«Μέσα είναι ο Μπάμπης;» ρώτησε την κοπέλα στον προθάλαμο.
«Πέρνα, σε περιμένει· και πιο σιγά, καλέ, θα σ’ ακούσει!»
Χτύπησε, μετά έσπρωξε το ένα φύλλο της πόρτας και μπήκε. Πρώτα τον χτύπησε το άρωμα και μετά η εικόνα που βρήκε να τον περιμένει απέναντι. Τόσα χρόνια είχαν περάσει κι εξακολουθούσε να του συμβαίνει το ίδιο πράγμα.
«Κυρία Αναγνωστοπούλου, με ζητήσατε;»
Σήκωσε τα μάτια της απ’ το πληκτρολόγιο και κοίταξε φευγαλέα. Ήταν απορροφημένη σ’ αυτό που έγραφε, μικρές τούφες των μαλλιών της είχαν ξεφύγει απ’ τον κότσο και πλαισίωναν μ’ ένταση το πρόσωπό της, ενώ ένα ανεπαίσθητο συνοφρύωμα χάρασσε το μέτωπο. Το κάτω χείλος της ελαφρώς εξείχε, θυμήθηκε ότι πάντα το έβρισκε αυτό αξιαγάπητο πάνω της.
«Δώστε μου ένα λεπτό να τελειώσω αυτό που κάνω, εν τω μεταξύ εσείς μπορείτε να καθίσετε.»
Ο Φίλιππος διάλεξε τη θέση απ’ όπου έβλεπε το πρόσωπό της να το χτυπάει ο ήλιος. Ήθελε να χαϊδέψει εκείνο το μάγουλο. Ήθελε να χωθεί στο λαιμό της και να ρουφήξει δυνατά όλο εκείνο το άρωμά της, ήθελε να της πιάσει τη μέση, να χαϊδέψει τις πρώτες γραμμές πλάι στα μάτια της, τις οποίες δεν είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να γνωρίσει.
«Λοιπόν! Σας κάλεσα στο γραφείο μου, για να σας ευχαριστήσω κι επίσημα για τη συνεργασία μας όλο αυτό το διάστημα. Ήσαστε ένα άξιο μέλος της ομάδας και χαιρόμαστε όλοι που ήρθε η ώρα να μας αφήσετε, για να τοποθετηθείτε σ’ άλλο κατάστημά μας, που σας έχει περισσότερο ανάγκη. Είμαι σίγουρη ότι η εμπειρία σας θα εκτιμηθεί δεόντως.»
«Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Η συνεργασία μας υπήρξε άψογη.»
«Τώρα να με συγχωρείτε, αλλά με περιμένει πολλή δουλειά.»
Βγήκε απ’ το γραφείο της κρατώντας όσο πιο σφιχτά μπορούσε την εικόνα και τη μυρωδιά της. Σήμερα ήταν η τελευταία του μέρα στην εταιρία της.
Μετά τους αποχαιρετισμούς ωρών με συναδέλφους κι υπαλλήλους, ο Φίλιππος στάθηκε μπροστά στο ασανσέρ, που θα τον έβγαζε στην έξοδο για μια τελευταία φορά. Οι πόρτες άνοιξαν αποκαλύπτοντας του εκείνη μέσα. Ήταν μόνη της, λογικό, είχε περάσει κατά πολύ η ώρα κι ήταν ημέρα Παρασκευή. Η Χάρις μαζεύτηκε λίγο και του έκανε χώρο να περάσει.
«Το ξέρεις ότι στην εταιρία σε φωνάζουν Μπάμπη, έτσι;» της είπε προσπαθώντας να καταπιεί το γέλιο του. «Σκέφτηκα ότι θα σ’ ενδιέφερε να το ξέρεις, εξάλλου εγώ έχω φύγει πια!»
«Μπάμπης…καλύτερο πάντως απ’ το Χαραλαμπία της γιαγιάς μου! Όσες φορές κι αν προσπάθησα με το Χάρις, δεν κατάφερα να τη συμβιβάσω με το κομμένο μου όνομα. Και γιατί Μπάμπης;»
«Γιατί κυρίως αντιμετωπίζεις τα πράγματα σαν να οδηγείς μπουλντόζα, τα ισοπεδώνεις. Μπουλντόζες ο Μπάμπης!»
Η Χάρις γέλασε και βγήκε πρώτη απ’ το ασανσέρ.
«Καλή συνέχεια, αγαπητέ!»
«Και σ’ εσάς, κυρία Αναγνωστοπούλου!»
Ο Φίλιππος βγήκε στο πεζοδρόμιο και περπάτησε χαζεύοντας το βραδάκι. Σκεφτόταν ότι μπορεί τώρα να βρισκόταν στο καταλληλότερο σημείο για το επόμενο βήμα, αλλά δεν είχε καθόλου προετοιμαστεί γι’ αυτή τη στιγμή.
Δεν είχαν βρεθεί από σύμπτωση στην ίδια εταιρία. Το είχε επιδιώξει, όσο περνούσε απ’ το χέρι του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε μια ελπίδα να την ξαναδεί πλάι του, αλλά το βασικό μέλημα ήταν να μπορεί να μαθαίνει νέα της, να βλέπει ότι είναι καλά. Πίστευε ότι και για εκείνη ίσως είχε τελικά σημασία, μέσα στον σκληρό ανταγωνιστικό κόσμο της είχε έναν άνθρωπο δικό της απλά να υπάρχει. Ωστόσο, τον είχε κρατήσει σε απόσταση επαγγελματική μέχρι τώρα και πια είχε μεγαλώσει κιόλας. Δε χρειαζόταν κανένα να την προσέχει, ποτέ δε χρειαζόταν άλλωστε. Είχε έρθει η ώρα και για εκείνον να πάει αλλού.
Γύρισε σπίτι και μάζεψε δύο πράγματα για το Σαββατοκύριακο. Θα πήγαινε να ξεσκάσει για λίγο μόνος του δίπλα στη θάλασσα, εκεί που είχε αγοράσει ένα μικρό παραθεριστικό σπιτάκι. Σε τρεις ώρες είχε φτάσει.
Έσβησε τη μηχανή και πέρασε την πόρτα του, χωρίς καν να κλειδώσει το αυτοκίνητο. Τόσο γαλήνια ήταν η γειτονιά. Έβαλε μια κατεψυγμένη πίτσα στο φούρνο να ψήνεται και μέσα σε λίγα λεπτά είχε μυρίσει ο τόπος σπιτικό. Άλλαξε σε φόρμες, άναψε το ράδιο και πήρε την μπίρα του στο μπαλκόνι. Στο απέναντι σπίτι είδε φως. Θα πήγαινε για μια καλησπέρα.
«Γεια! Δεν περίμενα ότι θα σ’ έβρισκα εδώ αυτό το Σαββατοκύριακο.»
«Γεια σου, Φίλιππε! Δεν ήταν στα σχέδια, αλλά ο μικρός επέμενε, οπότε είπα να του κάνω το χατίρι τώρα που μπορώ, γιατί μες στη βδομάδα τον βλέπω ελάχιστα. Εσύ;»
«Ξεκούραση. Μια ανάσα πριν τις μεγάλες αλλαγές από Δευτέρα. Ξέρεις, έχω βάλει μπροστά τις διαδικασίες να πουλήσω και το σπίτι.»
«Σοβαρά; Το εξοχικό; Μα εσύ το λατρεύεις!»
«Δε σημαίνει ότι όσα αγαπάμε δεν αλλάζουν.»
«Θα μου λείψεις, ομολογώ, να σ’ έχω απέναντι! Αν ήταν κάποιος να έφευγε από εδώ, ας ήμουν εγώ, που ήρθα μετά από ‘σένα και μάλιστα χωρίς να ξέρω τίποτα.»
«Είσαι περίεργος άνθρωπος, Χάρις. Μακάρι να ήσουν ο δικός μου άνθρωπος. Βασικά θα μπορούσες ακόμα, αν το ήθελες.»
«Ξέρεις ότι δεν πρόκειται.»
«Γιατί; Για το παιδί; Θα τον υιοθετούσα την επόμενη μέρα! Μ’ έχεις ακούσει να μιλάω για την οικογένεια, δεν μπορεί να περίμενες κάτι διαφορετικό από ‘μένα. Εξάλλου και πάλι μόνος του μεγαλώνει, χωρίς πατέρα.»
Η Χάρις υπήρξε περήφανη για τις επιλογές της. Πρώτα-πρώτα ήταν όλες δικές της. Έτσι κι όταν απέκτησε τον γιο της. Το ήθελε το μωρό πέρα για πέρα. Πέντε χρόνια πίσω είχε την οικονομική άνεση, δημιούργησε το χρόνο, είχε κι έναν άνθρωπο στη ζωή της που εκτιμούσε βαθιά. Το συζήτησαν και το προχώρησαν. Δεν επισημοποίησαν τη σχέση τους ποτέ, ειδικά όταν την καταλάβαιναν να τελειώνει. Τώρα πια ο πατέρας του τους επισκέπτεται απλώς. Η διεθνής καριέρα τον κέρδισε. Μπορεί να στερήθηκε ο μικρός έναν γονιό, ωστόσο μάθαινε ήδη πως οι άνθρωποι είμαστε ελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα υπόλογοι των επιλογών μας.
Επομένως δεν ήταν αυτό. Το παιδί της μεγάλωνε· με ή χωρίς πατέρα, πάντως μεγάλωνε. Η Χάρις είχε τερματίσει εκείνη τη σχέση χρόνια πίσω μ’ ένα και μόνο σκεπτικό. Ήθελε για μία φορά στη ζωή της να έχει κάτι που να είναι σκέτα όμορφο. Να μην είναι όμορφο με λίγη ασχήμια στο τέλος. Δεν ήθελε καυγάδες, δεν ήθελε ρουτίνες, δεν ήθελε φθορές. Δύσκολο σχήμα, γι’ αυτό και δεν το είχε ξαναπετύχει από τότε.
«Είμαστε ό,τι πιο ωραίο μου έχει συμβεί. Είμαστε η πιο υπέροχή μου ανάμνηση.»
«Σε θαυμάζω. Για τον περίεργο τρόπο που σκέφτεσαι, για την αντισυμβατική ζωή σου, για όσα πέτυχες μέσα στα χρόνια από μόνη σου. Μεγαλώσαμε, Χάρις! Κι απόψε πήρα για πρώτη φορά μια εξήγησή σου, που καταλαβαίνω και θα κρατήσω. Δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσω ποτέ ξανά γι’ αυτό.»
Ύστερα, σήκωσε την μπίρα του απ’ την κουπαστή της βεράντας και κατέβηκε τα σκαλιά. Έμεινε μόνο το στρογγυλό σημάδι υγρασίας απ’ τον πάτο του μπουκαλιού πάνω στο ξύλο. Μέχρι που το αεράκι το στέγνωσε κι αυτό.
Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Σοφία Καλπαζίδου