Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Εκείνη τη μέρα, η Μαρίνα επανήλθε στην πραγματικότητα. Τότε είχε αποφασίσει να ξεκουράσει το τραυματισμένο της σώμα. Τώρα βρήκε τη δύναμη να δώσει ένα τέλος και να ξεκουράσει επιτέλους την τραυματισμένη της ψυχή, να βρει γαλήνη.

Όταν ο Στράτος γύρισε στο σπίτι αργά το βράδυ, η Μαρίνα δεν είχε μέσα της θυμό ούτε κακιά. Ήταν μια ήρεμη αγωνίστρια που είχε ξανά βρει τον εαυτό της.

-Καλώς τον…

-Συγγνώμη που άργησα, κάτσαμε λίγο παραπάνω με τα παιδιά. Ξεχαστήκαμε. Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;

-Δεν είχα ύπνο.

Τον κοιτούσε κατάματα γιατί δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο έβγαινε απ’ τα χείλη της και συμπλήρωνε τη φράση της.

-Αύριο θα φύγω. Θέλω να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό, ν’ αλλάξω λίγο παραστάσεις.

– Πότε το αποφάσισες αυτό; Μόνη σου;

-Σήμερα. Ναι, θέλω να ξεσκάσω λιγάκι.

-Και πού θα πας, δηλαδή;

Ο Στράτος δεν καταλάβαινε, αλλά δεν ενδιαφερόταν κιόλας. Για τα μάτια του κόσμου μονάχα έδειχνε ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον.

-Δε χρειάζεται να ξέρεις. Θα λείψω μια βδομάδα περίπου εκτός κι αν αποφασίσω να κάτσω κι άλλο. Ίσως να πάω και κάπου αλλού μετά, σε κάποιο νησί. Ίσως, δεν ξέρω. Μόνο μια χάρη. Πάρε το χρόνο σου όσο θα λείπω και μάζεψε τα πράγματά σου. Αρκετό καιρό έμεινες εδώ. Πάρε όσο χρόνο χρειαστείς μέχρι να βρεις ένα σπίτι να μετακομίσεις. Όταν θα είσαι έτοιμος, ενημέρωσε τη σπιτονοικοκυρά και θα μου τηλεφωνήσει εκείνη.

-Μαρίνα, τι έχει γίνει; Τι είναι αυτά που λες;

-Τίποτα. Απλώς είναι καιρός να τελειώσει, δε νομίζεις; Δεν είμαι εγώ για εδώ. Ούτε κι εσύ είσαι κι ας το αρνείσαι.

-Έχω τελειώσει εδώ κι ένα μήνα με την Ελένη κι αυτή τη φορά είναι οριστικό. Σου τ’ ορκίζομαι. Μη φύγεις τώρα, όχι τώρα, σε παρακαλώ.

-Είναι ανάγκη να φύγω. Όχι για την Ελένη, δε φεύγω γι’ αυτήν. Για μένα και για σένα θα φύγω. Δεν έχω άλλο να δώσω, αγάπη μου. Τίποτα άλλο δεν έχω για σένα. Μπάλωνα τις δικές σου πληγές τόσο καιρό, τόσα χρόνια, μα δεν έχω άλλο. Κάποιος πρέπει να μπαλώσει και τις δικές μου πληγές τώρα, αυτές που μου άνοιξες εσύ. Πίστεψέ με, σ’ έχω μέσα στην καρδιά μου και πάντα θα σ’ έχω, ο κύκλος, όμως, πρέπει να κλείσει εδώ.

Ίσως να ήθελε ν’ ακούσει μια απάντηση, ίσως να είχε μια τελευταία ελπίδα. Εκείνος, όμως, δε μίλησε. Κατάλαβε πως η Μαρίνα εννοούσε κάθε της λέξη. Κανένα νόημα δεν θα είχε να επιμείνει, να της ζητήσει να μείνει, να την παρακαλέσει ακόμα λίγο.

-Δε χρειάζεται να πεις κάτι, δεν πειράζει. Εγώ είμαι εντάξει με τον εαυτό μου, μην ανησυχείς. Πήγαινε να κοιμηθείς. Θα μαζέψω τα τελευταία πράγματα για το ταξίδι και θα ξαπλώσω αργότερα.

-Καληνύχτα, ψυχή μου. Συγγνώμη…

Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Μακάρι να μη χρειαζόταν να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Τα πράγματα, όμως, δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε. Κανείς απ’ τους δύο δεν είχε αυτό που επιθυμούσε.

Εκείνο το τελευταίο βράδυ η Μαρίνα, όσο και να το ήθελε, δεν ξάπλωσε δίπλα του. Κουλουριάστηκε στο διθέσιο καναπέ του σαλονιού δίχως να μπορέσει να κλείσει μάτι. Αγωνιούσε μέχρι το ξημέρωμα. Ήθελε να περάσει γρήγορα η νύχτα, να προλάβει να  φύγει, να μην το μετανιώσει.

Το επόμενο πρωί έφυγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να μην τον ξυπνήσει. Ποτέ της δεν μπόρεσε τους αποχωρισμούς, πόσο μάλλον τώρα. Με τη βαλίτσα στο χέρι στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα έξω απ’ το δωμάτιο κοιτάζοντάς τον. Έφυγε μ’ ένα βαρύ αναστεναγμό κι ένα χαμόγελο ανακούφισης πίσω της. Πήρε για δεύτερη φορά το ασημένιο μετάλλιό της, αποδέχτηκε την ήττα της, όσο και να την πονούσε κι αποχώρησε. Είχε έρθει ο καιρός να φύγει. Είχε έρθει ο καιρός να προχωρήσει.

-Για πού ταξιδεύετε δεσποινίς, αν επιτρέπεται;

Τη ρώτησε ευγενικά ο ταξιτζής.

Ιταλία.

Του απάντησε η Μαρίνα κοιτάζοντάς τον απ’ τον μπροστινό καθρέπτη του αυτοκινήτου. Είχαν ήδη κυλίσει τα πρώτα της δάκρυα πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου της. Ήταν για καλό, σκέφτηκε. Έπρεπε να βγάλει από μέσα της όλο αυτό το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε μέσα της .

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, ο κύριος Παναγιώτης τη βοήθησε να κατεβάσει τα πράγματά της απ’ το πορτμπαγκάζ και της ευχήθηκε καλό ταξίδι.

-Ό,τι και να είναι, γλυκιά μου, να μη στεναχωριέσαι. Όλα περνάνε κι όλα φτιάχνουν. Καλό σου ταξίδι…

Τα κράτησε αυτά τα λόγια η Μαρίνα. Τα φύλαξε μέσα της. «Όλα περνάνε κι όλα φτιάχνουν». Να είναι αλήθεια άραγε; Της φαινόταν τόσο μακρινό, τόσο ουτοπικό. Είχε πολύ δρόμο μπροστά της ακόμα.

Βαδίζοντας προς το αεροπλάνο πια, είχε έναν άλλο αέρα. Τα τραύματά της ήταν ακόμη νωπά, όμως η θέλησή της για ανανέωση ξεχείλιζε στο πρόσωπό της. Δέκα χρόνια ωριμότερη θα ξεκινούσε η Μαρίνα αυτό της το ταξίδι.

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη