Σε μια σχέση, ποτέ δε φταίει μόνο ο ένας. Είναι τόσο εγωιστικό να θεωρείς πως η πάρτη σου ποτέ δεν ακούμπησε ούτε μια στάλα σφάλματος και πως είσαι τέλειος κι αναντικατάστατος. Στους μεγάλους έρωτες συνήθως συμβαίνει αυτό.
Στους έρωτες αυτούς που σκάνε σαν βεγγαλικά στο τέλος κι οι στάχτες τους σκορπίζονται παντού και καίνε εραστές. Έτσι έγινε και με τη Μαριάννα και τον Χάρη.
Είχαν έναν έρωτα που ζήλευαν όλοι. Γνωρίστηκαν με τρόπο παράδοξο, με έναν τρόπο που ένα άκρως ρεαλιστικό μυαλό θα έλεγε πως ποτέ δε θα μπορούσε να ενώσει τους δρόμους τους. Είχαν μια σχέση από απόσταση, αυτό όμως ούτε μια στιγμή δε τους πτόησε. Είχαν μηδενίσει την απόσταση με βόλτες και ταξίδια, είχαν κάτι δυνατό και τίποτα δεν έμπαινε εμπόδιο.
Για τη σχέση αυτή είχαν θυσιάσει πολλά, περισσότερα η Μαριάννα και λιγότερα ο Χάρης. Εκείνη μόλις είχε πατήσει τα 19. Είχε παρατήσει σχολή, φιλίες, οικογένεια για να τρέχει συνέχεια στο πλάι του. Τίποτα δεν την ένοιαζε, μόνο να περνάει χρόνο μαζί του. Την ωρίμασε η σχέση της με τον Χάρη, της έμαθε να αγαπάει και να αγαπιέται, της έμαθε πώς συμβιώνουν οι ερωτευμένοι. Δε φαντάζονταν όμως πως θα τη μάθαινε και πώς είναι να τσακίζονται τα κόκκαλά σου απ’ τον πόνο.
Ο Χάρης ήταν μεγαλύτερος. Πήγαινε κι εκείνος συχνά να τη βρει. Είχε αφήσει λίγο πίσω και τη δουλειά του κι όλες του τις οικονομίες τις σπαταλούσε σε εισιτήρια και βενζίνες. Βέβαια, δεν ξεβολεύτηκε ποτέ όπως εκείνη, ήταν πιο μαζεμένος, ήταν λιγότερο τρελός. Η Μαριάννα του δίδαξε βήμα-βήμα πόσο όμορφος είναι ο έρωτας σε κάθε έκφανσή του, πόση χαρά δίνουν τα μικρά πράγματα στη ζωή, πως οι άνθρωποι δε θέλουν πολλά για να ερωτευτούν. Δε φαντάζονταν ποτέ όμως πως θα του μάθαινε και τι γεύση έχει η αγνή προδοσία.
Ήταν μαζί περίπου έναν χρόνο. Με τα πάνω τους, τα κάτω τους, τα εύκολα και τα δύσκολα, πάντα έβρισκαν την άκρη. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η ζήλια της ξεπερνούσε τα πάντα κι η κυκλοθυμία του δηλητηρίαζε αρκετές περιόδους. Η Μαριάννα όσο και να ήθελε, λόγω ανασφάλειας φρίκαρε μονίμως. Εκείνος όμως ήξερε πολύ καλά πώς να τη χειριστεί. Ο Χάρης κατά διαστήματα έχανε τον εαυτό του, γινόταν άλλος άνθρωπος. Εκείνη όμως πάντα ήταν εκεί να τον επαναφέρει.
Ζούσαν έντονα την κάθε τους στιγμή κι αυτό που ένιωθαν με λέξεις κανείς δεν μπορούσε να το περιγράψει. Θα το έβλεπες στα χαμόγελά τους κάθε φορά που ήταν μαζί, στα βλέμματά τους όταν χάζευαν ο ένας τον άλλο. Πρώτη φορά αγαπούσαν τόσο κι οι δυο, μια αγάπη που έμοιαζε να είναι ένα πάθος δίχως τέλος.
Περί το καλοκαίρι όμως, εκεί στην εξεταστική κοντά, τα είχαν χάσει. Η Μαριάννα ένιωθε για καιρό αδικημένη. Είχε κάνει τόσα γι’ αυτή τη σχέση, είχε αφήσει τον εαυτό της στο περιθώριο, αλλά υπήρχε μονίμως μια αμφισβήτηση και μια απαίτηση για περισσότερα στον αέρα. Εκείνη όμως ήξερε πως τόσα είχε να δώσει κι ας είχε ξεπεράσει τον εαυτό της κι είχε μεταβεί σε έναν εαυτό που δεν ήξερε πως μπορεί να έχει.
Ο Χάρης τα είχε χάσει τελείως. Δεν την πρόσεχε, δεν πήγαινε να τη δει. Της μιλούσε άσχημα, αδιάφορα. Τον πείραζε το καθετί αναίτιο κι ανούσιο και προκαλούσε τσακωμούς μεγάλου βεληνεκούς. Ούτε πόσο την αγαπάει δεν της έλεγε πια. Ήταν στο πτυχίο κι όλο του το άγχος το ξεσπούσε πάνω της. Ίσως φταίει το ότι εκείνη ήταν πάντα εκεί και εκείνος τη θεώρησε δεδομένη.
Έφυγε, πήγε στην πόλη της. Το καλοκαίρι θα ήταν δύσκολο, σκληρό και με πολλή απόσταση. Είχαν πει όμως πως θα αντέξουν. Έρχονται τα γενέθλιά της. Ήταν πιεσμένη. Ήθελε τόσο τον άνθρωπο, αλλά καθόλου αυτή τη σχέση έτσι όπως είχε γίνει. Ξεσπούσε κι εκείνη υπερβολικά πλέον γιατί δεν άντεχε άλλο. Περίμενε καρτερικά ένα τηλέφωνο να της πει «ήρθα να γιορτάσουμε μαζί». Τίποτα όμως, ένα τηλέφωνο μόνο να της πει «συγγνώμη, δεν μπόρεσα, καλά να περάσετε» και κάτι φίλοι καλοί γύρω της να βλέπουν την πίκρα της, αλλά να προσπαθούν να την κάνουν να περάσει καλά.
Είχε πάρει την απόφασή της πλέον, δεν μπορούσε να ζει έτσι, να έχει γίνει κοπέλα, μητέρα, αδερφή για εκείνον, να τρέχει στα μεγάλα και τα μικρά και τον Χάρη να έχει καιρό να τον θυμηθεί δίπλα της σε μια χαρά, σε μια επιτυχία. Του είπε να χωρίσουν. Εκείνος συμφώνησε με όλο του το είναι. Έλεγε πως σέβεται πάντα τις επιλογές της και δεν παρακαλάει κανένα.
Ήταν κομμάτια κι οι δυο. Ίσως η απόσταση φταίει που τους κατάστρεψε γιατί πάντα όταν ήταν μαζί, έβρισκαν λύσεις. Είχαν να ειδωθούν δυο μήνες σχεδόν. Ήταν ανυπόφορο. Η Μαριάννα βγήκε, ήπιε, γλέντησε, είχε πεισμώσει. Είχε καιρό να πάει σε ένα πάρτι και να μην κρέμεται από κάτι μηνύματα στο κινητό. Ζητούσε επιβεβαίωση. Γνώρισε κάποιον, χόρεψαν κι ήπιαν παρέα. Και κάπου ανάμεσα στα ντουμάνια και τον καπνό ήρθαν κοντά, φιλήθηκαν. Της άρεσε πολύ, ήθελε κι άλλο.
Συνέχισε μετά από αυτό να μιλάει μαζί του. Της έλειπε το ενδιαφέρον. Ο Χάρης το έμαθε, μπαίνοντας στο προφίλ της. Την πήρε κάτι ξημερώματα τηλέφωνο κι εκείνη τον άκουγε απ’ την άλλη μεριά της γραμμής να σκίζει φωτογραφίες. Δεν ήθελε να την ξαναδεί μπροστά του, της είπε. Του είχε τσακίσει τον εγωισμό και την καρδιά.
Κι εκείνη δεν ήταν καλύτερα, αλλά είχε πεισμώσει. Έκλεισε το τηλέφωνο κι αποφάσισε να συνεχίσει με το καινούργιο της αίσθημα. Δεν άντεχε άλλο να είναι εκείνη που αγαπάει και για τους δυο, ήταν καιρός να βρει όλα όσα της έλειπαν, όλα όσα ο Χάρης μπορούσε να της δώσει και δεν το έκανε.
Δεν άντεχε όμως μακριά του. Τον έπαιρνε τηλέφωνο στα μεθύσια της, του έστελνε μηνύματα να του εξηγήσει. Ήταν κομμάτι της πλέον. Εκείνος ήταν τόσο πληγωμένος που η μόνη του απάντηση ήταν ένα παγερό «όχι».
Είχε γίνει κομμάτια και ο Χάρης όμως, έβλεπε τις φωτογραφίες τους στο διαδίκτυο και κάθε μια ήταν κι ένα καινούργιο χτύπημα. Τους έβλεπε να κάνουν όλα όσα ήθελε να κάνει εκείνος μαζί της. Ζήλευε κι αναθεμάτιζε τον δήθεν έρωτά τους. Αλλά δεν ήθελε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, πίστευε πως δεν άξιζε, η προδοσία της τον ξεπέρασε.
Τελείωσε το καλοκαίρι. Η Μαριάννα έκανε μια χλιαρή σχέση με εκείνον τον τύπο απ’ το πάρτι, αλλά δεν της βγήκε, ήταν ακόμη ερωτευμένη με τον Χάρη. Εκείνος ήταν μονίμως σε ξένα κρεβάτια, σε κρεβάτια που δεν είχαν πίεση και ζήλια.
Η Μαριάννα γύρισε πίσω στην πόλη που σπούδαζε. Δεν ήθελε να μπει σε αυτό το σπίτι, εκεί είχε δει τελευταία φορά τον Χάρη. Είχε να τον δει κοντά τέσσερις μήνες, της έλειπε αφόρητα. Βρήκε κάτι ρούχα του στην ντουλάπα κι αποφάσισε να του στείλει μήνυμα. Έτρεμαν τα χέρια της, είχε καιρό να τον ενοχλήσει.
Πίστευε πως δε θα της απαντούσε καν. Τα λεπτά που περνούσαν της φάνηκαν αιώνας. Ακόμη τον ήθελε. Μετά από λίγο τρελαίνεται, τον βλέπει να πληκτρολογεί…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη