Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Ο Χάρης ανοίγει το κινητό του. Είναι ένα από εκείνα τα αδιάφορα πρωινά που δεν είχε σχεδόν τίποτα να κάνει μέχρι να πάει στη δουλειά. Βλέπει δυο μηνύματα στην οθόνη. Ένα απ’ την κοπέλα του, μια όμορφη και γλυκιά καλημέρα κι άλλο ένα από τη Μαριάννα. Αγανάκτησε, πίστευε πως πάλι θέλει να τον πρήξει να γυρίσει πίσω.

Εκείνη κρέμονταν πάνω απ’ το κινητό. Έβλεπε τον Χάρη τη μια να πληκτρολογεί, την άλλη να σταματάει. Μια έσβηνε, μια έγραφε. Κι εκείνος τα είχε χάσει, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν περίμενε ποτέ πως η Μαριάννα θα τον έστελνε, θα τον διέγραφε έτσι. Μα να του στείλει πίσω τα ρούχα του; Έβγαζε απ’ τη ζωή της και τα τελευταία του υπολείμματα.

Τη θεωρούσε δεδομένη, πίστευε πως η εκδίκησή του είναι που εκείνη τον πρόδωσε, αλλά ακόμα τον παρακαλάει και τώρα που είδε πως ο πόνος της τελείωσε, σάστισε. Της απάντησε τελικά ψυχρά κι απόμακρα. Της είπε πως όποτε μπορέσει να του τα στείλει σπίτι.

Δεν ήξερε όμως πως η Μαριάννα ακόμη καίγονταν, ακόμα χτυπούσε η καρδιά της σαν τρελή επειδή είδε μια απάντησή του. Εκείνη δε χαράμιζε πλέον την ανωτερότητά της. Του απάντησε ευγενικά, τον ρώτησε τα νέα του. Εκείνη θεωρούσε πως ήταν ακόμη μόνος, εκείνος θεωρούσε πως εκείνη ακόμη είχε σχέση με εκείνον τον άθλιο τύπο απ’ το καλοκαίρι.

Όλα ήρθαν αντίθετα βέβαια. Ο Χάρης της είπε για την καινούργια του κοπέλα. Η Μαριάνα λύγισε, ζήλεψε. Κατάλαβε πως τα βρήκε με εκείνη την καινούργια κοπέλα που δούλευε μαζί του. Δεν άντεξε στο άκουσμα, αλλά δεν άφησε την ζήλια της να δηλητηριάσει τα μηνύματα.

Η Μαριάννα του είπε για το χωρισμό της. Εκείνος το περίμενε βέβαια. Χάρηκε, με όλη του την κακία. Ήξερε πως είχε μείνει μαζί του από πείσμα, ήξερε πως δε τον θέλησε ποτέ. Η αυτοπεποίθησή του αναπτερώθηκε, είχε το δεδομένο του πίσω.

Τα είπαν για ώρες, με εκείνη τη δήθεν αξιοπρέπεια να φαίνεται σε όλα τα μηνύματα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα νέα τους και τις αλλαγές τους, ο Χάρης πετάει την επική ατάκα που εκνευρίζει κάθε πρώην.

«Τώρα που τα είπαμε, τώρα που ηρεμήσαμε κι οι δυο, μπορούμε να μείνουμε δυο καλοί φίλοι.» Τι θράσος, Τι ειρωνεία! Φίλοι δυο άνθρωποι που έχουν βρεθεί επανειλημμένα στο ίδιο κρεβάτι, φίλοι δυο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν πολύ; Την χτύπησε εκεί που πονάει, πλήγωσε την ανωτερότητά της.

Κι η Μαριάννα φυσικά έπαιξε το παιχνίδι του. Συμφώνησε μαζί του. Και κάπως έτσι όμως τον καληνύχτησε, έπρεπε να βγει με τις φίλες της, έπρεπε ακόμη ένα βράδυ να βγει, να πιει, να παραμυθιαστεί πως τον έχει ξεπεράσει.

Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ημέρες ξεπερνούσε κάθε φαντασία της Μαριάννα. Ήταν πεπεισμένη πως είχε τελειώσει η ιστορία μεταξύ τους. Ξαφνικά, κάτι χαράματα του Οκτώβρη, βλέπει μήνυμά του. Έτσι απλά, χωρίς να της λέει πολλά. Ένα βαρετό «Τι κάνεις;» ήταν. Πάλι κουβέντιασαν, πάλι έκαναν πλάκα, πάλι εκείνος της έλεγε για την καινούργια του κοπέλα και την πίεζε να προχωρήσει.

Είχε περάσει καιρός, αλλά εκείνος έμενε το ίδιο μαλάκας στα μάτια της, εκείνος ο μαλάκας που ποτέ δεν τη δικαιολόγησε, που μονίμως πίστευε πως ήταν αλάνθαστος. Επειδή όμως τον ήξερε καλά, ήξερε πως όσο ήταν με άλλη, ποτέ δε θα έστελνε σε πρώην, πόσο μάλλον κατά τη διάρκεια της κουβέντας να της πει πως όταν έρθει στην πόλη της θα βγουν για καφέ να τα πουν και να πάρει επί τη ευκαιρία τα πράγματά του.

Τη δίχαζε όλο αυτό. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τα μηνύματά του την γέμιζαν φρούδες ελπίδες που σχεδόν κάθε βράδυ την έστελναν στο κρεβάτι με ένα ταβάνι γεμάτο όνειρα.

Οι μέρες περνούσαν κι εκείνος ακόμη έστελνε κι έπαιζε με μαεστρία με τα νεύρα της. Της έλεγε πόσο καλά περνάει, πόσο όμορφη σχέση έχει. Εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει πως δε θέλει κανένα πλέον δίπλα της. Μια χαρά τα καταφέρνει και μόνη αφού πλέον έχει αφοσιωθεί στη ζωή της και κάνει πράγματα που τη γεμίζουν. Πλέον ζει, κάτι που όσο ήταν με τον Χάρη δεν έκανε μιας κι είχε αφήσει τη ζωή της σε δεύτερη μοίρα.

Ένα περίεργα ζεστό μεσημέρι του Οκτώβρη η συζήτηση ξέφυγε. Μίλησαν για τη σχέση τους, για το τι έφταιξε, για το τι τους λείπει. Η κουβέντα πήγε πολύ μακριά. Εκείνος τόλμησε να ρίξει στο τραπέζι τον άσσο του καλού κρεβατιού που έκαναν και να τολμήσει να αφήσει στην ατμόσφαιρα να διαχέεται ένα ενδεχόμενο ξεγύμνωμα στην υποτιθέμενη συνάντησή τους.

Η Μαριάννα έκανε αυτό που ήξερε καλά. Έπαιξε με τις λέξεις, το πράγμα που αγαπούσε πιο πολύ στον κόσμο. Επιστράτευσε το σεβασμό που είχε στον εαυτό της. Του έστειλε ένα τεράστιο μήνυμα και του εξήγησε. Του μίλησε γι’ αυτά που νιώθει ακόμα, για το πόσο άθλιος είναι που ενώ το καταλαβαίνει, κάθεται και της μιλάει έτσι, πόσο τραγικός είναι που έχει κοπέλα και της στέλνει τέτοια χυδαία πράγματα. Του ξεκαθάρισε πως όσο είναι με άλλη κανένα δικαίωμα δεν είχε να τον ακουμπήσει και δε θα του το επέτρεπε, όσο και να τον ήθελε, όσο και να της έλειψε, όσο και να καιγόταν ακόμη.

Και κάπως έτσι σταμάτησαν τα μηνύματα κι οι κουβέντες τους. Δεν είχαν πια να πουν κάτι. Ποτέ δεν κατάλαβε κανείς το μυαλό του Χάρη, ποτέ δεν κατάλαβε κανείς τον έρωτα που είχε η Μαριάννα για εκείνον. Κι όσο πιο πολύ περνάνε οι μέρες, η Μαριάννα ακόμη περιμένει το τηλέφωνο να χτυπήσει, να της πει πως ήρθε. Θέλει να τον δει όσο τίποτα άλλο, έχει να αντικρίσει το πρόσωπό του σχεδόν πέντε μήνες τώρα.

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη