Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Ο καιρός περνούσε αργά κι επίπονα τόσο για τον Χάρη, όσο και για τη Μαριάννα. Κανείς απ’ τους δυο δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με το χρόνο. Μετρούσαν μέρες και πίστευαν πως κάθε μια σελίδα που κόβονταν απ’ το ημερολόγιο, έκοβε λίγο-λίγο και την αγάπη που τιμούσαν κάποτε ο ένας στα μάτια του άλλου.

Τον έτρεμαν το χρόνο μήπως και τους κάνει να ξεχάσουν. Δεν ήθελα να ξεχάσουν ο ένας τον άλλο. Είχαν σχεδόν έξι μήνες να ειδωθούν, έξι μήνες να ακουστούν οι φωνές τους να μπλέκονται μαζί σε μια κουβέντα, έξι μήνες να αγκαλιαστούν, να πεθάνουν στα φιλιά. Τους έμοιαζε αιώνας, αλλά κι οι δυο πονούσαν σιωπηρά. Ο εγωισμός τους δεν τους επέτρεπε να λυγίσουν μπροστά σε τρίτους.

Η Μαριάννα απ’ όταν χώρισε, ορκίστηκε αδέσμευτη κι απογοητευμένη από πάσης φύσεως ερωτικές σχέσεις. Το έβγαλε το ειδύλλιο απ’ τη ζωή της, το σιχάθηκε. Πονούσε ακόμη τόσο πολύ για τον Χάρη που κάθε φορά που έπαιρνε ανάσα για κάνει ένα βήμα μπροστά, τα πνευμόνια της έτσουζαν από πόνο. Σύγκρινε τους πάντες με τον Χάρη. Ήθελε να ζήσει ξανά κάτι ανάλογο ή κάτι ίδιο με αυτό που έζησαν μαζί, αυτή τη φορά όμως με μια κόπια του.

Γι’ αυτό κατέληγε να καταστρέφει ό, τι άρχιζε. Δεν μπορούσε πλέον να αφεθεί. Ο λεπτοδείκτης του μυαλού της είχε σταματήσει την ώρα που ο Χάρης την πήρε τηλέφωνο και της είπε να μην τον ενοχλήσει ξανά. Από εκείνη τη στιγμή και μετά το συναίσθημά της κάηκε κι εκείνη σκόρπιζε τις στάχτες σε κάτι δήθεν εραστές στους οποίους ποτέ δεν πίστεψε πραγματικά.

Ο Χάρης απ’ την άλλη μπορούσε καλύτερα να διαχειριστεί τον πόνο του. Έχασε πάσα ιδέα απέναντι στο πρόσωπο της κοπέλας που τον έκανε να πιστέψει στον έρωτα. Δεν απογοητεύτηκε πλήρως όμως. Ήξερε πως χωρίς έρωτα, χωρίς κάτι πονηρό στην ατμόσφαιρα, δεν άντεχε η αυτοπεποίθησή του. Ξενοκοιμήθηκε, ξενοπήδηξε, ξέδωσε για πολύ καιρό. Ώσπου μια μέρα, έτσι στα ξαφνικά, βρήκε έναν καινούργιο έρωτα να πλαγιάσει, έναν έρωτα που καθόλου δε τον τρόμαξε να βουτήξει στα νερά του.

Ήταν μια κοπέλα της διπλανής πόρτας, μια συνάδελφος, η κοπέλα εκείνη που περιέγραφε στη Μαριάννα στα μηνύματά τους. Περνούσαν καλά μαζί, γελούσαν, τους άρεσαν τα ίδια πράγματα. Όσο και να ξεχνιόταν όμως, όσο και να της έλεγε της Μαριάννας πως η κοπέλα αυτή είναι υπέροχη και ξεχωριστή, κάτι μέσα του τον έτρωγε. Είχε βολευτεί σε αυτόν τον ερωτάκο χωρίς σπίθα. Δεν ήταν όπως με εκείνη. Δε τον κοιτούσε με βλέμμα που χανόταν, δε του έδινε φιλιά με γεύση αμαρτίας. Δεν ήταν η Μαριάννα.

Η Μαριάννα όλη μέρα έτρεχε. Είχε ενθουσιαστεί που πλέον είχε ζωή, που ήταν σε μια συνεχή τσίτα, που δε την έβλεπε πια το σπίτι. Αφοσιώθηκε στη σχολή της, στο διάβασμα, σε δραστηριότητες που είχαν να κάνουν με το επαγγελματικό της μέλλον. Έδινε τα πάντα για την καριέρα που θα ακολουθούσε. Είχε καιρό να παθιαστεί τόσο με κάτι. Κι αν κάποιος την έβλεπε να προσπαθεί τόσο σκληρά, σίγουρα θα την χαρακτήριζε μια εκκολαπτόμενη εργασιομανή.

Παράλληλα ξεκίνησε δειλά-δειλά και μια νυχτερινή δουλειά. Δεν ήθελε να έχει χρόνο για τον εαυτό της, δεν ήθελε να της μένει ούτε λεπτό να σκέφτεται τον Χάρη. Θεωρούσε πως όλα αυτά την έκανα να ξεχαστεί. Ήξερε απ’ την αρχή πως δεν της ταίριαζε αυτή η δουλειά γι’ αυτό και την παράτησε νωρίς.

Αυτή η μικρή σταδιοδρομία, όμως, την έφερε κοντά με εκείνο το άτομο που επιτέλους κατάφερε να τη συγκινήσει μετά από τόσο καιρό. Ξεκίνησαν αργά και σταθερά, σαν φίλοι, σαν συνεργάτες. Βγήκαν δυο-τρεις φορές, την τελευταία φιλήθηκαν έτσι απλά χωρίς να πουν τίποτα. Γούσταραν πολύ κι οι δυο και η Μαριάννα τα είχε χάσει που βρέθηκε κάποιος να μην επιδέχεται συγκρίσεις με εκείνον τον πρώην που τη στοίχειωσε.

Τα είχε όλα, δεν της έλειπε τίποτα. Το ίδιο κι ο Χάρης. Πρώτη φορά όλα πήγαιναν ρολόι στη ζωή τους, πρώτη φορά είχαν όλα όσα ήθελαν. Δεν ήταν όμως μαζί κι αυτό ήταν ένα μυστικό που κι οι δυο ήξεραν, κανείς όμως δε μαρτυρούσε. Η Μαριάννα του έστειλε, δεν άντεξε, ήθελε να δει τι κάνει. Πάλι η ίδια ανωτερότητα, πάλι μια κρυμμένη ενοχή κι αμηχανία πίσω από κάθε μήνυμα. Τα είπαν για λίγο. Έμαθαν καλύτερα ο ένας για τις σχέσεις του άλλου.

Ήταν περίπου Νοέμβρης. Η Μαριάννα ετοιμάζονταν να φύγει το πρώτο μακρινό ταξίδι μετά το χωρισμό της. Χτυπάει δυο φορές επίμονα το τηλέφωνό της από έναν αριθμό που δεν είχε ξαναδεί. «Παρακαλώ», λέει και μετά σιγή. «Ναι, μα ποιος είναι;» και κόντεψε να τα χάσει τελείως με αυτό που πήρε πίσω ως απάντηση. «Χάρη, δεν μπορώ να σε βοηθήσω, συγγνώμη», του είπε έτσι απλά, ξερά κι απόλυτα.

Ούτε η ίδια δεν πίστευε πως κατάφερε να του μιλήσει έτσι. Είχε πληγωθεί, είχε ξενερώσει τόσο πολύ που τώρα που είχε μια ευκαιρία να τον δει έστω λίγο, την απέρριψε. Συνήθισε την απουσία του τόσο που άρχισε να της αρέσει. «Αεροδρόμιο παρακαλώ.», μπήκε στο ταξί κι έφυγε. Κοπάνησε την πόρτα, πέταξε και το κινητό μέσα στην τσάντα, χωρίς να δώσει δεκάρα για τον Χάρη που τριγυρνούσε μόνος στα στενά της Θεσσαλονίκης που μόλις είχε φτάσει και την έψαχνε.

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη