Η ζωή δεν έκανε εύκολα παραχωρήσεις στην Ελένη. Αυθόρμητη, ετοιμόλογη και χαμογελαστή, ήταν από μικρή η ψυχή της παρέας, ο άνθρωπος που όλοι θα ήθελαν στον κοινωνικό τους περίγυρο και θα πήγαιναν να τη συμβουλευτούν για τα προβλήματά τους. Εκείνη, όμως, τα δικά της, ουσιαστικά προσωπικά θέματα δεν τα συζητούσε σχεδόν με κανέναν, παρόλο που φαινομενικά ήταν κοινωνική κι εξωστρεφής.
Φρόντιζε πάντα να συζητάει τα απολύτως επιφανειακά ζητήματά της και να έχει παρέα πολλά βιβλία, όπου μέσα απ’ αυτά έπαιρνε τις περισσότερες απαντήσεις που αποζητούσε. Τίποτα δεν της χαρίστηκε και πάντα αποκτούσε ό,τι ήθελε με κόπο και μεγάλες προσπάθειες. Απ’ τη στιγμή της ενηλικίωσής της μέχρι πριν λίγο καιρό, βρισκόταν σε μια διαρκή εγρήγορση και μάχη να ικανοποιεί επιθυμίες, κανόνες, «πρέπει» και «δεν πρέπει» τρίτων∙ της οικογένειάς της, των στενών της φίλων, των συντρόφων της.
Από παιδικά αδούλευτα ψυχολογικά κατάλοιπα που οδήγησαν σε μια μεγάλη ανασφάλεια, είχε πιστέψει μεγαλώνοντας ότι δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, δεν είχε κάτι το ξεχωριστό και πως τίποτα δεν ήταν δυνατόν να της χαριστεί χωρίς να κάνει συμβιβασμούς. Ειδικά στο θέμα των συντρόφων, την έβρισκε κανείς να κάνει υποχωρήσεις πέραν του δέοντος, με κύριο χαρακτηριστικό της το σύνδρομο της «Μητέρας Τερέζας». Είχε κάνει δεύτερή της φύση το «είμαι εδώ για να σας υπηρετώ και να σας εξυπηρετώ». Ένιωθε όμορφα να βοηθάει γενικά, αλλά της ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστεί ακόμη κι αν αντιλαμβανόταν την εκμετάλλευση. Ήταν αρκετά εγωίστρια που δεν το άφηνε και να φανεί!
Η πρώτη εντύπωση που έδινε ήταν εκείνης της δυναμικής γυναίκας που πιστεύει στον εαυτό της και δεν έχει ανάγκη κανέναν. Κι οι άντρες το έβρισκαν άκρως ερωτεύσιμο κι ελκυστικό αυτό. Και μπορεί να μην ήταν η Μόνικα Μπελούτσι, αλλά πάντα είχε τις κατακτήσεις της. Άσχετα αν τις περισσότερες φορές δεν έπαιρνε μυρωδιά πως κάποιος θα ήθελε να είναι κάτι περισσότερο από φίλος της. Και πάντα, μα πάντα, ήταν σ’ εκείνο το σημείο που δεν μπορούσε να καταλάβει. Οπότε προτιμούσε κάποιον να τον βαφτίζει φίλο και να τελειώνει, παρά να βασανίζει το κεφάλι της. Πίστευε πως όταν ένας άντρας θέλει στ’ αλήθεια μια γυναίκα για κάτι παραπάνω από φίλη, θα είχε τα κότσια να το δείξει. Αν δεν το έδειχνε, δεν ήθελε. Δεν υπάρχουν ημίμετρα στον έρωτα, έτσι υποστήριζε.
Το ίδιο έγινε και με τον Αργύρη, που τη διεκδίκησε σθεναρά. Έζησαν μαζί 9 χρόνια και πριν λίγους μήνες χώρισαν οριστικά –μετά από μια μικρή προσπάθεια επανασύνδεσης– με δική της πρωτοβουλία ξανά. Αν ήξερε κάποιος σε βάθος το χαρακτήρα της, θα έλεγε πως το να πάρει εκείνη την απόφαση –και δύο φορές μάλιστα– να χωρίσει, πριν λίγο καιρό θα φάνταζε ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Βέβαια και τ’ ότι ήταν μαζί του τόσα χρόνια άνετα θα μπορούσε να γίνει ταινία της ίδιας κατηγορίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Έζησε κάποια χρόνια απόλυτης ευτυχίας μαζί του, αλλά πάνω απ’ τα μισά βρέθηκε παγιδευμένη (κυρίως από δικές της υποχωρήσεις) να προσπαθεί να ικανοποιεί το ανικανοποίητο. Έτσι, όταν έφυγε το μαύρο σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι της, θυμήθηκε τον παλιό χαρωπό και κοινωνικό της εαυτό. Οι παρέες δεν της έλειπαν καθόλου, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να κλείνει κινητά και να κατεβάζει σταθερά όταν ήθελε να μείνει μόνη, ν’ ακούσει την αγαπημένη της μουσική ή ν’ ανακαλύψει ένα βιβλίο ή κάποιον συγγραφέα που δεν είχε τύχει να πέσει στα χέρια της. Τον αγαπούσε τον Αργύρη. Δε θα ήθελε να πάθει ποτέ κακό, αλλά ως άνθρωπο, σαν συγγενή πια.
Η πρώην σχέση της, παρόλο που είχε προχωρήσει στη ζωή του με μια εξαιρετική κοπέλα, φρόντιζε συχνά-πυκνά να της υπενθυμίζει πως μόνο αυτή αγάπησε πραγματικά. Την έκανε να πιστέψει πως τα πρώην ταίρια μπορούν να είναι και φίλοι μετά. Και στ’ αλήθεια το πίστεψε. Απλώς εκείνη δεν είχε ερωτευτεί ξανά, ακόμη, για να διαπιστώσει πως η ταινία επιστημονικής φαντασίας –αυτή τη φορά με τίτλο «ναι, μπορούμε να μείνουμε φίλοι μετά το χωρισμό»– συνεχιζόταν ακόμη. Γιατί ο Αργύρης, μπορεί να προχώρησε κι η Ελένη να το ασπάστηκε χωρίς κλαυθμούς κι οδυρμούς, αλλά τον πραγματικό χαρακτήρα του πρώην συντρόφου της θα τον έβλεπε αργότερα. Και δεν αργούσε η στιγμή, απλώς δεν το ήξερε ακόμη κι ούτε μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια.
Όσο ανασφαλής κι υποχωρητική (στις διαπροσωπικές της σχέσεις) ήταν η Ελένη, το δεκαπλάσιο δυναμική, αποφασιστική κι αποτελεσματική ήταν στη δουλειά της. Με ό,τι κι αν καταπιανόταν. Το μυαλό της δούλευε πολύστροφα κι όλοι είχαν να λένε για τη σπιρτάδα, την εξυπνάδα της και το πρακτικό τρόπο σκέψης της. Κι εκεί, στη δουλειά της, ένιωθε «μις Κόσμος»! Ό,τι πρόβλημα κι αν αντιμετώπιζε οποιοσδήποτε στο πανεπιστήμιο πρώτα σ’ εκείνη θα πήγαινε.
Όλοι εκτός απ’ τη Μαριτίνα. Φαινόταν πως δεν την πολυσυμπαθούσε κι η Ελένη το είχε καταλάβει, αλλά δεν έδινε σημασία. Κατά βάθος της άρεσε κιόλας, γιατί ήταν οπαδός της άποψης πως αν σε ζηλεύει κάποιος, κάτι κάνεις καλά! Άλλωστε, ποτέ δε θα έκανε αυτή την κοπέλα φίλη της. Είχε πολύ σκοτεινά μάτια κι αυτό της προξενούσε καχυποψία.
Όμως είχε χαθεί στις σκέψεις της κι έπρεπε να ετοιμάσει και τα βιβλία απ’ τις λίστες που της είχε δώσει ο Ανδρέας το πρωί. Της είπε να μην καλέσει τη βοηθό του να τα πάρει, αλλά θα ερχόταν εκείνος αυτοπροσώπως. Κι αυτό, για κάποιο λόγο, την έκανε να χαμογελάει. Μετά απ’ τις δυο κουβέντες που ανταλλάξανε το Σάββατο στο Carpe Diem, έπιανε τον εαυτό της να νιώθει περίεργα όποτε τον σκεφτόταν. Κάτι είχε το βλέμμα του εκείνο το πρωί που τον είδε για λίγο. Κάτι απροσδιόριστα διαφορετικό απ’ όλες τις άλλες φορές.
«Έλα, κορίτσι μου, σύνελθε. Για τον Ανδρέα μιλάμε! Καταρχάς, σιγά να μη γυρίσει να κοιτάξει εσένα! Καθρέφτη δεν έχεις σπίτι σου; Τι σ’ έχει πιάσει, ειλικρινά!», μάλωσε τον εαυτό της χαμηλόφωνα κι αμέσως στρώθηκε στη δουλειά, γιατί πλησίαζε η ώρα που θα έπρεπε να τα έχει όλα έτοιμα.
«Αν με ζητήσει κανείς, πάω στη βιβλιοθήκη να πάρω κάποια πράγματα που έχω ζητήσει», είπε στη Μαριτίνα ο Ανδρέας όπως έβγαινε απ’ το γραφείο του.
«Εσύ αυτοπροσώπως; Παράξενο! Θες βοήθεια; Να έρθω;», ρώτησε η κοπέλα.
«Δε βρίσκω το λόγο να έρθεις. Είπα, πάω εγώ», απάντησε σχεδόν ενοχλημένος ο Ανδρέας.
«Έμαθα περάσατε ωραία το Σάββατο», αποκρίθηκε εκείνη όλο νόημα.
«Οι μεταξύ μας σχέσεις, Μαριτίνα, ξεκινούν και τελειώνουν εδώ μέσα κι αυτό νομίζω στο ξεκαθάρισα καιρό πριν. Δε νομίζω πως σε αφορά πώς πέρασα το Σάββατο, αλλά για να σου λύσω την απορία, ναι, ήταν πολύ όμορφα. Ενημέρωσέ με, όταν επιστρέψω, αν έχουμε τις απαντήσεις που περιμένουμε απ’ την Ιταλία».
Η Μαριτίνα είχε πληροφορηθεί για όσα διαδραματίστηκαν το προηγούμενο Σάββατο, για τα εγκώμια που είχε πλέξει ο Ανδρέας στην αντροπαρέα του για την Ελένη και το πόση ευθυμία του προκάλεσε το γέλιο της. Κι ακόμη κι αν δεν ήθελε να είναι ξανά μαζί του –έτσι έλεγε τουλάχιστον– θεωρούσε ήττα να τον αφήσει αμαχητί στη διευθύντρια της βιβλιοθήκης. Κι ήξερε πως δεν ήταν απλά εγκώμια τα λόγια του.
«Έτοιμα;», ρώτησε ο Ανδρέας την ώρα που η Ελένη έφερνε τα τελευταία συγγράμματα κάποιου Γερμανού πανεπιστημιακού.
«Είσαι έτοιμος! Μόνο μια υπογραφή εδώ και μπορείς να τα πάρεις».
«Ωραία, τα πάω στο γραφείο και τι λες; Σχολάμε; Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι εδώ παρακάτω που έχει και καλό τσίπουρο;», τη ρώτησε χωρίς να το έχει προγραμματίσει καν.
«Μόνο αν πιω τόσο όσο να μπορέσω να οδηγήσω μετά και μόνο αν έχει με γλυκάνισο», είπε εκείνη κι έπνιγε το γέλιο της να μην ακουστεί μέχρι τα ψηλά πατώματα του κτηρίου.
Οι επόμενες ώρες τους βρήκαν να μιλάνε ακατάπαυστα, να γελάνε φωναχτά μετά δακρύων, κοπανώντας το τραπέζι, λες κι αυτό θα τους βοηθούσε να πάρουν ανάσα. Στο ενδιάμεσο, αν δε γελούσαν, μιλούσαν για συναδέρφους, τη δουλειά, μουσική, διάβασμα, φιλοσοφούσαν τη ζωή, τους ανθρώπους και τις σχέσεις. Οι υπόλοιποι θαμώνες δεν υπήρχαν καν στο οπτικό τους πεδίο. Ήταν λες κι ήταν μόνοι, οι δυο τους!
Κι αφού εκείνη του περιέγραψε τη ζωή της με τον Αργύρη και το πώς έληξε η σχέση τους, κάπου εκεί ήταν που ο Ανδρέας ανοίχτηκε και της μίλησε για τη Μαριτίνα. Της εκμυστηρεύτηκε με κάθε λεπτομέρεια ό,τι είχε γίνει κι ήταν εκείνη η στιγμή που η Ελένη –έκπληκτη– έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει λίγο. Σοκαρίστηκε και με τη βοήθεια της ελευθερίας λόγου που δίνει ο συνδυασμός αυθορμητισμού με λίγο αλκοόλ, το είπε στον Ανδρέα.
Η χημική αντίδραση μόλις είχε μετατραπεί από απλή, σε πολύπλοκη…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη