«Γαμώ το κέρατο…» είπε μέσα απ’ τα δόντια.
Κοίταξε κάτω, στο δρόμο. Ακριβώς ανάμεσα στις πατούσες της έλιωνε μια μπάλα παγωτό φράουλα, σχεδόν αφάγωτη. Μα, να πέσει πάνω στο φρεάτιο; Δεν μπορούσε να τσουλήσει λίγο πιο δίπλα, ας πούμε; Τότε θα μπορούσε ίσως να τη μαζέψει με προσοχή, να τη φυσήξει και μετά να συνεχίσει το ηδονικό της γλύψιμο. Μωρέ, τι σκέφτομαι. Η αφυδάτωση τα φταίει.
«Τι ζέστη σήμερα, Θεέ!» Μέχρι ν’ ανάψει το φανάρι, η μπάλα είχε σχεδόν εξαφανιστεί ανάμεσα στα κενά της σχάρας. Διέσχισε το δρόμο κρατώντας ακόμα το χωνάκι στο χέρι σαν λάβαρο. Τι πλάκα θα είχε, αν το μυαλό δε γινόταν ποτέ αφηρημένο; Ένας τύπος την έσπρωξε προσπερνώντας τη και σήκωσε το χέρι να κάνει χειρονομία στην πλάτη του και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι το κρατούσε ακόμα. Μετά έφτασε απέναντι. Μετά είδε εκείνον, που την κοιτούσε. Τον έφτασε στο μισό μέτρο και του άφησε το χωνί στα χέρια.
«Κράτα, αφού κοιτάς που κοιτάς.»
«Εμ…ναι! Σας είδα απέναντι και φαινόσαστε τόσο σκεπτική και στεναχωρημένη. Όλα αυτά από μια μπάλα παγωτό; Συγγνώμη αν έγινα αδιάκριτος, δεν το ήθελα, απλώς με συνεπήρε το θέαμα.»
«Δεν είδες τι συνέβη; Έπεσε το παγωτό μου μόλις το είχα πάρει! Ζεσταίνομαι. Κι έχω λιώσει στη δουλειά απ’ το πρωί. Κουράστηκα! Αυτό το παγωτό ήταν ο κόσμος μου όλος. Δεν έχω άλλα λεφτά πάνω μου, για να το αντικαταστήσω. Μη μου δίνεις σημασία, ε; Τα λέω λίγο και θα μου περάσει.»
Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της, συνοφρυώθηκε και σαν να βούρκωσε. Τα νεύρα της δεν ήταν καθόλου καλά εκείνη τη μέρα.
«Αν είναι έτσι, μπορώ να βοηθήσω και θα το κάνω αμέσως.» Τη βούτηξε απ’ τον καρπό και την έσυρε σχεδόν ξανά απέναντι. Έφτασαν στο καροτσάκι των παγωτών κι έβγαλε πορτοφόλι.
«Ω, όχι, σε παρακαλώ!»
«Ένα παγωτό φράουλα για την κυρία. Για ‘μένα ένα σοκολάτα, γιατί πάει τέλεια με τη φράουλα!»
«Αν γίνεται και λίγη τρούφα από πάνω…»
Ο παγωτατζής χαμογέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του.
Πέρασαν όλο το απόγευμα μαζί. Η Χάρις λάτρευε τη δουλειά της, αλλά εκείνη την περίοδο τα είχε φτύσει, προσπαθούσε ν’ ανελιχθεί και της έκαναν τη ζωή δύσκολη σε κάθε ευκαιρία. Δε θα σταματούσε όμως, να παλεύει για κανένα πούστη λόγο. Αν αποφάσιζε κάτι, το πήγαινε μέχρι τέλους.
Έμενε στην Αθήνα τα τελευταία δέκα χρόνια, από τότε που ήρθε να σπουδάσει. Ένα πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό και μία γλώσσα την έφεραν εκείνο το απόγευμα μπροστά στο καρότσι του παγωτατζή. Της αρέσει να διαβάζει λογοτεχνία, αλλά όχι ποίηση. Της αρέσει η ροκ, αλλά όχι η μέταλ. Τρώει παγωτό φράουλα, γιατί έτσι μπορεί να λέει σ’ όλους ότι πρόκειται απλώς για κάτι φρουτένιο κι αθώο. Εξάλλου, μυρίζεις φράουλα μετά κι όλα τ’ αγόρια θέλουν να σε φιλήσουν.
Έφτασε το βράδυ κι ήταν ακόμα παρέα. Η Χάρις έπρεπε να γυρίσει σπίτι, για να τελειώσει μερικές δουλειές γραφείου. Πέρασε πολύ όμορφα μαζί του, της χαλάρωσε τα νεύρα κι επανήλθε στους ρυθμούς της. Το κέρασμα ήταν σωτήριο, ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Ευτυχώς που τον γνώρισε.
Ο Φίλιππος περίμενε να περάσει το φανάρι, όταν το βλέμμα του σταμάτησε τυχαία στο κορίτσι απέναντι. Κοίταζε ευθεία κάτω και στο χέρι κρατούσε ένα ακέφαλο παγωτό χωνάκι. Στα πόδια της μια ροζ μπάλα έλιωνε μέσα στις τρύπες ενός φρεατίου. Φράουλα, σκέφτηκε. Ποιος ενήλικας τρώει ακόμα παγωτό φράουλα;
Ήταν εμφανώς θλιμμένη και το κάτω χείλος της ελαφρώς εξείχε. Ήταν εντελώς αξιαγάπητη. Ο κόσμος τον προσπέρναγε ήδη, αλλά εκείνος έμεινε ακίνητος να την παρακολουθεί που τον πλησίαζε. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Δε σταμάτησε να τον κοιτάζει, παρά τον έφτασε και του πάσαρε το χωνί.
«Κράτα, αφού κοιτάς που κοιτάς» του είπε με νεύρο.
Φοβήθηκε μήπως τον είχε παρεξηγήσει και προσπάθησε να της δικαιολογηθεί. Ήταν αναστατωμένη απ’ τη μέρα της, αυτό ήταν όλο, όπως του είπε. Και μετά του πάτησε τα κλάματα. Το χείλος της εξείχε και πάλι. Μα πόσο αξιαγάπητη ήταν! Έπρεπε να της πάρει ένα παγωτό. Αυτό θα του κέρδιζε οπωσδήποτε έστω και λίγο ακόμα χρόνο μαζί της. Πάνω στη φούρια του, σχεδόν την έσυρε απ’ το χέρι. Ίσως έπρεπε να είχε υπάρξει περισσότερο διακριτικός.
Δεν του βγήκε σε κακό. Το κορίτσι έμεινε. Έφαγε το παγωτό με τα μάτια της να γυαλίζουν, κάπως πιο μεγάλα απ’ το κανονικό τους. Φαινόταν ότι το χρειαζόταν, για να πάρει πάλι τα πάνω της. Σύντομα άρχισε να του μιλάει. Γνωρίστηκαν. Εκείνη ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Της αρέσει, λέει, το παγωτό φράουλα επειδή μπορεί να το παίζει της υγιεινής διατροφής. Εξάλλου, μυρίζεις φράουλα μετά κι όλα τ’ αγόρια θέλουν να σε φιλήσουν.
Είναι αλήθεια, ήθελε να τη φιλήσει. Ζούσε στην Αθήνα από πάντα κι αναρωτιόταν γιατί η πόλη χρειάστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια για να του τη φανερώσει. Είχε στρώσει τη δουλειά του εδώ και πολύ καιρό, επομένως είχε το μυαλό του ήσυχο για ν’ ασχοληθεί και μ’ άλλα πράγματα.
Του αρέσει λοιπόν, να μαγειρεύει. Το αγαπημένο του φαγητό είναι ο μουσακάς. Μέχρι κι η γειτόνισσα παραδίδει όπλα μπροστά του. Είναι που του δένει τόσο αφράτα η μπεσαμέλ, γιατί βάζει και λίγο corn flour μέσα. Αλλά να μην το πει παραέξω. Ο αγαπημένος του υπερήρωας είναι ο Iron Man. Είναι σίγουρος πως αν ζούσε στην Ελλάδα κι ήταν, ξέρω ‘γω, ο Άνδρας από Σίδερο, θα τα έπιναν ωραία. Φαίνεται γαμάτο τυπάκι, ο Άνδρας από Σίδερο. Ή ο Άνδρας με Σίδερο. Ήρωας εκείνος που έχει σίδερο κι επιβιώνει απ’ αυτή την άπειρα βαρετή αγγαρεία.
Έφτασε το βράδυ κι ήταν ακόμα παρέα. Είχε περάσει φανταστικά μαζί της. Απλά, αλλά φανταστικά. Καιρό είχε να ενθουσιαστεί έτσι με άνθρωπο. Για να πούμε την αλήθεια, δεν το περίμενε ότι θα ένιωθε ξανά έτσι κάπου σύντομα στη ζωή του. Η μέρα του είχε πάρει τελείως άλλο νόημα. Ήθελε να την ξαναδεί. Ευτυχώς που τη γνώρισε.
Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Σοφία Καλπαζίδου