Διάβασε εδώ το Α’ μέρος.

 

Ο Φίλιππος είχε ξυπνήσει ανάποδα εκείνη τη μέρα. Όλα του έφταιγαν από λίγο. Η σκέψη της ανακουφιστική και νεφελώδης ταυτόχρονα. Είχε που την κυνηγούσε τρεις μήνες τώρα. Αυτό το κορίτσι ήταν διαμαντάκι. Πατούσε πάνω σ’ όλες τις αδυναμίες του. Τον πουλούσε και τον αγόραζε· μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Την ήθελε στον ξύπνιο και στον ύπνο του. Την τύχη του δεν μπορούσε να την πιστέψει, γι’ αυτό φοβόταν μήπως τον εγκατέλειπε αργά ή γρήγορα. Δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει άλλο, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει τελειωτική κίνηση προς εκείνη, να ξεκαθαρίσει το τοπίο μεταξύ τους. Μέχρι να βραδιάσει είχε γίνει ασυγκράτητος.

Έφυγε απ’ τη δουλειά όπως-όπως, οδήγησε του σκοτωμού κάτω απ’ το σπίτι της και στο κουδούνι κόντεψε να βγάλει το δάχτυλό του απ’ την άλλη πλευρά του τοίχου. Του άνοιξε με ρόμπα και παντόφλα κουνέλι. Αυτό ήταν το κορίτσι του.

«Θες να γίνεις το κορίτσι μου;»

«Πέρνα μέσα!» έκλεισε την πόρτα πίσω του.

«Γιατί δε μου λες; Θες να γίνεις το κορίτσι μου;»

«Έτσι; Με ρόμπα κι αχτένιστη;»

«Σου πάνε τα μαλλιά έτσι. Να μην τα χτενίζεις πιο συχνά» κι έχωσε τη χούφτα του στο σβέρκο της. Πρώτη φορά την άγγιζε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο τρόπος του δεν είχε τίποτα το φιλικό, τίποτα το καθημερινό κι αδιάφορο. Ήταν όλος επιθυμία για ‘κείνη. Περνούσε τα όρια απόψε και δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος, αν θα τον δεχόταν. Όμως, έτσι ήταν καλύτερα, να της έδειχνε, να μάθαινε.

Ήταν ενθαρρυντικές οι πρώτες ενδείξεις. Δεν έκανε πίσω στο χάδι του. Το σώμα της παρέμεινε χαλαρό κάτω απ’ το χέρι του. Ύστερα, την ένιωσε πάνω του. Τον αγκάλιαζε, τον χάιδευε, τα δάχτυλά της πέρασαν κάτω απ’ την μπλούζα του, πάνω απ’ το πουκάμισό του. Ακόμα κι αυτό το απλό τον έκανε να τη θέλει όλο και περισσότερο.

Βρέθηκαν να ξεντύνουν ο ένας τον άλλο ταυτόχρονα. Τα μάτια ήταν λαίμαργα σε κάθε καινούρια σπιθαμή γυμνού που αποκαλυπτόταν, τα χέρια κοίταγαν να πιάσουν όσο πιο πολλά μπορούσαν. Το χαλί που βρέθηκε μπροστά τους, τους ήταν ό,τι έπρεπε εκείνη την ώρα. Ανάμεσα σε χέρια, πόδια, μαλλιά και φιλιά του είπε ότι θέλει. Απάντησε στην ερώτησή του κι η απάντησή της ήταν πέρα για πέρα θετική.

Η Χάρις είχε μπροστά της μια απ’ τις πιο δύσκολες μέρες της μέχρι τότε. Είχε ξυπνήσει χαράματα, όχι ότι είχε κοιμηθεί καθόλου πραγματικά όλο το βράδυ. Έφτιαξε καφέ, σκέτο και στάθηκε όρθια κάτω απ’ το φως του απορροφητήρα με την κούπα σφιχτά στα χέρια της. Ήταν η μόνη αποτελεσματική παρηγοριά. Θα πήγαινε στο γραφείο κανονικά, αλλά το μεσημέρι είχε ραντεβού μ’ ένα απ’ τα κεφάλια για τη θέση της.

Μακάρι να ήταν τα νέα απ’ τα καλά. Είχε προετοιμαστεί υπέρ του δέοντος, είχε ξενυχτήσει, είχε βάλει όλη τη ζωή της στο ρελαντί· η προσπάθειά της δεν μπορούσε παρά ν’ ανταμειφθεί. Τουλάχιστον αυτό έλεγε η λογική, γιατί η πραγματικότητα επιτάσσει διαφορετικά. 

Η πραγματικότητα που σου λέει ότι μπορεί να κάνεις για δέκα, αλλά για πέντε έχει να σου δώσει. Και μένεις με τα χέρια δετά, εκεί που ήσουν έτοιμος να πλάσεις τον κόσμο κομματάκι καλύτερο. Κανείς δε χάνεται, εντάξει, αλλά πώς προσανατολίζεται σε μια κοινωνία-αδιέξοδο; Γιατί σε αδιέξοδο πάνω πέφτεις, δεν είναι άλλο ένα εμπόδιο απλώς, που θα βρεις τον τρόπο να ξεπεράσεις.

Να φύγεις, να πας αλλού. Γιατί, όμως, να σου το κάνει αυτό; Γιατί η μόνη εναλλακτική να είναι ένας άλλος τόπος, του οποίου οι άνθρωποι εξ ορισμού να έχουν το προβάδισμα εις βάρος σου; Γιατί δεν ξεκινάτε απ’ την ίδια αφετηρία. Εκείνοι την έχουν την κουλτούρα, τη γλώσσα, το lifestyle. Εσύ πρέπει να κατακτήσεις κι αυτά. Λες και δεν έχεις παλέψει ήδη αρκετά για τα μέχρι τώρα.  

Το κινητό της δονήθηκε πάνω στον πάγκο. Ήταν ο Φίλιππος. Είχε ξυπνήσει κι εκείνος χαράματα, για να της στείλει ένα ακόμα μήνυμα καλής επιτυχίας. Πόσο τον είχε χάσει κι εκείνον τώρα τελευταία. Τον έβλεπε από σπόντα μόνο στα κενά και τα διαλείμματα. Τουλάχιστον κοιμόντουσαν μαζί όποτε επέτρεπε το πρόγραμμά τους, τουλάχιστον να αισθάνονται τις νύχτες.

Είχε φροντίσει να τον προϊδεάσει, βέβαια. Πονούσε η καρδιά της, όταν του ανακοίνωνε ότι οποιαδήποτε στιγμή κουραζόταν, μπορούσε να φύγει χωρίς να της χρωστάει εξηγήσεις. Ευτυχώς, της το είχε ξεκόψει επιτόπου. Δεν του άρεσε το πώς θα γινόταν η ζωή τους το επόμενο διάστημα, όμως θα την ακολουθούσε σε ό,τι κι αν έκανε.

Το κινητό της χτύπησε στις 12.25, πέντε λεπτά πριν το ραντεβού της.

«Έλα, αγάπη.»

«Καλή επιτυχία. Να με πάρεις τηλέφωνο αμέσως μόλις τελειώσεις, ακούς; Ούτε τη μαμά σου να καλέσεις, ούτε κανέναν άλλο. Άντε, πήγαινε. Θα σκίσεις. Σ’ αγαπάω.»

«Σ’ αγαπάω…»

Το βράδυ είχαν γιορτή. Η Χάρις τα είχε καταφέρει. Είχε πάει τα όνειρά της ένα βήμα παραπέρα κι εκείνος ήταν δίπλα της σε όλη τη διάρκεια.

Ο Φίλιππος τελείωσε εκείνη τη βδομάδα του στη δουλειά λίγο πιο ενθουσιασμένος απ’ το σύνηθες. Έφυγε έχοντας πάρει την άδεια που τόσο καιρό ήθελε. Σχεδίαζε να συνδυάσουν τα προγράμματά τους με την Χάρι και να πάνε επιτέλους εκείνο το ταξίδι στο εξωτερικό, που ονειρεύονταν από πέρσι. Περίμενε πώς και τι να πάει σπίτι του το βράδυ, για να της παρουσιάσει το πλάνο.

Η ώρα που θα έφτανε πλησίαζε. Ο Φίλιππος είχε σχεδόν τελειώσει με τις ετοιμασίες, όπως συνήθιζε. Είχε μαγειρέψει, είχε το ραδιόφωνο να παίζει στον αγαπημένο τους σταθμό, μόνο που απόψε είχε βγάλει και τα κολονάτα ποτήρια, για να τσουγκρίσουν στο επικείμενο ταξίδι τους. Η οθόνη του κινητού του άναψε κι ήταν εκείνη.

«Καρδιά μου, έρχεσαι;»

«Όχι. Δεν έρχομαι απόψε. Έχω να σου ζητήσω κάτι. Θέλω να χωρίσουμε.»  

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα