Μπαίνει στο σπίτι κι ανοίγει αμέσως το κλιματιστικό. Βγάζει το τζάκετ κι ακουμπά το κράνος του στο πάσο της κουζίνας. Ανοίγει το ψυγείο, πιάνει το πιο παγωμένο μπουκάλι που βρίσκει και πίνει νερό κατ’ ευθείαν από ‘κει. Θυμάται ακαριαία την πρώην του κι όλες τις φορές που δυσανασχετούσε μ’ αυτήν του τη συνήθεια. Για μια στιγμή πάει να πιάσει ένα ποτήρι, λες και θα την ακούσει πάλι να γκρινιάζει, αλλά σταματά. Έχουν χωρίσει εδώ και δύο μήνες, όμως συνεχίζει να αντιδρά σαν να περιμένει από λεπτό σε λεπτό να πεταχτεί από κάπου για να αρχίσουν έναν ακόμα καβγά.
Ανοίγει την τηλεόραση προσπαθώντας να προκαλέσει κάποιον εξωτερικό θόρυβο για να σωπάσει τις σκέψεις του κι αρχίζει να γδύνεται. Τα ρούχα του έχουν κολλήσει πάνω του απ’ τη ζέστη κι ο ιδρώτας του σχηματίζει αυλάκια απ’ το μέτωπο μέχρι τη μέση του. Νιώθει να κολλάει και δεν έχει χειρότερο απ’ αυτό. Ανοίγει πάλι το ψυγείο, αυτήν τη φορά αναζητώντας κάτι να φάει αλλά μάταια. Δεν υπάρχει φαγητό ούτε για δείγμα. Παίρνει τηλέφωνο στο συνοικιακό ψητοπωλείο, αλλά δεν απαντά κανείς. Μέσα Αυγούστου· όλα κλειστά. Δοκιμάζει την τύχη του καλώντας σε ένα άλλο κι ευτυχώς στέκεται τυχερός. Κάνει την παραγγελία του και μπαίνει για μπάνιο. Έχει άπλετο χρόνο μέχρι να έρθει ο διανομέας.
Βαριεστημένα ανοίγει το ντους και στέκεται από κάτω για λίγα λεπτά. Με το νερό φεύγει λίγο η κούραση, λίγο ο ιδρώτας, μα δεν μπορεί να διώξει αυτό το συναίσθημα μιζέριας που τον συνοδεύει τον τελευταίο καιρό ούτε κι όλες του τις σκέψεις.
Σαπουνίζεται νευρικά προσπαθώντας να εκδικηθεί το κορμί και το κεφάλι του για τις σκέψεις που παράγει, για όλα τα κακά σενάρια που του φέρνει και για όλα τα λάθη για τα οποία νιώθει ενοχές. Του συμβαίνει συχνά αυτό τα καλοκαίρια. Άλλοι στον ήλιο και στη ζέστη νιώθουν θαλπωρή κι εκείνος νιώθει πως κάνει πρόβα για την κόλαση.
Τις σκέψεις του διακόπτει το κουδούνι. Βγαίνει βιαστικά, ανοίγει την κύρια είσοδο όσο σκουπίζεται γρήγορα και τρέχει να βάλει κάτι πάνω του και να πάρει το πορτοφόλι του. Ανοίγει, παίρνει την παραγγελία του και κοιτώντας τον άνθρωπο απέναντί του που λιώνει απ’ τη ζέστη όπως έλιωνε κι αυτός νωρίτερα ένα νέο κύμα τύψεων τον κατακλύζει. Του δίνει ένα καλό πουρμπουάρ για να εφησυχάσει τις ενοχές του και κάθεται κάτω απ’ το κλιματιστικό μπροστά στην τηλεόραση για να χορτάσει επιτέλους την πείνα του.
Η τηλεόραση παίζει μόνο επαναλήψεις, λες και θέλει να επισφραγίσει την ίδια του τη ρουτίνα και την πλήξη· λες και τα κανάλια έχουν κάνει μια μυστική συμφωνία να εξαναγκάσουν με έμμεσο τρόπο το κοινό να κλείσει την τηλεόραση και να ξεχυθεί στις παραλίες και τα νησιά. Από πείσμα συνεχίζει να βλέπει παθητικά μια σειρά που προβάλλεται σαν απ’ την απαρχή του χρόνου. Δεν πολυκαταλαβαίνει, δε γελάει, μήτε συγκινείται. Το μυαλό του είναι αλλού.
Σκέφτεται την πρώην του, λίγο από συνήθεια, λίγο για να την κατηγορήσει που βρίσκεται ξεκρέμαστος από διακοπές. Σκέφτεται τους φίλους του που ένας-ένας φεύγουν είτε με άλλους φίλους είτε με τις σχέσεις τους για κάποιον παραλιακό προορισμό. Μα περισσότερο σκέφτεται πως έχει ξεμείνει στο κλεινόν άστυ να πήζει στην δουλειά όσο εκείνη διασκεδάζει σε κάποιο νησί με τις φίλες της κι ίσως έναν καινούριο γκόμενο.
Ζηλεύει και θυμώνει. Ζηλεύει όχι τόσο για εκείνη, όσο για τα καλοκαιρινά σχέδια που δεν έκανε εν αντιθέσει με αυτήν και θυμώνει, γιατί αναγνωρίζει πως φταίει κι αυτός που χώρισαν όπως χώρισαν και κυρίως φταίει αυτός που τον πήρε από κάτω ένας χωρισμός που ήταν αναμενόμενος κι αναγκαίος.
Απ’ την υπερανάλυση, που για πολλοστή φορά μετά το χωρισμό υποβάλλει τον εαυτό του, τον βγάζει ο χτύπος του κινητού του. Για μερικά δευτερόλεπτα περνά απ’ το μυαλό του η σκέψη πως είναι εκείνη και θα του πει πως της λείπει κι έτσι εκείνη η εκδικητική κι αμιγώς εγωπαθής πτυχή του εαυτού του τον κάνει να πεταχτεί απ’ τον καναπέ για να δει το μήνυμα. Δεν είναι πως θέλει να τα ξαναβρούν, θέλει μονάχα να ταΐσει τον εγωισμό του λίγο κι ας μην το παραδέχεται ούτε καν στον εαυτό του. Χώρισαν άσχημα με κατηγορίες κι υπαινιγμούς εκατέρωθεν κι ομολογουμένως θίχτηκε ο εγωισμός και των δύο. Οι πιθανότητες να επικοινωνεί εκείνη είναι λίγες μα η ελπίδα τρυπώνει κι από χαραμάδα.
Κοιτάζει το κινητό κι εν μέρει απογοητεύεται γιατί δεν είναι εκείνη μα ταυτόχρονα η διάθεσή του βελτιώνεται βλέποντας το όνομα του κολλητού του στον αποστολέα. Ο Νίκος, με τον οποίο είναι φίλοι όσο θυμάται τον εαυτό του, του έστειλε φωτογραφίες απ’ το μπαρ που δουλεύει σεζόν στην Πάρο.
«Με πληρώνουν για να βλέπω αυτά» γράφει κάτω απ’ τη φωτογραφία που απαθανατίζει κάποιες κοπέλες να χορεύουν με τα μαγιό τους κι ακολουθεί άλλο μήνυμα. «Άρη, πάρε το καράβι». Ο Άρης δεν απαντά αν και γελάει κι ο κολλητός του συνεχίζει. «Ξέρω ότι δε δουλεύεις αύριο και μεθαύριο. Κόψε τις μαλακίες κι έλα».
Ύστερα, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε κολλητός, για μερικά λεπτά τον κατακερμάτισε στις φωτογραφίες πότε με αιθέριες υπάρξεις, πότε με μπίρες και πότε μόνο με τις ξαπλώστρες με φόντο το ατέλειωτο μπλε.
Ο Άρης, που πέρασε όλη τη μέχρι τώρα ζωή του σοβαρός και μετρημένος, κοίταξε την οθόνη του κινητού του μια φορά κι έπειτα την τηλεόραση μπροστά του. Κοντοστάθηκε εκεί μπροστά απ’ τον καναπέ και το πήρε απόφαση. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος του μήνα πάντα ζορίζεται, ας ζοριστεί και τον Αύγουστο μα πρώτα ας ξεσκάσει.
Κι έτσι απλά, χωρίς καν να το αντιληφθεί, ο Άρης έκανε κάτι απρόβλεπτο για ‘κείνον. Έκανε κάτι που η πρώην του για καιρό ξεροστάλιαζε, περιμένοντας να κάνει. Έκανε την έκπληξη. Κλείνει εισιτήριο για Πάρο κι αρχίζει να βάζει μερικά πράγματα σε έναν σάκο, γρήγορα κι αποφασιστικά -σαν από φόβο μην ξυπνήσει ο συνήθης εαυτός του και τον αποτρέψει. Στο μεταξύ, γράφει στο φίλο του δυο λέξεις μόνο: «Εντάξει, έρχομαι».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη