Ο Νίκος αγκαλιάζει τον φίλο του χαρούμενος, αδυνατώντας να πιστέψει πως είναι εκεί μαζί του κι ας τον αγγίζει. Τον ρωτάει για το ταξίδι του, αν ήταν καλό, αν δυσκολεύθηκε να βρει το διαμέρισμα που μένει κι έπειτα κάνει την ερώτηση που τριγυρνούσε στο μυαλό του από εκείνο το μήνυμα του Άρη, εκείνο το «Εντάξει, έρχομαι».
-Πώς και το πήρες απόφαση; Όλο το καλοκαίρι σε παρακαλάω.
-Δεν ξέρω, αλήθεια. Μάλλον δεν το σκέφτηκα. Απλά έκλεισα τα εισιτήρια κι ήρθα.
«Καιρός σου ήταν» του λέει και γελώντας του δίνει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ενώ ο Άρης χαμογελά συναινετικά. «Είσαι καλά, ρε;» τον ρωτά κρατώντας σφιχτά τον ώμο του φίλου του καθώς επεξεργάζεται την όψη του σαν να προσπαθεί να διαβάσει σ’ αυτήν όλα εκείνα που ενδεχομένως θα του έκρυβε από περηφάνια. Μα ο Άρης αυτήν τη φορά δεν απαντά περήφανα, δεν έχει πια όρεξη για κανενός είδους κρυφτό ούτε λόγω εγωισμού ούτε λόγω περηφάνιας, κι ειδικά στον κολλητό του.
«Τώρα, ναι!» του λέει σύντομα και λακωνικά ομολογώντας όλη την αλήθεια του χωρίς πολλές κουβέντες. Κι ο Νίκος, σαν να άκουσε όλα όσα πέρασε μέχρι σήμερα ο κολλητός του σ’ αυτές τις δυο λέξεις, τον κοίταξε με όση συμπόνια και κατανόηση χωρά ένα βλέμμα κι ύστερα του χαμογέλασε πλατιά μ’ ένα χαμόγελο πολύ γνώριμο για τον Άρη. Αυτό το χαμόγελο σήμαινε διασκέδαση και μπελάδες κι ήταν το σήμα κατατεθέν του Νίκου. Αυτό το χαμόγελο απόψε ήταν κι η αρχή μιας άκρως διασκεδαστικής βραδιάς.
Μέσα σε λίγη ώρα είχαν ετοιμαστεί και βρίσκονταν σ’ ένα μπαρ. Το νησί σφύζει από ζωή (δεκαπενταύγουστος άλλωστε), τα ποτά πάνε κι έρχονται και τα ποτήρια μοιάζουν να αδειάζουν πεισματικά γρήγορα. Με ένα-δυο τσιγάρα κι αρκετά ποτά άρχισαν να λένε τα νέα τους, τα νέα της υπόλοιπης παρέας, να κοροϊδεύουν τον κόσμο αλλά και τους εαυτούς τους και πριν το καταλάβουν καλά-καλά, πήραν το δρόμο της επιστροφής για λίγες ώρες ύπνου, μιας που ο Νίκος δούλευε την επόμενη μέρα.
Ανάμεσα στα πολλά που είπαν στη μέθη τους, ο Άρης ανέφερε το κορίτσι που συνάντησε νωρίτερα, μα δεν αναφέρθηκε καθόλου στην πρώην του. Όχι από πείσμα, αλλά γιατί ειλικρινά δεν του ήρθε καθόλου στο νου. Η Πάρος του έκανε καλό, κι όχι μόνο για την πρώην του αλλά και για τις αϋπνίες του. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, τον περίμενε ένας βαθύς, ξεκούραστος ύπνος. Ύπνος που διέκοψε άγαρμπα ο φίλος του για να τον πάει στη δουλειά. Είχαν συμφωνήσει αποβραδίς πως όσο ο Νίκος θα δούλευε, ο Άρης θα έκανε τις βουτιές του στην παραλία, την ηλιοθεραπεία του και φυσικά το οφθαλμόλουτρο που του είχε τάξει απ’ τα μηνύματα που αντάλλαζαν πολύ πριν έρθει ακόμα.
Μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, ο Άρης έκατσε στην μπάρα μπροστά απ’ το πόστο του φίλου του, πήρε τον καφέ του στο χέρι και προσπάθησε να συνέλθει. Το πρωινό ξύπνημα μετά από ελάχιστες ώρες ύπνου δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Ήπιε μερικές γουλιές απ’ τον καφέ του, απέφυγε όσο μπορούσε κάθε είδους κουβέντα γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να συνεννοηθεί με άνθρωπο, ανέχτηκε την καζούρα του φίλου του που ήταν πάντα τόσο ενεργητικός λες κι είχε πέσει στο καζάνι του Πανοραμίξ από παιδί κι έπειτα πήγε να κάνει μια βουτιά, βέβαιος πως μόλις επιστρέψει θα λειτουργεί καλύτερα.
Όσο η ώρα περνούσε, η ένταση της μουσικής όλο κι αυξανόταν μαζί με την άφιξη του κόσμου. Κόντευε πια μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε, μα η θάλασσα παρέμενε δροσερή. Κολύμπησε για ώρα, απόλαυσε το ζεστό αεράκι που του γαργαλούσε το πρόσωπο και το νερό που έσβηνε τη φωτιά. Άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο και τη χρυσή ακτή κι απόλαυσε απ’ το σημείο που βρισκόταν τη θέα του κόσμου που συνέρρεε. Σε κάθε του κίνηση όλο και μια έγνοια διέγραφε, όλο και λίγο στρες άφηνε να του ξεγλιστρήσει, μέχρι που χαλάρωσε κι απλά κολυμπούσε δίχως σκέψεις, δίχως ανησυχίες. Όταν πια τα χέρια του άρχισαν να σταφιδιάζουν, το πήρε απόφαση και βγήκε.
Έκατσε πάλι στο πάσο κι ο φίλος του, λες και διάβασε την σκέψη του, του έβαλε ένα παγωμένο ποτήρι με νερό το οποίο εξαφάνισε σε δευτερόλεπτα. Ο Νίκος συνέχισε να δουλεύει γρήγορα γιατί ήταν ώρα αιχμής διατηρώντας το χαμόγελό του κι ο Άρης άνοιξε το κινητό του για να δει τις ειδοποιήσεις του. Σύντομα το έκλεισε κι άρχισε να επεξεργάζεται τον κόσμο γύρω του, όταν το βλέμμα του έπεσε στην κοπέλα που είχε συναντήσει το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα της καθόταν ο σκύλος, ήσυχος αυτή τη φορά σαν να απαξίωνε με τη στάση του τη διασκέδαση των ανθρώπων.
Το πρόσωπο του Άρη έλαμψε και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στο κορίτσι σαν να προσπαθούσαν να ζυγίσουν τις κινήσεις της, σαν να προσπαθούσαν να διαβάσουν πίσω από αυτές αν υπάρχει περιθώριο να κάνει κίνηση. Εκείνη, που αγνοούσε την ύπαρξή του, στεκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω πίνοντας τον καφέ της, ρίχνοντας πού και πού μια ματιά στο σκύλο της. Αμέριμνη, πότε χαμογελούσε σε μια άλλη κοπέλα και πότε έγνεφε καταφατικά σ’ ό,τι της έλεγε κι ο Άρης ένιωθε ξαφνικά να βράζει. Ήθελε τόσο πολύ να είναι εκείνος ο αποδέκτης αλλά κι η αιτία του γέλιου της, ήθελε να μπορεί να την κοιτάζει από κοντά, να παρατηρεί κάθε μικρή της ρυτίδα απ’ τον ήλιο.
«Πήγαινε, ρε μαλάκα, τι την κοιτάς σαν Παναγία; Αυτή δεν είναι;» εντελώς άτσαλα τον έφερε στην πραγματικότητα ο Νίκος, όπως ακριβώς τον ξύπνησε και το πρωί. Του έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε να πάει να της μιλήσει. Την πλησίασε μη γνωρίζοντας τι να πει και στάθηκε δίπλα της αμήχανα. Η κοπέλα τον κοίταξε και του χαμογέλασε σαν να τον αναγνώρισε, δίνοντάς του λίγο θάρρος να συνεχίσει.
«Γεια, είμαι ο Άρης. Χθες έφυγες χωρίς να μάθω το όνομά σου, ξέρω μόνο τον Ρούντυ» είπε και κοίταξε το σκύλο που σηκώθηκε κουνώντας την ουρά του δίνοντάς του λίγο κουράγιο ακόμα.
«Ξέρεις τα πιο σημαντικά τότε! Είμαι η Ράνια, χάρηκα» είπε η κοπέλα χαμογελώντας φιλικά καθώς ένας τύπος της πιάνει τη μέση και κοιτάζει κάπως επιθετικά τον Άρη, παγώνοντας την ατμόσφαιρα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη