ούτε και για το τηλεφώνημα που ήθελε να κάνει.
Γύρισε στο διαμέρισμά της, ένα δυάρι στην Άνω Πόλη. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, άκουσε θόρυβο από μέσα. Δίστασε και τρόμαξε, αλλά η κούρασή της ήταν τόση που χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη σπρώξει την πόρτα. Μύριζε καφές και κρουασάν. Κλέφτη που να φτιάχνει πρωινό δεν είχε ακούσει να κυκλοφορεί. Ο μόνος άνθρωπος που είχε δεύτερο κλειδί για το δικό της καταφύγιο ήταν ο Άγγελος. Μα εκείνος βρισκόταν στην Αγγλία και τέτοια ώρα μάλλον θα κοιμόταν, ή μήπως όχι;
Λίγα δευτερόλεπτα κράτησαν οι σκέψεις της, ίσα να τον δει και να τσιρίξει απ’ τη χαρά της.
-Κοριτσάκι μου, αγανάκτησα να σε περιμένω. Λίγο ακόμη και θα σε τρόμαζα με το ροχαλητό μου. Υποτίθεται πως η βάρδια σου έχει τελειώσει εδώ κι ώρα. Τουλάχιστον οι πληροφοριοδότες μου αυτά μου ψιθύρισαν.
-Φάτσα μου….
Έπεσε στην αγκαλιά του γελώντας και κλαίγοντας μαζί. Εκείνη σκεφτόταν αν θα τον πάρει τηλέφωνο μην τυχόν και τον ξυπνήσει κι εκείνος …
-Έλα ξεκόλλα, βδελλίτσα μου. Κάτσε να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, αφού ξεβρομιστείς απ’ το τόσο ωραίο άρωμα του νοσοκομείου που δεν αντέχω ούτε λεπτό. Άντε, άντε και μετά θα σε πάρω αγκαλιές ένα σωρό.
Η Μυρσίνη έκανε να διαμαρτυρηθεί, μα ο Άγγελος της έριξε μια αυστηρή ματιά που δεν της άφηνε και πολλά περιθώρια. Έτσι κι αλλιώς, τώρα που εκείνος ήταν εδώ όλα θα γαλήνευαν και πάλι.
Σε λίγο βρισκόταν τυλιγμένη στο μπουρνούζι της με τα μακριά καστανά μαλλιά της να στάζουν στον καναπέ, κάτι που ήξερε ότι τον νευρίαζε απ’ τα χρόνια της συγκατοίκησής τους.
-Πότε επιτέλους θα γίνεις άνθρωπος, μικρή μου;
-Ποτέ νομίζω, του ψέλλισε κόβοντας ένα γενναίο κομμάτι από το κρουασάν που υπήρχε ήδη μπροστά της.
-Τρώγε και μετά ύπνο. Οι εξομολογήσεις θα περιμένουν να ξεκουραστούμε. Γιατί σίγουρα κάτι συμβαίνει. Κλάμα και γέλιο έχει να φορέσει το πρόσωπό σου από τότε…
Η Μυρσίνη τον κοίταξε. Τα μαύρα μάτια της γίνανε μαύρες θάλασσες μέσα σε λίγα λεπτά κι άρχισαν να κυματίζουν στα μάγουλά της.
-Τον είδα. Τον είδα, Άγγελε. Είναι εδώ. Μένει εδώ. Έχει οικογένεια, παιδί. Τον είδα, καταλαβαίνεις;
-Τι να καταλάβω, μάτια μου; Ποιον είδες; Εκείνον; Πότε; Πώς; Είσαι σίγουρη;
-Πιο σίγουρη δε γίνεται. Μιλήσαμε. Τον άγγιξα, ζει κι είναι καλά. Έφερε το γιο του στο νοσοκομείο μαζί με τη σύζυγό του. Η ίδια κοπέλα που περίμενε τότε μαζί με τους γονείς του. Είναι ευτυχισμένος, νομίζω. Δεν ξέρω.
-Λοιπόν, ό,τι κι αν συνέβη απόψε, έχουμε ανάγκη από ύπνο. Κοιμόμαστε κι αύριο θα μιλήσουμε για όλα.
-Έχεις δίκιο. Πάω να ξαπλώσω. Εσύ απ’ ό,τι βλέπω τα έχεις ήδη τακτοποιήσει όλα οπότε τα λέμε μόλις ξυπνήσουμε. Καληνύχτα…
-Καλό ξημέρωμα, μικρή μου…
Στριφογύριζε στο κρεβάτι της προσπαθώντας να κοιμηθεί, μα οι σκέψεις της κατακλύστηκαν από σκηνές του παρελθόντος. Αυτού που προσπάθησε τόσο πολύ να θάψει εδώ και καιρό.
…Μόλις είχε εγκριθεί η αίτησή της για να εργαστεί ένα χρόνο στο ΕΚΑΒ. Το ήξερε πως θα ήταν δύσκολα, μα χρειαζόταν τα χρήματα κι η συγκεκριμένη εμπειρία θα τη βοηθούσε να αποφασίσει τελικά ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή της.
Εκείνο το πρώτο της βράδυ στη δουλειά έβρεχε ασταμάτητα. Οι κλήσεις ήταν συνεχείς κι έπρεπε να γίνεται αξιολόγηση των πιο επειγόντων περιστατικών.
Κάποια στιγμή, έφτασαν σ’ ένα αυτοκινητιστικό στη λεωφόρο Συγγρού. Ένα αυτοκίνητο, έμοιαζε να είχε χάσει τον έλεγχο λόγω της ολισθηρότητας του δρόμου και προσέκρουσε σ΄ένα φανάρι. Οι πυροσβέστες είχαν απεγκλωβίσει δύο άντρες. Ο ένας είχε τις αισθήσεις του, ο άλλος όμως ήταν σε τραγική κατάσταση.
Η Μυρσίνη έμοιαζε σοκαρισμένη. Πλησίασε τον πολυτραυματία. Ο συνεργάτης της, της έγνεψε πως μάλλον δεν υπήρχε σωτηρία. Όμως εκείνη δε θα το έβαζε κάτω. Προσπαθούσε εκεί, ανάμεσα σε λάσπες κι αίματα να του φυσήξει πνοή στα στήθια. Ήταν νέος, πάνω-κάτω θα είχαν την ίδια ηλικία. Κατάφερε να επαναφέρει το σφυγμό του και μπήκαν στο ασθενοφόρο. Σε όλη τη διαδρομή του μιλούσε, κρατώντας του το χέρι.
-Σε παρακαλώ, μην τα παρατήσεις. Δε με νοιάζει ποιος είσαι μα πρέπει να ζήσεις. Ξέρω πως μ΄ακούς, σε ικετεύω.
Του μιλούσε και τα μάτια της έτρεχαν, δεν άντεχε την απώλεια από παιδί. Ίσως γι’ αυτό επέλεξε την ιατρική. Ήθελε να δίνει ελπίδες, να δημιουργεί όσο γίνεται καλύτερες συνθήκες ζωής. Φτάνοντας στο νοσοκομείο τον παρέδωσαν κι ο νεαρός άντρας μπήκε αμέσως χειρουργείο.
Η Μυρσίνη δεν άντεχε να μη μάθει τι απέγινε ο ασθενής, οπότε τελειώνοντας η βάρδια της πέρασε απ’ το νοσοκομείο. Ενημερώθηκε ότι είχε χειρουργηθεί κι ότι βρισκόταν σε καταστολή. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα ήταν πολύ κρίσιμα. Ανέβηκε στον όροφο που θα τον πήγαιναν σε λίγο. Ένα ζευγάρι και δύο κοπέλες βρίσκονταν στις καρέκλες αναμονής κι έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα. Τους πλησίασε και κάθισε κοντά τους, αμίλητη. Έτσι κι αλλιώς για εκείνους μάλλον αόρατη θα ήταν. Η μια κοπέλα σηκώθηκε κι απευθύνθηκε στους άλλους τρεις.
-Δεν αντέχω άλλο, αυτή η αναμονή με σκοτώνει. Πάω να πάρω έναν καφέ και να κάνω ένα τσιγάρο. Θέλετε κάτι να σας φέρω;
-Περίμενε Σοφία, θα έρθω κι εγώ, είπε κι η άλλη κοπέλα.
-Πηγαίνετε, εμείς θα περιμένουμε ίσως φανεί κάποιος γιατρός να μας ενημερώσει για τον Ανδρέα, είπε ο άντρας. Αφού μας είπαν πως τελείωσε το χειρουργείο ίσως τον ανεβάσουν σε λίγο.
Μετά από λίγο η πόρτα από το ασανσέρ των ασθενών, άνοιξε. Το ζευγάρι σηκώθηκε σαν ελατήριο.
-Το παιδί, Απόστολε…
Η Μυρσίνη έμεινε ακινητοποιημένη στην ίδια θέση, σαν αόρατη… ψιθυρίζοντας μόνο το όνομα που μόλις είχε ακούσει… «Ανδρέας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη