Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Μέσα στους επόμενους μήνες τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα. Εκείνη, η Ελένη, υπήρχε πάντα κάπου ανάμεσά τους όμως η Μαρίνα δεν ήθελε να το δει. Εκείνη τον είχε κι ας ήθελε η καρδιά του μια άλλη. Εκείνη τον αγκάλιαζε τα βράδια, εκείνη τον παρηγορούσε όταν δεν ήταν καλά. Σ’ αυτήν χαμογελούσε κάθε πρωί που ξυπνούσε. Μα κάθε φορά που η Ελένη τον θυμόταν, όλα διαλύονταν. Δεν κόβονται έτσι εύκολα οι εξαρτήσεις. Μ’ ένα μόνο μήνυμά της «Μου έλειψες.», ο Στράτος δεν μπορούσε να της αντισταθεί.

-Ήσουν μαζί της εχθές; Τη συνάντησες;

-Ναι, ήθελα να ξεκαθαρίσω μαζί της. Της ζήτησα να μη με ξαναενοχλήσει.

-Και γιατί δεν ήρθες στο σπίτι μας το βράδυ;

Με το κεφάλι σκυμμένο ο Στράτος ήξερε πως την πλήγωνε για ακόμη μια φορά.

-Μα καλά, δε βλέπεις ότι παίζει μαζί σου; Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτή η γυναίκα σε κοροϊδεύει; Δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν εσύ πρώτος δεν προσπαθήσεις να βοηθήσεις τον εαυτό σου!

– Προσπαθώ, Μαρίνα, προσπαθώ. Μα το Θεό, δε θέλω να τη σκέφτομαι, δε θέλω να με νοιάζει η ύπαρξή της.

-Σε νοιάζει όμως κι εσύ δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Αν δεν τη διαγράψεις, αν συνεχίσεις να τη συναντάς όποτε θέλει εκείνη, δε θα γλυτώσεις, Στράτο. Τι σου προσφέρει αυτή που δεν το κάνω εγώ; Ό,τι θελήσεις από μένα το έχεις και σε κάθε ευκαιρία με αφήνεις για να τρέξεις κοντά της. Γιατί; Γιατί είναι τόσο δύσκολο;

Ό,τι κι αν έλεγε ο Στράτος εκείνη τη στιγμή, η Μαρίνα δεν άκουγε. Τώρα πια το θέμα είχε γίνει εγωιστικό. Έπρεπε πάση θυσία να παλέψει μ’ εκείνη και να την κερδίσει. Η Μαρίνα άξιζε, η Μαρίνα έπρεπε να έχει την πρώτη θέση στην καρδιά του κι όχι εκείνη. Η ζήλια της θόλωνε το μυαλό. Κάθε της κίνηση έδειχνε το άγχος και την απελπισία της. Σε κάθε της πράξη γκρεμίζονταν σαν ένα ντόμινο οι ελπίδες της.

Με τον καιρό τον τρόμαζε όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε πια να είναι αληθινός μαζί της, δεν τη βάσταγε η ψυχή της την αλήθεια. Είχε μόνο την εικόνα του να μπαινοβγαίνει μέσα στο σπίτι, μα δεν είχε τον ίδιο. Ένα άψυχο κορμί μονάχα, μια ψεύτικη ανθρώπινη υπόσταση. Με νύχια και με δόντια πάλευε με τα θηρία του μυαλού του, αγωνιζόταν να τον τραβήξει κοντά της κι εκείνος έφευγε.

Γνωρίζει την ύπαρξη της και τη δέχεται. Μια έρχεται, μια φεύγει. Ξέρει σχεδόν τα πάντα γι’ αυτήν. Μακριά μαύρα μαλλιά, σκούρα μάτια, πρόστυχο βλέμμα. Προσεγμένη εμφάνιση. Μια πολύ όμορφη γυναίκα μα επιφανειακή. Κολακεύεται όταν συγκεντρώνει τα ανδρικά βλέμματα πάνω της και τα αποζητάει με κάθε της κίνηση. Σχεδόν ηδονίζεται να ξέρει πως κανένας άνδρας δεν μπορεί να της αρνηθεί. Κάποιος σίγουρα την είχε πληγώσει. Η Μαρίνα έβαζε το χέρι της στη φωτιά. Κάτι ανεπανόρθωτο είχε συμβεί μέσα της, κάτι είχε σπάσει κι είχε αυτό το σκληρό περιτύλιγμα γύρω της. Κάποιος λόγος θα υπήρχε. Κι έτσι, η ψυχή κουράζεται, θέλει κι αυτή την τρυφερότητα και τη στοργή της. Μια ένεση από αυτά ήταν ο Στράτος. Ένα φάρμακο, μια δόση στο τόσο να την κρατάει ζωντανή, να μην καταρρεύσει.

Τέσσερα χρόνια σχεδόν μετά, η Μαρίνα ξέρει καλύτερα εκείνη τη γυναίκα παρά τον ίδιο της τον εαυτό. Ψάχνει και μαθαίνει συνεχώς για ‘κείνη, της έχει γίνει έμμονη ιδέα. Δεν της το έλεγε πλέον όταν τη συναντούσε, μα το ήξερε, το καταλάβαινε. Το άρωμα της επάνω του τον πρόδιδε. Εκείνο το βλέμμα του που δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Το κουβάρι απ’ το σώμα του στην άκρη του κρεβατιού.

Ο άνθρωπος, όμως, βρίσκει διεξόδους. Αυτό είναι και το ανθρώπινο μεγαλείο. Εκεί που η Μαρίνα αρνείται, το μυαλό της συνεχίζει να ψάχνει τη λύση και τη βρίσκει σαν ένστικτο επιβίωσης. Προσπαθώντας να ξεχνάει την αρρώστια που κουβαλάει, αφοσιώνεται στη δουλειά της. Στα 26 της έχει γίνει προπονήτρια κολύμβησης. Συναναστρέφεται καθημερινά με αθώες παιδικές ψυχές, το βάλσαμό της. Το περιβάλλον της της υπενθυμίζει συνεχώς την τότε ζωή της, τον αγώνα της, την υπερπροσπάθεια, τη δεύτερη θέση.

Πόσο όμορφα έμοιαζαν όλα τότε. Πόση αγνότητα και πόση ειλικρίνεια της είχε χαρίσει ο αθλητισμός. Πόση ειρωνεία κρυβόταν τώρα πίσω απ’ όλα αυτά. Μια δεύτερη θέση τότε, της ήταν αρκετή, τώρα όμως η δεύτερη θέση ισοδυναμούσε με την τελευταία. Δύο φορές στη ζωή της η Μαρίνα έδωσε σώμα και ψυχή. Και τις δύο ήρθε δεύτερη.

Αντικρίζοντας το μετάλλιό της στον τοίχο του σπιτιού, κυλάνε δάκρυα χαράς απ’ τα μάτια της. Μα η ψυχή της συνδέει αυτό το έπαθλο με τη θέση που κατέχει τώρα στην καρδιά του Στράτου. Δεν μπορούνε πια τα δάκρυα να χαίρονται, τώρα πονάνε και την καίνε.

Έχοντας το ασήμι στο χέρι της, αναλογίζεται τη μέχρι τώρα πορεία της. Πώς στο καλό κατάντησε έτσι; Αυτή που ήταν αγωνίστρια είναι και τώρα. Ξέχασε όμως. Ξέχασε πως πρέπει ν’ αγωνίζεσαι μόνο για τα σωστά και για εκείνα μόνο που αξίζουν. Σ’ εκείνα τα άθλια και ποταπά αγωνίσματα καλύτερα να μένεις τελευταίος. Δεν άξιζε η τελευταία κούρσα της τελικά, δεν έπρεπε να τη δώσει.

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη