Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.
Οι μέρες περνούσαν κι η κατάσταση του Ανδρέα παρέμενε σταθερή. Δυστυχώς χωρίς ιδιαίτερα σημάδια βελτίωσης. Η Μυρσίνη όποιο βράδυ δεν είχε βάρδια, πήγαινε στο νοσοκομείο. Λόγω της κατάστασής του βρισκόταν στην εντατική κι έτσι ήταν μόνος, εκτός απ’ τις επιτρεπόμενες ώρες του επισκεπτηρίου. Λόγω ιδιότητας και δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με την προϊσταμένη, είχε καταφέρει να κερδίζει ένα μισάωρο κοντά του. Σιγά-σιγά έγινε η αγαπημένη της συνήθεια. Του κρατούσε το χέρι και του μιλούσε για τη ζωή της, για την καθημερινότητά της, για την οικογένειά της, ή του διάβαζε αποσπάσματα από αγαπημένα της βιβλία. Κάθε φορά έφευγε όλο και πιο δύσκολα από κοντά του. Ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν τρελό. Ήξερε πως δεν είχε θέση στη ζωή του, μα εκείνος έγινε κομμάτι της δικής της ζωής και μάλιστα αρπάζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν δεν κατάφερνε να πάει λόγω προγράμματος, έμοιαζε σαν το ναρκομανή που του λείπει η δόση του.
Μα όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και δυστυχώς αυτό το κάποτε δεν το ορίζουμε εμείς, αλλά μάλλον κάτι δυνατότερο. Είχε τελειώσει διπλοβάρδια κι ήταν κομμάτια. Αλλά δεν άντεχε να μην τον δει έστω για πέντε λεπτά. Ίσα να του κρατήσει το χέρι και να χαϊδέψει απαλά, εκείνα τα χείλη που φύσηξε μέσα τους την ανάσα της κι από τότε ένιωθε να καίγεται στην αίσθησή τους. Ανέβηκε στον όροφο γεμάτη λαχτάρα παρά την κούρασή της. Πηγαίνοντας για το δωμάτιό του, τη σταμάτησε η Προϊσταμένη.
-Μυρσίνη, περίμενε.
-Καλησπέρα, Ευγενία μου. Τι κάνεις; Εγώ μόλις τελείωσα, δούλεψα δυο βάρδιες σερί και τα μάτια μου κλείνουν. Είναι κανείς μέσα; Θα τον δω πέντε λεπτά και θα φύγω.
-Μυρσίνη μου, άδικα θα πας δεν είναι μέσα, έφυγε.
-Δεν καταλαβαίνω, τι θα πει έφυγε; Δυο μέρες έλειψα. Τι έγινε;
-Συνήλθε, προχθές το πρωί. Τον πήραν από δω. Ενημερώθηκα πως είναι μια χαρά κι οι δικοί του είναι συνεχώς κοντά του. Μπορώ να μάθω πού ακριβώς τον πήγαν και να πας, αν θες.
Η Μυρσίνη, δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Ο Ανδρέας της επιτέλους συνήλθε. Ποιος Ανδρέας της; Εκείνος δεν ήξερε καν την ύπαρξή της. Ενώ εκείνη ήταν ήδη τόσο ερωτευμένη μαζί του. Όσο παράδοξο κι αν το αντιλαμβανόταν κάποιος όλο αυτό, τον είχε ερωτευτεί.
-Όχι, Ευγενία μου. Δε χρειάζεται. Από δω και πέρα θα είναι σε καλά χέρια. Όμως θα σε παρακαλέσω, η παρουσία μου να μη μαθευτεί ποτέ, άλλωστε αυτό στο είχα ζητήσει εξ’ αρχής. Εκείνος δε θα θυμάται, οπότε είναι καλύτερα έτσι.
Η Μυρσίνη έφυγε. Κάτι η κούραση, κάτι ο Ανδρέας, νόμιζε πως θα χάσει τις αισθήσεις της. Δεν περίμενε τη συγκοινωνία. Πήρε ένα ταξί και σε λίγο βρισκόταν πεσμένη στο κρεβάτι της. Την πήρε ο ύπνος αμέσως. Ήταν το μόνο που μπορούσε να την απομακρύνει απ’ τη θλίψη της. Έτσι τη βρήκε ο Άγγελος.
Έτσι τη βρήκαν και τα επόμενα χρόνια. Μια ζωή στη λήθη. Ο Άγγελος, ήταν ο φύλακας άγγελός της. Συγκάτοικος, φίλος, αδερφός. Ποτέ δεν υπήρξε κάτι ερωτικό ανάμεσά τους, ίσως γιατί οι προτιμήσεις του Άγγελου, έτειναν περισσότερο προς το ανδρικό φύλο. Η συμπεριφορά του όμως υπήρξε πάντοτε απίστευτα διακριτική, καθ΄όλη τη διάρκεια της συγκατοίκησής τους καθώς και στη συνέχεια.
Όταν εκείνος έφυγε για Αγγλία, η Μυρσίνη νόμιζε ότι θα χάσει τον κόσμο όλο. Τότε πήρε την απόφαση να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, για να είναι τουλάχιστον κοντά στους δικούς της. Η απίστευτη αγάπη της για τα παιδιά την έκανε να ακολουθήσει την ειδικότητα της παιδιάτρου και πολύ γρήγορα έγινε γνωστή για τις ικανότητές της όχι μόνο ως επιστήμονας, αλλά κι ως άνθρωπος.
Ο Ανδρέας γύρισε στο σπίτι του κατάκοπος. Ευτυχώς ο μικρός του είχε συνέλθει και τώρα βρισκόταν ήδη σπίτι του. Το απόγευμα θα περνούσε να τον δει. Η γιατρός που του είχε μιλήσει το πρώτο βράδυ δεν είχε πέσει έξω. Τις επόμενες ημέρες όμως δεν την ξαναείδε γιατί τους ενημέρωσαν ότι απουσίαζε λόγω ασθένειας. Έπιασε τον εαυτό του να τη σκέφτεται άθελά του, την ώρα που κοίταζε την ουλή στο πρόσωπό του. Ένα σημάδι πάντα εκεί να του θυμίζει εκείνη τη νύχτα. Δεν τον ενοχλούσε η ύπαρξή του, ίσως γιατί ταυτόχρονα με το ατύχημα, θυμόταν πάντα κι εκείνη τη φωνή που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει αν ήταν παραίσθηση ή πραγματικότητα.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Έμοιαζε με αιώνα. Ακόμη θυμόταν πώς αντέδρασαν οι γονείς του, η Κλειώ κι η αδερφή του όταν τους μίλησε. Εκείνο το ατύχημα ήταν σταθμός στη ζωή του. Του άλλαξε σχεδόν τα πάντα μα κυρίως τον τρόπο που σκεφτόταν και μετρούσε τη ζωή. Εξαιτίας του κατάφερε να έρθει πιο κοντά στα θέλω του και ν’ ακολουθήσει τα όνειρά του. Κι αυτό έκανε μόλις συνήλθε.
Ήρθε στο νου του η έκφραση του πατέρα του όταν του είπε ότι αποχωρεί απ’ την επιχείρησή τους για ν’ ασχοληθεί με τη φωτογραφία, κάτι που είχε σπουδάσει περισσότερο σαν χόμπι, ταυτόχρονα με τη δουλειά του. Τα μάτια του κυρ Απόστολου βούρκωσαν, μα το μόνο που του είπε ήταν:
«Έχεις την ευχή μου σε ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις, αρκεί να προσπαθήσεις να μη γίνεις μέτριος και να μην επαναπαυτείς ποτέ με την επιτυχία σου. Γίνε ευτυχισμένος για να είμαι κι εγώ.»
Η επόμενη που ενημέρωσε ήταν η Κλειώ. Η οποία μόνο ψύχραιμα δεν το πήρε φυσικά. Εκείνη περίμενε γάμους και πανηγύρια κι ο Ανδρέας της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να ταξιδέψει με τη μηχανή του για όπου τον έβγαζε ο δρόμος ώστε να τραβήξει φωτογραφίες και να γεμίσει η ματιά του εικόνες, θρέφοντας την τόσο μεγάλη του πείνα για το παραπέρα, για τη μαγεία που κρύβεται πίσω απ’ το φωτογραφικό φακό. Έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την αναζήτηση εκείνης της «μυστικής φωνής».
Μέχρι σήμερα δε μετανιώνει για την επιλογή που έκανε τότε. Αυτοί οι τρεις μήνες, τα ταξίδια κι η επαφή του με άγνωστο κόσμο, υπήρξαν γι’ αυτόν μεγάλο σχολείο. Το νέο όμως της εγκυμοσύνης της Κλειούς τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω.
Η Κλειώ έμοιαζε τόσο αδύναμη κι ευάλωτη όταν τον είδε. Δεν είχαν χωρίσει, αλλά δεν ήταν και μαζί. Για κάποιο περίεργο λόγο όμως, ο Ανδρέας το ήθελε αυτό το παιδί όσο τίποτε. Έκαναν πολιτικό γάμο κι εκείνος έπιασε δουλειά σ’ ένα μεγάλο εκδοτικό οίκο από όπου έβγαιναν τα περισσότερα περιοδικά μόδας.
Ο γιος τους ήρθε στον κόσμο περίπου ένα χρόνο πριν φύγει ο κυρ Απόστολος. Λίγο αργότερα μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη λόγω της δουλειάς τους, αλλά και για να βρίσκεται η Κλειώ κοντά στην οικογένειά της. Είχαν γυρίσει από Γαλλία κι η Κλειώ ήταν το μοναχοπαίδι τους. Η συγκατοίκηση του με όλη την οικογένεια, έστω και προσωρινά, έφερε την οριστική ρήξη ανάμεσα σ’ εκείνον και την Κλειώ. Άλλωστε αν δεν ήταν το παιδί, αυτός ο γάμος ίσως να μην είχε γίνει ποτέ. Εκείνη ποτέ δεν αποδέχτηκε το διαζύγιό τους και πάντα ήλπιζε στην επανασύνδεσή τους, κάτι που δε συνέβη ποτέ, γιατί το γραμμένο είχε άλλα σχέδια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη