Τα προηγούμενα χρόνια, συνήθως το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη, ήταν όλοι τους μαζί κάνοντας σχέδια για το εκάστοτε καλοκαίρι. Έβαζαν κάτω τις ημερομηνίες προγραμματίζοντας τις άδειές τους, ποια Σαββατοκύριακα θα μπορέσουν να ταξιδέψουν, σε ποιες παραλίες θα κολυμπήσουν και ποιο εξοχικό ή σπίτι στο χωριό ήταν διαθέσιμο για τη φιλοξενία ολόκληρης της παρέας. Οι πέντε βασικοί μας ήρωες ήταν μια αλλόκοτη μα παράλληλα ενωμένη παρέα που η φιλία τους μετρούσε πάνω από μια δεκαετία. Ο Αλέξης, η Βέρα, ο Γιώργος, η Δανάη κι η Ευτυχία λοιπόν, είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας μας.
Δυστυχώς, το φετινό καλοκαίρι δε θα καταφέρουν να ειδωθούν, ούτε για έναν καφέ, που λέει ο λόγος. Για την ακρίβεια έχουν να συναντηθούν όλοι μαζί απ’ το αποχαιρετιστήριο πάρτι του Γιώργου και της Δανάη, του ζευγαριού της παρέας. Μεγάλη ιστορία οι δυο τους. Μέχρι να καταλάβουν πόσο αγαπιούνται και πόσο ερωτευμένοι είναι έπρεπε να παίζουν κρυφτούλι και να δηλώνουν «friends with benefits» ενώ έλιωνε ο ένας για τον άλλο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πριν ξυπνήσει από μέσα τους ο έρωτας ήταν όντως φίλοι, κολλητοί φίλοι.
Ίσως αυτό τους έφερε πιο κοντά, ίσως κι όχι. Σημασία έχει πως η σχέση τους δεν είναι απ’ αυτές για τα μάτια του κόσμου που κυκλοφορούν πολύ. Είναι αληθινή και τους ολοκλήρωσε κάνοντάς τους καλύτερους σε πολλά επίπεδα. Στην ουσία λειτουργούν καλύτερα μαζί, αλλιώς δε θα έπαιρναν την απόφαση να φύγουν για ένα νέο ξεκίνημα στην άλλη άκρη της Γης. Βιοποριστικό ήταν το ζήτημα, πριν το αποφασίσουν εξάντλησαν όλες τις πιθανότητες για να μείνουν στην Ελλάδα. Βλέπεις, εδώ είναι περιορισμένα τα πράγματα για τους νέους που θέλουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Βέβαια, την αρχή της μετανάστευσης την είχε κάνει ο Αλέξης που ήταν «φευγάτος» εδώ και χρόνια, αλλά εκείνος ζούσε σε γειτονική χώρα έχοντας την πολυτέλεια να επιστρέφει είτε για βόλτα είτε για διακοπές αρκετές φορές το χρόνο. Είχε την τύχη να εργασθεί στο μέρος όπου σπούδαζε και παράλληλα να επισκέπτεται τη γενέτειρά του, πιο συχνά κι από τότε που ήταν φοιτητής.
Όμως, κάτι άλλαξε πριν λίγες εβδομάδες κι ο Αλέξης δέχθηκε μια καλύτερη πρόταση για δουλειά, κάμποσα χιλιόμετρα παραπέρα. Το ανακοίνωσε στην παρέα στέλνοντας στον καθένα ξεχωριστά την ίδια φωτογραφία, γράφοντας το στίχο ενός αγαπημένου κομματιού: «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Μια ξεχασμένη ανάμνηση από ένα μακρινό ανέμελο καλοκαίρι απεικονίζοντας μαζί και τους πέντε.
Η Βέρα απ’ την άλλη, η μικρότερη της «συμμορίας», προσπαθώντας τόσα χρόνια να κάνει επάγγελμα αυτό που αγαπάει, με τις σπουδές της κατάφερε να κορνιζώσει τα πτυχία της τοποθετώντας τα στον τοίχο και να μοιράσει στους πάντες βιογραφικά δίχως ικανοποιητική απάντηση. Παράλληλα έκανε καριέρα σε ένα άλλο αντικείμενο, στους καφέδες, ειδικευόμενη στον εσπρέσο. Είχε κάνει επιστήμη την τέχνη του «latte art» με σεμινάρια και πιστοποιήσεις. Δούλεψε ακόμη και σε μεγάλες αλυσίδες καφέ ώσπου ο βασικός μισθός των «τρις κι εξήντα» να μην της φτάνει ούτε για τη συντήρηση μιας γκαρσονιέρας.
Βλέποντας τους φίλους της να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο για το εξωτερικό, πείσμωνε κι έλεγε στην Ευτυχία: «Θα τα καταφέρουμε. Εδώ θα μείνουμε. Μην τολμήσεις να φύγεις κι εσύ». Εκείνη την καθησύχαζε αστειευόμενη: «Τώρα που μπήκε ο Ιούνης θα φύγουμε; Ο μήνας του σχεδιαγράμματος και των στόχων για το καλοκαίρι μας;» ενώ η μικρή με το παράπονο στο βλέμμα έληξε τη συζήτηση λέγοντας: «Ποιο καλοκαίρι μας; Οι δυο μας μείναμε, οι άλλοι δε θα ‘ρθουν».
Εκείνο το βράδυ η Ευτυχία δεν έχει ύπνο. Σκεφτόταν τα λόγια της φίλης της, τους άλλους τρεις που ήταν μακριά και κάτι τη βασάνιζε. Βγήκε στη μικρή βεράντα του δευτέρου ορόφου να χαζέψει το φεγγάρι. Ποιο φεγγάρι; Γύρω της ψηλές πολυκατοικίες με κλειστά παράθυρα και κατεβασμένες τέντες. Καλά-καλά δεν μπορούσε να δει ούτε τα αστέρια, περιορισμένη η ορατότητα απ’ το διαμέρισμά της, περιορισμένες κι οι σκέψεις της.
Πού πήγαν τα βράδια τους, αναρωτιόταν ψάχνοντας στον ουρανό τα τρία αστέρια. Εκείνα τα αστέρια –ο αστερισμός του Ωρίωνα– ήταν οι λεγόμενες τρεις ευχές που είχε ο καθένας τους για τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Θυμάται πως πριν από χρόνια, ένα μεθυσμένο βράδυ είχαν δώσει μια υπόσχεση μεταξύ τους τραγουδώντας τον «Υδροχόο» με μάρτυρά τους τον αστερισμό του Ωρίωνα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι της, αδειάζει το μυαλό της και κρατάει μόνο μία σκέψη: «Κάθε χρόνο οι ευχές μας πραγματοποιούνται, φέτος;»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη